Wednesday, December 16, 2009

επιτέλους κάτι αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε...

Μήπως εκεί που κατασκεύαζονται οι Νόμοι επικρατεί η Ιαβέριος κατεύθυνση!

Σε όλα αυτά˙ τα τόσα πολλά, που είπε εχθές το βράδυ, στον χαριέστατο κο Πρετεντέρη, ο κύριος Μητσοτάκης, που ούτε λίγο ούτε πολύ ό ίδιος, με το γνωστό ύπουλο τρόπο της έμμεσης προπαγάνδας του, κόντεψε να μας γεμίσει με ενοχές όλους μας τους Έλληνες, ως υπερκαταναλωτικά τέρατα που δεν φειδόμαστε την μοίρα των νεώτερων γενιών˙ ενδιαφέρουσα απάντηση αποτελούν κάποιες επισημάνσεις από το άρθρο του σημερινού ριζοσπάστη, που δεν θα μας κάνει κακό αν τις διαβάσουμε:
ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΓ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΑΡΧΗΓΩΝ
Με την ξεκάθαρη θέση ότι γενεσιουργός αιτία της οικονομικής κρίσης είναι η ίδια η λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος και όχι τα υπαρκτά ζητήματα της διαφθοράς, το ΚΚΕ συμμετείχε στη χτεσινή συνάντηση των πολιτικών αρχηγών που συγκάλεσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με θέμα τη διαφθορά και τη διαφάνεια. Όπως είχε από την πρώτη στιγμή προειδοποιήσει το ΚΚΕ, τίποτα ουσιαστικό δεν προέκυψε για τα λαϊκά στρώματα από τη χτεσινή σύσκεψη. Οι προτάσεις που κατατέθηκαν από την πλευρά των κομμάτων αντανακλούν τη στρατηγική τους, είναι λίγο έως πολύ διατυπωμένες αρκετές φορές και από αυτή την άποψη, τίποτα πραγματικά καινούριο δεν ακούστηκε. Εκ μέρους του ΚΚΕ, η ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος Αλέκα Παπαρήγα επανέλαβε ότι η διαφθορά είναι σύμφυτη με το σύστημα της εκμετάλλευσης και πως η κυβέρνηση έχει αντιλαϊκό σχέδιο εξόδου από την κρίση, στο οποίο το ΚΚΕ δεν πρόκειται να προσφέρει καμιά συναίνεση. Ξεκαθάρισε ότι το ΚΚΕ, χωρίς να παραγνωρίζει τα υπαρκτά σκάνδαλα, επικεντρώνει στα πραγματικά προβλήματα του λαού. Παράλληλα, κατέθεσε σειρά προτάσεων και μέτρων που χτυπάνε στην καρδία της την καπιταλιστική κερδοφορία και ξεσκεπάζουν -στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό- την πολιτική της διαπλοκής του κράτους με τις επιχειρήσεις σαν το βασικό θερμοκήπιο όπου εκκολάπτεται η διαφθορά.
Ανάμεσα σε άλλα, το ΚΚΕ ζήτησε να αλλάξει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, να καταργηθεί το φορολογικό απόρρητο παντού, να φορολογείται το μεγάλο κεφάλαιο με 45%. Η Αλέκα Παπαρήγα στάθηκε σε μεγάλα και υπαρκτά σκάνδαλα σε βάρος του λαού, όπως τα χρέη τραπεζών και κυβερνήσεων στα ασφαλιστικά Ταμεία, η διασπάθιση των αποθεματικών των Ταμείων στο Χρηματιστήριο, οι οφειλές του κράτους προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση, η βουλευτική σύνταξη κ.ά.
Τέλος, με αφορμή τη συζήτηση για τα οικονομικά των κομμάτων, η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ ξεκαθάρισε για μια ακόμη φορά πως το Κόμμα δεν πρόκειται να δώσει σε κανέναν τα ονόματα των χιλιάδων μελών, φίλων και οπαδών από τα λαϊκά στρώματα που το ενισχύουν από το υστέρημά τους, ενώ σε ό,τι αφορά το νέο εκλογικό νόμο ξανάβαλε τη θέση του ΚΚΕ για απλή αναλογική και λίστα. Τις θέσεις που το ΚΚΕ παρουσίασε στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, αλλά και τη στάση του Κόμματος απέναντι στις απόψεις που διατυπώθηκαν, παρουσίασε η Αλέκα Παπαρήγα σε συζήτηση που είχε με τους δημοσιογράφους στα γραφεία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κόμματος στη Βουλή, αμέσως μετά τη σύσκεψη. Την εισηγητική ομιλία της ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και τις ερωταπαντήσεις με τους δημοσιογράφους καταγράφει ο σημερινός «Ρ».

