Thursday, January 8, 2009

Φαλαρίδα


Το κείμενο είναι γραμμένο από τον Άγγ. Κότσαρη
Παρατσούκλια
Στο Μεσολόγγι, κυρίως παλιότερα, πολλοί Μεσολογγίτες ήταν ευρύτερα γνωστοί με τα παρατσούκλια τους ή τα παραγκώμια τους. Πολλές φορές τα παρατσούκλια, δίνονταν ανεξαρτήτως οικονομικής, πνευματικής και κοινωνικής καταστάσεως των παραγκωμιασμένων ατόμων. Έφθαναν μάλιστα τα παρατσούκλια να υποκαθιστούν συχνά τα πραγματικά επίθετα των Μεσολογγιτών, σε βαθμό μάλιστα, που αν δεν ήξερες το παρατσούκλι τους, να καθίσταται δύσκολο να τους βρεις. Εκείνο τον καιρό μάλιστα τα πράγματα γίνονταν ακόμη δυσκολότερα, δεδομένης και της ανυπαρξίας τότε του δελτίου ταυτότητας. Πάντως γενικότερα, ακόμη και στην περίπτωση υπάρξεως μερικών δελτίων ταυτότητας, κι αυτά εκ των πραγμάτων έβγαιναν στην αχρηστία, καταχωνιασμένα στα ντουλάπια των σπιτιών τους ως μη απαραίτητα, μια και οι περισσότεροι των πολιτών παλιότερα δεν είχαν δοσοληψίες πολλές με το δημόσιο ή και άλλους οργανισμούς από τους οποίους θα τους ζητιόνταν τα δελτία ταυτότητας, ως αποδεικτικά της ταυτοπροσωπία τους. Έτσι στο τέλος με το πολύ πες, πες, επί καθημερινής βάσεως, τα παραγκώμια συνηθίζονταν από τους μεταβαπτισμένους και πολλά επίθετα κατέληγαν να υποσκιάζονται και να υποβαθμίζονται σε τέτοιο βαθμό από τα παραγκώμια, που μετά πάροδο μιας δυο γενιών συχνά τα παρατσούκλια έφθαναν όχι μόνο να υποκαθιστούν τα επίθετα των μετέπειτα γενιών, αλλά και να αποτελούν αυτά και τα επίσημα επίθετα των. Παράδειγμα τέτοιου περίπου παραγκωμιού είναι και το Πιέρος, που μόνο σήμερα ύστερα από 60 χρόνια έμαθα από συγγενή της οικογένειας, ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν το πραγματικό επίθετο της οικογένειας, αλλά το παρατσούκλι. Το ίδιο ακριβώς, αν και προσωπικά το γνώριζα από πολύ νωρίτερα εν σχέσει με το προηγούμενο, ήταν και το παρατσούκλι Κατσαντώνας.Τα παραγκώμια ως επί το πλείστον στο Μεσολόγγι δημιουργούνταν κυρίως με σκωπτική διάθεση αλλά και με ξενοφοβική, ή και λοιδορητική τέτοια για την εμφάνιση, το χαρακτήρα και γενικότερα τις ιδιαιτερότητες και τα λεγόμενα ακόμη του βαπτιζόμενου. Πολλές φορές αυτό συνέβαινε με τη έγκριτη αποδοχή ή και την καρτερική διάθεση του μετονομασμένου ατόμου, άλλες πάλι φορές κάτι τέτοιο συνέβαινε εν αγνοία του, μα οπωσδήποτε στις περισσότερες περιπτώσεις εν γνώσει του, αλλά και με εμφανή τη δυσαρέσκεια του γι’ αυτό. Για παράδειγμα το επίθετο Γιωτόπουλος, τουλάχιστον σ’ ένα, από τα μέλη της μεγάλης οικογένειας των Γιωτοπουλέων, είχε υποκατασταθεί σχεδόν πίσω απ’ την πλάτη του συγκεκριμένου ατόμου από το παρατσούκλι Φαλαρίδας
