Thursday, September 23, 2010


Φαντασίας παιγνίδι ονοματων
Ή Ωκεανιες παραλλαγές του πάθους της Γοργόνας

Πέρασαν χρόνια από τότε
Τότε που οι επιθυμίες μας γεννιόνταν
Κι αργότερα σαν ξετυλίγαμε μαζί την γεύση του ιδρώτα μας
και το κουβάρι της ζωή μας…
και τότε λέγαμε θυμάσαι
ότι κι οι δυο από παιδιά βιαζόμαστε
να γίνουμε μεγάλοι…
να μάθουμε ότι μας φόβισε
τότε που νοιώσαμε
πρώτη φορά τη μοναξιά.
Τότε που ‘ταν ο κόσμος μας,
μπροστά,
ίσα μ’ ενός τσιγάρου δρόμο,
μια απέραντη αλάνα
μέσα στις πορφυρές αυλές των δειλινών
και πέρα τάχατες λευτερωμένος
στης προσμονής τον κόρφο.
Εκεί ακριβώς,
μέσα στα απόκρυφα της θάλασσας τα μέρη….
Εκεί που το ζειμπέκικο αγγελικά χορεύανε οι πλάνοι εραστές…
Δίπλα,
εκεί ακριβώς,
που αρμονικά λικνίζονταν,
σαν κύκνων πούπουλα,
στα μαϊστράλια τα σγουρομάλλικα τα αλμυρίκια.
Χορός της φαντασίας,
ζάλη…
Χορός της φαντάσιας ειν’ ο πόθος….
Ω τι χορός ατέλειωτος,
σε χρωμα και σε άρωμα
ανθων της πικροδάφνης……
Χορός του στερημένου χρόνου
και των περικλειστων των τόπων
είναι η φαντασία…
Πέρα εκεί στις αμπολιές,
άραγε να θυμάσαι;
στα απόκρυφα τα σάλτσινα,
παντοτινά κυρίαρχος ο πόθος
βούλιαζε ασύδωτος τα χάλκινα κορμιά
κι άνομος πλάνευε τις άγουρες ψυχές,
στροβιλισμένα όλα
μες τη καυτή τη ζάχαρη της άμμου
που σήκωναν οι θίνες
κι εκείνη του έρωτα η μυρουδιά,
όλο αψάδα και αλμύρα,
απ τα θαλασσινά
Τα αυγουστιάτικα κρινάκια.

Πέρασαν χρόνια από τότε
Ονειρεμένη η πλήρωση
στο σκηνικό του ονείρου μας…
Φτωχή και ταπεινή η ελπίδα,
σε άσωτο ταξίδι έγνοιας,
μες στην ανέμελη τη φαντασία …
Μες στο ταξίδι εκείνο
το πρωτόγνωρο
που καβαλούσε τον καιρό,
όπως και τα δελφίνια
σαν παίζουν με τα κύματα
και γράφουν πιρουέτες
μακριά μες στον ορίζοντα,
χωρίς ποτέ να σταματά να πλέει
κι ανέξοδο δίχως ποτέ να τελειώνει,
όπως κι η εφηβεία μας…
θυμάσαι;
Τέτοια σου έλεγα θυμάμαι
και γέλαγες,
σαν και να λέγαμε μαζί την ίδια ιστορία,
κι αναβοσβήναμε στόμα στο στόμα τα τσιγάρα
κι ιδρώναμε,
και γέλαγες,
κι εγώ μεγάλωνα
κι εσύ μ’ ακολουθούσες….
Μέρες ατέλειωτες
μες σε στιγμές γιορτής πασχαλινής
όπως σε λιτανεία
που τα εξαπτέρυγα και η εικόνα προηγούνται…
το 'να δυο βήματα απ’ το άλλο....