Ένα μικρό παράδειγμα στην πρώτη παράγραφο των υποσημειώσεων μου αποτελούν οι νόμοι του σημερινού συστήματος, που στην Πάτρα προ έτους πρωτοδίκως κρίθηκε σκάνδαλο κατά όλων των ασφαλιστικών ταμείων με 13ετη φυλάκιση των υπευθύνων, αλλά με αναστολή! Αν όλο το σύστημα δεν όζει, τότε πράγματι βρωμάμε όλοι μας!

Επίσης για να αποδώσω τα του καίσαρος τω καίσαρι, αναρωτιέμαι τι φοβάται το Κ.Κ.Ε; Αν είναι και δώσει τα ονόματα των δωρητών του, δεν νομίζω ότι θα μπουν φυλακή, γιατί αν πράγματι μπουν και είναι τίμιοι, τότε θα 'χει μπεί πριν απ' αυτούς και πάλι όλος ο λαός πίσω απ' τα κάγκελα. Κι εδώ η αδιαφάνεια κι ο εξ' αυτής διασυρμός δεν ωφελεί κανένα.

άγγελος κότσαρης

Thursday, November 26, 2009

Μία απ' τις ωραίες ταινίες του φετινού χειμώνα!

Micmacs à tire-larigot
Ή ΜΙΚΡΟΑΠΑΤΕΩΝΕΣ ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ

Μετά από τη συνέντευξη στην εφημερίδα Έθνος της κυρίας Ιωάννα Παπαγεωργίου με τον ίδιο τον δημιουργό ˙ αν στα Ελληνικά ο τίτλος της ταινίας του Micmacs à tire-larigot (όπως είναι και ο πραγματικός τίτλος της ταινίας του), κατά τη δήλωση του δημιουργού της σημαίνει «μανούβρες με πάρα πολύ δράση»˙ σε δική μου ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «Μεγάλος Κομπιναδόρος», και μάλιστα σ’ αυτά τα ελληνικά ακριβώς που τα λέει μια ελληνίδα μάνα στο άτακτο παιδί της, κουνώντας συνάμα χαρακτηριστικά το δάκτυλο της. «Είσαι μεγάλος, μεγάλος Κομπιναδόρος εσύ!» Έτσι για μένα στη ταινία, ο «τίτλος» υπερέβη την αφηγηματική πλοκή του σεναρίου, και μέσα σε ρομαντική ατμόσφαιρα, μέσω ενός κανονιού, εκτοξεύτηκε ψηλά για να συναντήσει και να αφομοιωθεί στο σύνολο της, σε ένα μοριακό σύνολο αδιάσπαστο, με το οραματικό άτομο, με το γητευτη της εικόνας, το γητευτή της ανθρώπινης ψυχής, μεταφορικά τον μεγάλο Κομπιναδόρο της Σκηνοθεσίας τον Ζαν Πιέρ Ζενέ.
Βαθιά τρυφερός, παραμυθένιος σχεδόν αλλά κι εκεί που πρέπει πάντα με ανθρώπινη ματιά, έστω και με εικόνα τηλεόρασης, ξεπερνά τη μιζέρια μας προσθέτοντας εικόνες, εικόνες δικές του με δράμα αλλά και γέλιο μαζί. Σκουντάει την καρδιά μας μαγικά κι ανεπαίσθητα, σκουντάει τη φαντασία μας, δεν ευτελίζει τίποτα ακόμη και τα σκουπίδια μας τα κάνει να μοιάζουν ονειρικά. Σαν άτακτο παιδί τα κάνει όλα να μοιάζουν εκτός αλλά και μέσα στη πραγματικότητα˙ κι αν φλυαρεί ελάχιστες στιγμές, πάλι σαν άτακτο παιδί με την αγνότητα του μας υπενθυμίζει ότι κι η αγνότητα δεν είναι αλάθητη κι έχει κι αυτή το δικαίωμα να υπερβάλει!
Στον δοκιμασμένο διαχρονικά Πολιτισμό της Ευρώπης, αν και ο δρόμος του Κινηματογράφου δεν φαίνεται ότι τελικά δεν φτούρησε, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, στο μινιμαλισμό στην αφήγηση, εν τούτοις στο εικαστικό αποτέλεσμα, στην καλλιέργεια της κατανόησης, σκηνοθέτες σαν τον Ζαν Πιέρ Ζενέ, με το δικό τους προσωπικό στυλ, ξέρουν εμβόλιμα να μας ενθουσιάζουν και να μας διαπαιδαγωγούν˙ και κυρίως να μας κάνουν συμβολικά οπαδούς μιάς διαρκούς αναζήτησης στο χθες στο σήμερα και στο αύριο των πραγματικών αξιών και πεπρωμένων των γηραιού πολιτισμού μας.
Μετά την «Αμελί» είχα την γνώμη ότι, τόσο περιεκτικά σ’ αυτή σημαδεμένος ο Ζενέ, θα ‘ταν δύσκολο να πάει παραπέρα. Κι όμως βλέποντας την καινούργια του ταινία, είδα ότι πάντα θα έχει κάτι να μας πεί, πέρα από την πονηριά του και την ευρηματικότητα κάτι καινούργιο θα βρίσκει για να μας γοητεύσει.
Η αφηγηματική ιστορία εύκολη στην κατανόηση και το ηθικό δίδαγμα απ’ όλους κατανοητό, αν κι όχι εμπεδωμένο στη συνείδηση μας. Όμως η μαγεία της κινηματογραφικής γλώσσας, είναι ο δρόμος της συνειρμικής μας αντίδρασης και πάλης για τον εφιάλτη του πολέμου και των εμπόρων όπλων…ναρκωτικών και πάει λέγοντας !
Η φωτογραφία αλλά και πολλά από τα πλάνα καταπληκτικά μέχρι παραμυθένια!
Οι ηθοποιοί δοκιμασμένοι ξανά, και μη, από τον ίδιο σκηνοθέτη: ο Dany Βoon στο ρόλο του ρομαντικού αλλά και πανέξυπνου Bazil, και η Julie Ferrier στο ρόλο της La mome caoutchouc, άξιοι ερμηνευτές και οι δύο της ζωντάνιας των ιδιόρρυθμων χαρακτήρων του σεναρίου˙ η παλιά αλλά πάντα έξοχη ερμηνεύτρια του Ζενέ Yolande Moreau στο ρόλο της Tambouille, o Andre Dussolier και ο Nicolas Marie άξιοι ερμηνευτές του κακού, o υπέροχος Jean Pierre Marielle, ο Omar Sy , η Dominique Piniom αλλά και ο Urbain Cancelier, όλοι μα όλοι συμβάλουν στην δύσκολή ερμηνευτική σημασία των ρόλων τους.
Τελικά μια ταινία, περίπου αντισυμβατική, που όμως δεν της λείπει ο προβληματισμός, η νοσταλγία, η μαγεία αλλά και το καλό και έξυπνο χιούμορ!
Σας τη συνιστώ χωρίς επιφυλάξεις!

Άγγελος Κότσαρης

27.11.09

Wednesday, November 25, 2009

Irene Papa!

Ειρήνη Παπά στο Ζορμπά
Δεν ξέρω γιατί αλλά εντελώς αυθόρμητα σήμερα μου 'ρθε στο μυαλό το αισθαντικά τόσο πολύπλευρο και υπέροχο ταμπεραμέντο της μεγάλης Εθνικής μας ντίβας Ειρήνης Παπά. Να 'σαι καλά για πάντα!