(Πουλί με σκούρο γκριζόμαυρο χρώμα, με γυμνό λευκό μέτωπο και χαρακτηριστικά μεγάλα πόδια, που ζει σχεδόν μονίμως στο υγροβιότοπο της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου Αιτωλικού και που στα προπολεμικά χρόνια κι αμέσως μετά τον πόλεμο του 40 αποτελούσε έδεσμα για τις φτωχές οικογένειες, παρ’ όλο ότι το κρέας του μύριζε έντονα ψαρίλας.) Πολλές φορές τα παραγκώμια ήταν αδύνατον να αποκωδικοποιηθούν ως προς το νοηματικό περιεχόμενο της προέλευσής τους και μάλιστα προς διπλό καημό του μεταβαπτισμένου παρέμειναν έτσι ανεξήγητα, δίχως κανένας να γνωρίζει τα αίτια προέλευσής των και συνεπώς και την έστω (λογική) τους αναγκαιότητα, όπως π.χ. σε παραγκώμια σαν τα: Ντουκτσουνάκ Καρλομίκ κ.α. Άλλα επίσης παραδείγματα παραγκωμιών, είχαν προέλευση από το επάγγελμα, του ή της μετονομαζόμενης, όπως Καρεκλού, Καρεκλάς, ή Παπλωματάς, Ζαλώναινα (πιθανόν απ' τη ζαλιά και το ζαλώνομαι). Πολλές φορές επίσης τα παρατσούκλια είχαν να κάνουν με τον τόπο καταγωγής μιας οικογένειας: όπως π.χ. σε ένα κλάδο των Παπατσοπουλέων που την συγκεκριμένη αυτή οικογένεια την ονόμαζαν Λευκαδίτη λόγω του τόπου καταγωγής της ή το ίδιο στην οικογένεια Καλάκη, που κάποιους της οικογένειας τους ονόμαζαν Πρεβεζάνους, όπως επίσης σε κάποιο φίλο που υπήρξε μετανάστης στην Γερμανία και που του είχαν δόσει το όνομα Γερμανός, ενώ Αβυσσινός, μάλλον γιατί ήταν πολύ μελαψός κι όχι γιατί κατάγοταν από την Αφρική, κ.λπ. Σκωπτικά παρατσούκλια όπως: Καρλάυτης, Μπεκιώνας, παίξ' τον ναι παιδί μου, Μαντολέτας, Σκατέας, Γλαρώνας, Παπάνας, Παπάρας, Λέλας, Μελαμέλιας, Τριτσαπήδουλας, Ζίζης, Σφέντζος, Ντόγκης, Καλαβρέζος, Λαψάνας, Τζώνης, (γιατί μασούσε τσίχλα,) Ραπανάκιας, (μάλλον χαζός απ' το ρεπάνι, όπως θα λέγαμε βλιτάκιας,) Κάραλης, Ντορνόβας, Παγούρας, Διδάντες, Ταταρούνα,( νουνός της υπήρξε, ο Μιχάλης ο Καλάκης,) θερμή γυναίκα αλλά συγχρόνως και άκομψα δυναμική, που ούτε και Τάταρος ακόμη, αν αυτή δεν τον έκανε κέφι, ποτέ και για τίποτα δεν την εμπιστεύονταν, ιδιαίτερα ερωτικά. Δάγκωνε!... Τέτοια παρατσούκλια με περισσότερη ή και λιγότερη διασκεδαστική διάθεση δίνονταν, (αν και σκληρά κάποιες φορές, ιδιαίτερα από παιδιά,) σε άτομα για τις ειδικές των μετονομαζόμενων συμπεριφορές, κυρίως όμως για τις μειονεκτικές ή και τις γλαφυρές ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα τους, όπως Χωβιός γι’ αυτόν που μάλλον απέφευγε εύκολα κρυβόμενος τις ευθύνες, ή Παντιέρας γι’ αυτόν που ανέμιζε πολιτικά ανάλογα με την κατεύθυνση του αέρα, Γαϊδαρος λόγω μάλλον του δύστροπου χαρακτήρα του. Σωματικές ιδιαιτερότητες διατροφικές συνήθειες επίσης ή ακόμη και ενδυματολογικές ιδιαιτερότητες αναλόγως στοχοποιούνταν σαν λοιδορία, όπως αυτός που είχε μεγάλα αυτιά που τον παραγκώμιαζαν Κούνελο, Αυτιά, ή γιά άλλα σωματικά όργανα ή και διάπλαση όπως, Ο Γιάννης ο π..