Πέρασαν χρόνια από τότε...
Δεν σ’ ήξερα
και πώς να σε γνωρίζω…
η απόσταση του χρόνου
πάντοτε παρεμβάλλεται…
ακόμη κι αν εκεί,
στον ίδιο τόπο,
ανήξεροι τότε παλιά πάντοτε επιστρέφοντας
γράφαμε το όνομα μας…
Άλκης…
κι εσύ συμπλήρωνες Ελένη…
έγραφα Αλέξανδρος…
κι εσύ συμπλήρωνες Μυρτώ…
Ανθέμιος… και Ίρις…
Ότι κι αν έγραφα,
στο τέλος,
τι παράξενο;
πάντοτε έγραφες Γοργόνα…
μ’ ένα δειλο θαυμαστικό….
Κι εγώ σκεφτόμουνα Ωκεανός...
Κι ήρθε ο καιρός,
θυμάμαι,
που το παιγνίδι έπαψε,
εκεί ακριβώς πάνω στην άμμο…
πάνω στην άμμο την καμένη..
άργιλος ήταν και φωτιά,
πυρπολημένα κρύσταλλα ήτανε οι ψυχές μας,
κορμιά πυρπολημένα….
Κορμιά από το φως καμένα..
Κι ήρθε ο καιρός,
θυμάμαι,
που πάψαμε να παίζουμε…
που γράφαμε κοντά, κοντά,
σμιχτα,
το όνομα μας,
μια καρδιά τεράστια
και την χρονολογία…
Εκεί που αργότερα,
θυμάσαι;
λίγο πριν φθάσει,
της λύτρωσης,
η άγια νύχτα
ανάψαμε
σαν τα παιδιά
την πρώτη μας φωτιά…
δυο βήματα απ τα κοχύλια
κι απ τα τραγούδια των σειρήνων…
Εκεί που σταθηκε δειλή η αγάπη μας,
για λίγο…
ατυχοι εμεις,
ανάψαμε εκεί την πρώτη πυρκαγιά,
την άγουρη απόφαση,
την πρώτη μας την γνώση…
Σκιρτήματα και κραδασμοί,
κατάσαρκα στην άμμο…
σαν ψάρια αγκιστρωμένα στη ζωή
Κι απέλπισια,
ατέλειωτη,
του απύθμενου του βάθους,
μες στη θολή αχλή
που ανέβαινε στους Ουρανούς,
σαν τελευταίο αντίο….
Εκεί ακριβώς
που γένναγαν, νερό γλυφό στην δίψα μας,
οι αστείρευτοι οι Ωκεανοί…
Οι Ωκεανοί του πάθους..
Του πάθους της αγάπης…..

Πέρασαν χρόνια από τότε
Κι είπες θα φύγω μακριά
Σ’ έχασα,
λίγο, λίγο
και φαίνεται παντοτινά..
Και γύρναγα εκεί συχνά..
Κι έγραφα το όνομα σου..
Κι ο δρόμος ήταν έρημος
σαν δρόμος εφηβείας…
κι ήτανε,
έτσι ίδια,
σαν και να σ’ έβλεπα ξανά,
σαν και να πέταγε η ματιά μου
σαν έφηβου φυγάδα
πάνω στο όνομα που είχε σβήσει,
όχι η μνήμη,
μην πιστέψεις,
ή έλλειψη ή ο καιρός…
Μια λέξη απλή διαλυμένη,
σαν την πολύκαιρη δαντέλλα…
Πικρο κι αγαπημένο όνομα,
σαν το ροδόνερο να τρέχει μες απ’ τα βλέφαρα ενός τυφλού….
Απλά έτσι την ένοιωθα την λέξη,
όπως εξ άλλου και την μοναξιά…
Έτσι την φανταζόμουνα,
όπως και τώρα ακριβώς…
Και πώς να την ξεχάσω
πάνω στην άμμο την καμένη
εκεί που σμίξαμε…
για τελευταία μας φορά…
Εκεί ακριβώς που την αφήσαμε,
τότε χίλιες φορές γραμμένη,
η τύχη τώρα έγραφε,
μονάχα,
Ωκεανός.

Πέρασαν μέρες από τότε..
Πόσες;
Δεν τις μετράω πια
Κι ακόμη περιμένω…..
Α… Κ….