Monday, October 26, 2009

Το Σαλώτο. Τρίτο βιβλίο (υπό συγγραφή) Άγγελου Κότσαρη

Rembrandt Harmenszoon van Rijn
Η επιστροφή του Ασώτου

ΤΟ ΣΑΛΩΤΟ

Μέρος Πρώτο
Ντόπιοι και Ξένοι
Ανάπτυξη της πρώτης σκηνής
Δεκέμβριος του 1998 στην πλατεία Κουμουνδούρου

Κατά τα μέσα Δεκεμβρίου του 98 περίπου χίλιοι ξένοι, ρακένδυτοι και πεινασμένοι, κυρίως Κούρδοι οι πιο πολλοί μ’ ελάχιστους ανάμεσά τους Αλβανούς, έξω στο ύπαιθρο και μέσα στα ανύπαρκτα ελέη του θεού τελείως εγκαταλειμμένοι, άστεγοι διαρκώς πάρα πολύ καιρό, συνέχιζαν να ζούνε σαν τα αδέσποτα σκυλιά, επάνω στην πλατεία Κουμουνδούρου.
Τούτοι πριν πέντε μήνες τελείως ξαφνικά, λες κι απ’ το πουθενά, σαν βατραχάκια που τα’ χε φέρει από το άγνωστο η βροχή, είχανε φθάσει εδώ την περασμένη άνοιξη κι είχανε πρόχειρα στους άδειους χώρους της κατασκηνώσει.
Πέρα απ’ τις άλλες δυστυχίες, ξεριζωμός, ορφάνια, ταλαιπωρία, πείνα, ατέλειωτες ήταν εκεί οι μίζερες οι ώρες τους, άπραγοι όπως έμεναν επάνω στη πλατεία απ’ το πρωί ως το βράδυ.
Δουλειά δεν είχανε έτσι κι αλλιώς. Και βέβαια που να πήγαιναν, έστω και για σεργιάνι, άγνωστη κι ακατάδεκτη κι έτσι χαώδης που ‘τανε, γι’ αυτούς τους νέους κι άβγαλτους, ετούτη η ξένη πόλη. Ακόμη κι αν ξεφεύγανε κάποια στιγμή περίεργοι λίγο πιο έξω απ’ τη πλατεία, στους παραδίπλα δρόμους, ειδοποιημένοι από έντρομους συμπατριώτες τους, που ήδη την πατήσανε σαν είχαν δοκιμάσει κάτι ανάλογο να κάνουν, είχαν τη βεβαιότητα πως μια και δεν διέθεταν τις περιβόητες εκείνο τον καιρό ονειρεμένες άδειες προσωρινής διαμονής, στα σίγουρα θα κλείνονταν κατά δεκάδες στριμωγμένοι μέσα στους αποπνικτικούς τους τοίχους κάποιας ανήλιαγης, θεοσκότεινης και μουχλιασμένης φυλακής.
Εντεταλμένοι φύλακες της δημοσίας τάξης, με ζήλο απεριόριστο στο κρατικό συμφέρον, τόσο, -όσο για τίποτ’ άλλο στη τετριμμένη τους έτσι κι αλλιώς, το συνηθέστερο, ρουτίνα- νυχθημερόν και επί μονίμου βάσεως, γύρω και δίπλα απ’ την πλατεία, προφύλασσαν την κοινωνία των Αθηναίων Γκάγκαρων, απ’ τους βρομιάρηδες αυτούς, πάνοπλοι σαν τους αστακούς νταβραντισμένοι ΜΑΤατζίδες.
Σε τελική ανάλυση και για τους πιο επάνω λόγους ή και για άλλους άγνωστους, όπως της εθνικής ασφάλειας, των τουρκικών και των αμερικάνικων σκοπιμοτήτων, οι Κούρδοι τότε στην Ελλάδα ήτανε λεύτεροι κατά τα άλλα, βεβαίως όμως μόνο και μάλιστα αυστηρά μέσα στο υπαίθριο αυτό το κολαστήριο της πλατείας.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, απ’ το πρωί ως το βράδυ και μες σε στριμωγμένους, απ’ το αδιαχώρητο του πλήθούς τους, σχηματισμούς τους έβλεπες συχνά συμμαζωμένους σε μικρές ομάδες ακατανόητα συνέχεια να χειρονομούν και μετρημένα κι άδειοι από συναίσθημα διαρκώς να προσπαθούν ουδέτερα κι αόριστα εντελώς να συνδιαλεχτούν, μιλώντας μεταξύ τους με γλώσσα ήρεμη κι άψυχα υποτονική.