τσας, ή Γκαμήλα ή και κατέβα να φάμε, για το μεγάλο ύψος της, Μουτρούσου επειδή ήταν συνήθως στριφνή κι έκανε μούτρα, Μούτρας αναλόγως, Γρατσούνου γιατί ήταν επικίνδυνα αυστηρή, Βυζού για τα ευτραφή και τροφαντά, τα γαλατοκαρπερά βυζιά της, (αν και σπανιότερα, παρατσούκλια έδιναν και στις γυναίκες,) Αραπάκιας, λόγω του ότι ήταν υπερβολικά μελαγχροινός, Ρούχνας γιατί ροχάλιζε μέχρι που έσπαγαν τζάμια, Μπαζίνας μάλλον γιατί του άρεσε πολύ η μπαζίνα, Λεβήθας γιατί έτρωγε σκόρδα που ήταν τον παλιότερο καιρό φάρμακο για τα ελμινθοφόρα παράσιτα τις λεβίθες, Μπομποτάς γιατί του άρεσε η μπομπότα, Μακαρουνού -Νηπιαγωγός- γιατί ονειρεύονταν συνεχώς τα μακαρόνια, Πατσάρας πιθανόν γιατί αναφέροταν συχνά στον πατσά, Μπαγόρδας πιθανόν γιατί έτρωγε πολύ και καλά, Λουκουμού: (Αντίθετα με την καλαίσθητη και αρχοντική στολή της παρακάτω κυρίας, που μάλιστα κατά την έμπνευση της ζωγράφου η κυρία αυτή τυχαίνει να είναι βοσκός, η ίδια η ζωγράφος πάντοτε ατημέλητη με μαύρη ρόμπα φθαρμένη και μαύρο φακιόλι στο κεφάλι, με μελαγχολικό βλέμμα και ευγενικό παρουσιαστικό, σαν φάντασμα, κυρίως τα πρωινά, εμφανιζόταν αραιά και που δίπλα απ' το σπίτι του Λιόρη, όπου μάλλον και κατοικούσε σ' ένα φτωχό χαμόσπιτο. Άγνωστη στους νέους Μεσολογγίτες η Μεσολογγίτισα αυτή υπήρξε σπουδαία ναϊφ ζωγράφος, που στην κατοχή για να ζήση πουλούσε για πενταροδεκάρες τα λάδια που έφτιαχνε,) προφανώς τις άρεσαν τα λουκούμια,
Λουκουμού, έμενε στο πλάϊ του Αγίου Σπυρίδωνα και πιθανόν, στα τελευταία της, την φρόντιζε ο Λιόρης. Αν και απαίδευτη αποδίδει την ανοιξιάτικη φύση του σάλτσινου με τέτοια ευαισθησία που με κάνει να δακρύζω. Ας είναι το χώμα που την σκεπάζει ελαφρύ και στον παράδεισο που θα 'ναι να βρίσκει άφθονα λουκούμια.
Πατσάρας πιθανόν γιατί αναφέροταν συχνά στον πατσά, Μπαγόρδας πιθανόν γιατί έτρωγε πολύ και καλά, Κόμης γιατί αν και ψαράς ντύνονταν αρχοντικά. Τίποτα δεν περίσευε στους νονούς των παρατσουκλιών και με ευφυή τρόπο πολλοί παλιοί ήταν οι βαπτιζόμενοι που έπερναν απ’ αυτούς αμέσως το δεύτερο όνομα τους. Το παλιό φαινόμενο αυτο των παραγκωμιών όπως φαίνεται, αν και σε μικρότερο ολοένα σήμερα ρυθμό, υπήρξε διαχρονικό και κατά πως φαίνεται δεν έχει τελειωμό όπως και καταγωγή, μια και υπήρξε και υπάρχει παντού και μάλλον και στο μέλλον θα συνεχιστεί, παρά την υποχρεωτική και εύκολη πλέον έκδοση του δελτίου ταυτότητας σ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας και την συχνή ταυτοποίηση του ατόμου μέσωτου δελτίου της ταυτότητας του. Οι Έλληνες ξέρουν να διασκεδάζουν από την αρχαιότητα παραγκωμιάζοντας με σκωπτική διάθεση τους συμπατριωτες τους αρκεί ο εαυτός τους και μόνο να βρίσκεται στο απυρόβλητο, κυρίως της απέλπιδος ανταγωνιστικής προσπάθειας του αντριλικιού, και να μην λοιδωρείται!

Ο αείμνηστος δικός μας Μεσολογγίτης Κάβουρας.
Παύλος Δελαπόρτας.