Αν και πραγματικά ποτέ στο βάθος η κουβέντα τους δεν έδειχνε να έχει στοιχεία πάθους ή παραφοράς μιλάγανε συνέχεια ανασκαλεύοντας διαρκώς γύρευε ποιους καημούς τους, ή ποια κρυφά τους όνειρα, όνειρα ταπεινά που η ξενιτιά, ίδιο σκουλήκι εδώ, είχε αρχίσει λίγο το λίγο τώρα σα ξύλο να τα ροκανίζει.
Ανάμεσα απ’ τους πρώτους υπήρχαν κι άλλοι βέβαια, λιγότεροι όμως τούτοι, οι οποίοι μάλιστα, απόμακρα απ’ τους πολλούς, έκοβαν βόλτες μοναχοί τους επάνω – κάτω, διαρκώς στα περιθώρια της πλατείας. Αυτοί οι τελευταίοι, τελείως απομονωμένοι κι αμίλητοι συνέχεια, ξεχώριζαν από μακριά κι από τους περισσότερους, τους άλλους τους συμπατριώτες, σε τρεις ομάδες τύπων.
Οι πρώτοι δείχνανε ψυχροί κι αδιάφοροι στο περιβάλλον, κυρίως στη μιζέρια του τόπου, των ανθρώπων, του θολωμένου οράματος τους για μια καλύτερη, μακριά από το τόπο τους, ζωή. Κι ήτανε το ανάστημα όλων αυτών σα του βαρβάτου του άλογου, περήφανα στητό. Πιο ζωντανοί απ’ όλους, μονάχα αυτοί σου ‘διναν την εντύπωση ότι με σιγουριά προσβλέπανε πολύ μακριά συνέχεια. Αν και το βλέμμα τους ήτανε άδειο απ’ την πείνα εντελώς, εν τούτοις ξύπνιο καθαρά και πλούσιο σου φάνταζε μες στη ψυχή το παραπέρα όραμά τους. Κι όλο και πιο μακρύτερα τους πήγαινε, στα μάτια σου, το θάρρος τους συνέχεια, απ’ όσα η κατάντια προσωρινά τους έκλεινε μες σ’ ένα εμποδισμένο πρόσκαιρα ορίζοντα να δούνε. Μάλλον αποτελούσανε αυτοί τους πιο νεότερους και ως απ’ αυτό στα σίγουρα τους πιο ονειροπαρμένους, άρα, μα και γι’ αυτό τους πλέον τολμηρούς˙ ή και στο κάτω, κάτω της γραφής κάποιουςέστω και λίγο τυχερούς, που μοναχά γι' αυτούς ξενητεμένοι συγγενείς τους σε κάποιο μέρος της Ευρώπης μαζεύοντας το υστέρημα τους, θα φρόντιζαν κάποια στιγμή να τους διευκολύνουν στη ξέφρενη πορεία τους προς τους παράδεισους της Δύσης!
Μέσα στον κόσμο τους χωμένοι οι δεύτεροι παράξενα κινούμενοι συνέχεια το ίδιο επάνω – κάτω στην πλατεία, κρατούσαν με ευλάβεια μες στη παλάμη τους χωμένα μικρά, στα αραβικά γραμμένα φθαρμένα κείμενα, που ήτανε μάλλον ιερά, κι αποστηθίζανε διαρκώς στοίχους απ’ το κοράνιο.
Αλλιώτικοι στα σίγουρα ετούτοι από τους άλλους, έδειχναν λες κι ήταν ξεκομμένοι από το πλήθος εντελώς. Σαν τα φτερά στον άνεμο έδειχναν να πετούσαν άσπιλοι και ανέγκιχτοι μακριά από το γήινο κόσμο, και σαν από εγκαρτέρηση παράλογα ανθεκτική, αφοσιωμένοι εντελώς σε νεύματα αόρατα, έμοιαζαν να αναζητούνμ' επιμονή μεγάλη πίσω από σύννεφα βαριά ίχνη ελάχιστου φωτός σ’ ένα περίκλειστο και πετρωμένο εμπρός τους απόμακρο ουρανό.
Οι τρίτοι, οι τελευταίοι, τελειωμένοι σίγουρα, δεν έμεναν αμίλητοι, αφοσιωμένοι εντελώς στα τρίσβαθα του χάους της ψυχής τους, δεν διάβαζαν με προσοχή σούρες απ’ το κοράνιο, και δεν προσεύχονταν γονατιστοί σ’ ένα θεόκουφο Θεό. Τελείως απομονωμένοι, όρθιοι αν και λυγισμένοι ολότελα, σέρνονταν πάνω κάτω και φανερά εντελώς παραμιλούσανε συνέχεια, χειρονομώντας σύγχρονα τελείως παλαβά. Υπάρξεις έτσι έδειχναν διαγραμμένες καθαρά απ’ τα κιτάπια της ζωής. Χρεοκοπημένες εντελώς ανθρώπινες υπάρξεις. Κι αν κάτι τούτοι δήλωναν ξεκάθαρα παντού, σ’ όλο το φάσμα του ορατού και σ’ όλες τις αισθήσεις, ήταν το απλούστερο και το αυτονόητο αυτό, το ότι δηλαδή η απελπισία τους βαθιά κι ανυποχώρητη τελείως είχε εξαντλήσει ολότελα και πλέον και οριστικά στον τόπο εδώ του μαρτυρίου τα όρια της ζωής τους.
Έτσι περίπου, πάνω, κάτω, γι’ όλους αυτούς που επέζησαν, κι εκ των υστέρων βέβαια, ίδια ακριβώς αργά, αργά πέρασε η άνοιξη νωθρή κι ακόμη πιο χειρότερα, σταματημένο εντελώς, τελείως βραδυκίνητο μέσα στη μπόχα και μες σε καύσωνα πρωτοφανή πέρασε και το καλοκαίρι. Μα κι έπειτα το ίδιο ετούτοι κολλημένοι εκεί, χωρίς τα βάσανά γι’ αυτούς τελειωμό να δείχνουν, έφθασαν τα χειρότερα με τον χειμώνα που ‘χε ενσκήψει.
Η βαρυχειμωνιά του 98 ήταν απ’ τις χειρότερες τα τελευταία χρόνια. Πρώτη φορά στα χρονικά της πόλης της Αθήνας, δυο συνεχή μερόβραδα, εκείνο το Δεκέμβρη, το χιόνι, αδιάκοπο στο κέντρο της Αθήνας, δεν έλεγε να σταματήσει.
Παρατημένοι εντελώς από την ξένη κοινωνία μέσα στο καταχείμωνο στο έλεος της μοίρας τους, σφίγγοντας δόντια και καρδιά κι μ’ αδρανή ωσάν νεκρά μες στα ισχνά κορμιά τους τα αδειανά στομάχια τους, συνέχιζαν ίδια απαθείς να παραμένουν, τελείως απομονωμένοι, σε συνεχή εξαθλίωσή επάνω στη Πλατεία.
Παράξενα εντελώς κι αυτές τις τελευταίες μέρες, μες στην απελπισία τους, το ίδιο άπραγοι και τώρα, κι ενώ ο καιρός αγρίευε διαρκώς και περισσότερο, χωρίς να προκαλούν κανένα, ευγενικοί, δίχως να ζητιανεύουν, κι ίσως και το χειρότερο, μη έχοντας αλλού κάπου καλύτερα να πάνε, επέμεναν να μένουνε στον ίδιο τούτο τον υπαίθριο χώρο, εκτεθειμένοι άσχημα στον επικίνδυνο καιρό επάνω στη στρωμένη, τώρα για τα καλά, με παγωμένο χιόνι Πλατεία Κουμουνδούρου.