"ΟΛηξουριώτης Κεφαλλονίτης"
«Το ξέρω ότι, ιδιαίτερα εσείς οι ψαροπώλες, με φωνάζετε Κάβουρα! Δεν με πειράζει αυτό και να ξέρετε ότι δεν δαγκώνω. Βέβαια για τις παρανομίες σας στην ψαραγορά , αν πέσουν στην αντίληψή μου, να ‘στε σίγουροι ότι θα σας τσιμπήσω, και ξέρετε εσείς πως τσιμπάει άμα δεν δαγκώνει ένας κάβουρας!…..» Με το σπινθηροβόλο βλέμμα του, με το καβουράκι του ψηλά κάποιες φορές και το παλτό του ανοιχτό και τραβηγμένο προς τα πίσω, στις πλάτες, σαν να ‘ταν σακάκι μάγκα, ο Παύλος Δελαπόρτας υπήρξε Μάγκας Εισαγγελέας για κάμποσα χρόνια στο Μεσολόγγι, νομίζω μεταξύ του 54 και 58. Μ' ένα μόνιμο υπομειδίαμα βαδίζοντας κοντός και στρουμπουλός, όπως τον θυμάμαι, με το χαρακτηριστικό καβουρίσιο περπάτημα του στους δρόμους του παλιού Μεσολογγιού, μας έκανε όλους να θέλουμε να σταθούμε πίσω του, για να μπορεί αυτός, προφυλαγμένους εμάς από το άγνωστο του παραπέρα, να μας υπερασπίζεται απ’ όσα ακόμη παλιά ατέλειωτα και απειλητικά ακόμη τότε συσσωρευμένα και βραδυφλεγή τα διαισθανόμαστε να ‘χουν μπροστά μας συνέχεια, κι απ’ όσα άλλα καινούργια στα σίγουρα κακά επεξεργαζόμενα απ’ τον κακό μας τον καιρό κι από την μοίρα μας διαγράφονταν επίσης μπροστά μας. Άραγε τα παρατσούκλια δίδονται ποτέ με καλή διάθεση στους άλλους; Στην περίπτωση του αείμνηστου Παύλου Δελαπόρτα, αν και στο ανωτέρω ερώτημα γενικότερα η απάντηση είναι αποκαρδιωτικά αρνητική, εδώ όμως και όχι σαν απλή εξαίρεση αλλά σαν ανθρώπινη υπέρβαση, που στο παλιότερο Μεσολόγγι συναντιόνταν έστω και σπανίως, το παρατσούκλι του Παύλου Δελαπόρτα «κάβουρας» οι Μεσολογγίτες του το ‘δωσαν όχι σαν λοιδορία, αλλά σαν για να εξορκίσουν μέσα τους την γελοία δική τους αδυναμία να διαχωρίζουν σε μέγεθος το πραγματικά σοβαρό, από το επιπόλαιο αστείο της πρώτης εντύπωσης, που το ελλατωματικό μέτρο τους, τους έβαζε στο πειρασμό να κάνουν με το σουλούπι του, όταν τον έβλεπαν μπροστά τους εκείνο τον πραγματικά απίθανο Άνδρα. Πόσες φορές άνθρωποι κοντοί δεν ξεπέρασαν τα κοινωνικά ταμπού και δεν αναδείχτηκαν εκεί ψηλά στην Ιστορία που τους τοποθέτησε, όχι εκατοστό το εκατοστό ο πήχης των ανθρώπων, αλλά το ατελεύτητο μέγεθος του ανθρώπινου Νου τους! Ναι ο Παύλος Δελαπόρτας δεν παραγκωμιάστηκε στο Μεσολόγγι, κι αυτό το γνώριζε καλύτερα ο ίδιος! Ο «Κάβουρας» ήταν τίτλος τιμής που του απένειμε το Μεσολόγγι για να του δείξει, ότι τον θεωρεί δικό του και μάλιστα παράτολμα του προδικάζει με το παρατσούκλι αυτό εσαεί την μνήμη στον τόπο αυτό, που απ’ αυτούς τους ίδιους πιστεύεται βαθύτερα ότι είναι τόπος και του Παύλου Δελαπόρτα. Όλο το τελευταίο αυτό θεώρημά μου δεν έχει να κάνει με τις βαρύγδουπες αρλούμπες περί ελεύθερων ανθρώπων σε συγκεκριμένους τόπους και χρονικές στιγμές. Κάτι τέτοια τα θεωρώ ευτελή˙ και η ευτέλεια στη Μεσολογγίτικη αλλά και την ελληνική εν γένει θυμοσοφία ήταν και θα είναι αποκρουστικά και σουσουδίστικα χυδαία, έστω αν οι μαρμάρινες επιγραφές περισσεύουν για κάποιους στον τόπο μας. Απλά ο Παύλος Δελαπόρτας, στην συγκεκριμένη περίοδο που πέρασε από το Μεσολόγγι θεωρήθηκε από τους Μεσολογγίτες, ως ένα εν δυνάμει πορτραίτο σ' ένα ζωγραφιζόμενο καμβά, με τα παράφορα αντάρτικα χρώματα ενός παθιασμένου, και την συγκεκριμένη φυσιογνωμία ενός αγωνιζόμενου ανθρώπου, που μέσα από τις ανθρώπινες αδυναμίες του τελικά και τη βασανισμένη του παιδεία προδικάζεται στο τέλος να λάμψει στον πίνακα με τη μορφή του αληθινού και κυρίως του Δίκαιου Ανθρώπου. Η αναφορά μου στον Παύλο Δελαπόρτα δεν είναι τυχαία. Ήμουνα περίπου 16 ετών τρυπωμένος κρυφά στη αίθουσα του δικαστηρίου, που βρίσκονταν στο σημερινό Αστυνομικό τμήμα του Μεσολογγίου, όταν άκουσα εκείνα τα συγκλονιστικά και προφητικά λόγια, εν μέσω αντιλήψεων μεσαίωνος ακόμη, με την βροντερή του αγωνιστή Εισαγγελέα φωνή, σε Ντοστογιεφστική παραφορά Δικαιοσύνης και ανθρωπιάς να διακηρύσσει ότι: « Ποτέ η ΗΘΙΚΗ δεν μπορεί να τοποθετείται ανάμεσα από τα σκέλια μιας οποιασδήποτε γυναίκας!» Δεν ήταν καθόλου ελεύθερος εκείνη τη στιγμή ο Παύλος Δελαπόρτας. Απλά το πνεύμα του αγωνίζονταν με τους διαόλους της κοινωνικής ανδροκρατούμενης αντίληψης, για το ότι η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής, -στην συγκεκριμένη περίπτωση η δολοφονία μιας γυναίκας που είχε βιαστεί από ένα κτήνος, και επιπλέον αμέσως μετά είχε σκοτωθεί από τα αδέλφια της,- δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογείται για λόγους ηθικούς που ακουμπούν αυτάρεσκα, αισχρά και βδελυρά ανάμεσα στα ματωμένα σκέλια μιας παντελώς και κατάφορα διεστραμμένης αντίληψης για ανθρώπινη δικαιοσύνη. Λόγους ταπεινούς, που κλείνοντας η κοινωνία μ' αυτούς καταχρηστικά την αυλαία, σαν τελική επιβράβευση απόδοσης του δικαίου, είχε τη μόνη ηθική απαξία να διαπράττει για δεύτερη φορά ένα ακόμη πιο αποτρόπαιο έγκλημα στην υπόθεση του πανανθρώπινο ονείρου της για την πραγματική Δικαιοσύνη ! "Λόγους ηθικούς" τους οποίους έτσι τουλάχιστον τους πίστευε βολεμένη κι έτσι γι’ αυτούς κοβόνταν ακόμη μέχρι τότε η υπάρχουσα από παλιά απανθρωπιά εκείνων των καιρών κι εκείνων των ανθρώπων της κοινωνίας μας˙ και που γι’ αυτούς επίσης και πάλι, αυτή η ίδια η κοινωνία, μ' αυτές τις κίβδηλές της αιτιάσεις, ανακυκλόνωντας τες το ίδιο προσπαθούσε συνέχεια από παλιά και να νομιμοποιεί και να περνάει και να συντηρεί το επί αιώνες συντελούμενο άδικο έγκλημα της!

Αυτός ήταν τότε ο αγαθός πατέρας δύο πανέμορφων παιδιών, ο τρυφερός ο σύζυγος μίας καλής γυναίκας, και κυρίως ο ανδρείος της Δικαιοσύνης συμπολίτης μας. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, για το τεράστιο έργο του στο Δίκαιο, έγινε γνωστός στο Πανελλήνιο ως, "Ο αγωνιστής της Δημοκρατίας Παύλος Δελαπόρτας," ποτέ όμως, ως ο δικός μας Κάβουρας!