Όμως, χειρότερα από τις άλλες, τις δύο τελευταίες μέρες, καθώς αγριεμένος ο καιρός έφθασε στ’ απροχώρητο, σαν κοίταζες ολόγυρα με θλίψη το τοπίο, πέρα απ’ το χιόνι το πυκνό και μία ύπουλη σιωπή, που κούρνιαζε απειλητική σ’ ολόκληρο το τόπο, το μόνο που σε ξάφνιαζε, ήταν που λες στα ξαφνικά τώρα αφιλόξενη εντελώς, πλέον νεκρή τελείως εκείνη η πλατεία έδειχνε επιφανειακά σε πρώτη θέασή της περσότερο απόκοσμη, πανέρημη και εγκαταλειμμένη απ’ όλους τούτους τους ανθρώπους.
Έμοιαζε λες και ξαφνικά κάποια στιγμή απότομα να ‘χε η γη ανοίξει και τους κατάπιε αύτανδρους τούτους τους άμοιρους ανθρώπους, μια και σπανίως τώρα πια, αριά και που τους έβλεπες στο ύπαιθρο να εκτίθενται και να κυκλοφορούν. Σαν τα ποντίκια τρυπωμένοι μέσα σε μία φάκα, έμεναν όλη μέρα, με το μισό τους το κορμί όχι καλά προφυλαμένο, μέσα σε μουσκεμένες απ’ το χιονόβροχο σκηνές -ενός ατόμου τσίμα, τσίμα,- από χαρτόκουτα φτιαγμένες που κάθε μέρα μάζευαν από τα γύρω μαγαζιά.
Τώρα συνέχεια η πλατεία, έρημος τόπος έμοιαζε μέσα στο χιόνι σκεπασμένη. Και μόνη ένδειξη ζωής έδιναν κράζοντας διαρκώς κάμποσες μαύρες κάργιες, οι οποίες φοβισμένες θέλοντας να προφυλαχτούν απ’ τη κακοκαιρία, πετάγανε ανήσυχες, και βιαστικές και πάλι μες σε λίγο έντρομες απ' τη παγωνιά ξαναγυρίζαν να φωλιάσουν μέσα στις γύρω απ' την πλατεία στέγες.
Σαν ένα ξεχασμένο απόμακρο, ακριτικό χωριό μας, που ο καιρός το στοίχειωσε κι οι δύσκολες οι μέρες, και που το ερήμωσε στα ξαφνικά σα σάβανο το χιόνι, θα ‘μοιαζε τώρα ο μαχαλάς των ξένων, αν μέσα στη σιωπή και την ακινησία, που άπλωνε άγρια και θυμωμένη η παγωνιά, στα πάντα εκεί τριγύρω, δεν ακουγότανε συχνά, κι αυτό όλη τη μέρα συνεχώς, μοναχική, κρυστάλλινη, παραπονιάρικη η φωνή κάποιου νεαρού ανατολίτη. Ενός αοιδού εξαίσιου της πίκρας και της μοναξιάς, που τραγουδώντας ένωνε με το τραγούδι του αυτό νταλκάδες ταπεινούς κι όνειρα αχρωμάτιστα, μνήμες κι ελπίδες και παλιές, πίσω στο τόπο τους, παρατημένες μεν αλλά αξέχαστες αγάπες.
« Γιαμπίμπι.. Γιαμπίμπι ..Γιαχαμπίμπι..»
Ναι τόπος θα ’μοιαζε θανάτου στα σίγουρα τούτες τις μέρες η πλατεία, αν το τραγούδι ενός νεαρού συχνά πυκνά κι ακούραστα, μες απ’ τα μουδιασμένα τα βάθια της ψυχής του, σαν προσευχή παρήγορο και σαν καημός αγιάτρευτος, δεν έβγαινε καυτό, τον παγωμένο εκείνο τόπο, κρανίου τόπο αληθινό, σαν ήλιος να ζεστάνει.
Έτσι ακριβώς, με όλα αυτά, σε τόπο που μας πλήγωνε είχε ξανά μετατραπεί, όπως κι άλλες φορές στο παρελθόν από ανάλογες Ελλήνων περιθωριακών δραματικές σκηνές, κείνες τις μέρες η Πλατεία. Κι άνετα βολεμένοι, δυο μέτρα παρακάτω, μες στα ζεστά μας σπίτια, οι ντόπιοι εμείς οι Ελληναράδες, σαν αδειανές ψυχές, χλιαρά θα απολαμβάναμε τον πόνο και το πρόβλημα ετούτων των ανθρώπων, αν μέσα από ένα ονειρικό, νοσταλγικό, ερωτικά εξαίσιο τραγούδι κείνος ο γενναιόδωρος ο νεαρός, καλή του ώρα όπου και να ‘ναι, ίδιος σαν μαγικό απ’ το παράδεισο πουλί πάνω στις πλάτες του δεμένους δεν μας ταξίδευε ψηλά, αργά, αργά κι ανάλαφρα μακάριους μακριά σε άλλους τόπους να μας πάει.
Σε τόπους μακρινούς πιο αγνότερους, απ’ όσους ζούσαμε ως τώρα, μας τράβαγε σιγά, σιγά μ’ εκείνο το τραγούδι του, και τρυφερά μας πήγαινε σαν μέσα σ’ αγκαλιά Έλληνα πλάνου εραστή, μέχρις εκεί που το αχανές το άπειρο με γλύκα έσβηνε απαλά κι έκλεινε λίγο, λίγο σε ύπνο ειρηνικό τα μέσα σε παντοτινή νύστα, ανώφελα αλυτρωτική, ψευτομακαριότητας ένοχα βλέφαρά μας.
Εκεί, απάνω στην Πλατεία, πόση η σοφία στη καρδιά και πόση η αντοχή μέσα στο δόλιο το μυαλό του κάθε έρμου Ανατολίτη, του κάθε πρόσφυγα, εντός κι εκτός τειχών, από το ίδιο του το τόπο!
Εδώ, δυο βήματα τριγύρω, τόσο κοντά απ’ τον Παρθενώνα και μέσα σε πολίτευμα δημοκρατίας μόνο λόγων, η αθλιότητα της σιγουριάς το ίδιο παραμένει, ίδια, ψυχρή και αδιάφορη κι ανάλλαγη εντελώς χιλιάδες χρόνια τώρα. Το "πέρα βρέχει ο Θεός", στο τόπο αυτό, που λέγεται και εννοείται πρακτικά τόσους παλιούς αιώνες πάντοτε στάσιμο εντελώς, το ίδιο παραμένει μέσα στο μεγαλείο του και μέσα στην ασχήμια του ένοχα περιτυλιγμένο στα ευτελή χρυσόκουτα της γενικής, όλων μας, της υποκρισίας.
Από το τόπο εδώ, την ίδια ώρα ακριβώς, στο κέντρο του πολιτισμού και της ανθρώπινης της Ιστορίας, οι μυρουδιές ακαθαρσίας κι ούρων ήταν διάχυτες παντού. Χλιαρές συνέχεια πετώντας μέσα στον κρύο αέρα, σιγά, σιγά πλησίαζαν, μέσα απ’ ατμούς γλαυκούς μ’ οσμή θειαφιού κι οξύτητα ανόθευτου βιτριολιού, μέχρι που ‘φθαναν στην Ομόνοια. Μέχρι που ’φθαναν ύπουλα μα όχι κι αδιόρατα και στων ανθρώπων την ομόνοια! Τώρα ακόμα κι η αθωότητα στο τόπο αυτό κατάνταγε μεγάλη αμαρτία!
Όχι πολύ μακριά απ’ την Πλατεία Κουμουνδούρου, λιγάκι παρακάτω, την ίδια εκείνη τη στιγμή χαριεντιζόμενη σαχλά, πανάρχαια μπεμπέκα στα γιορτινά της στολισμένη όλη η υπόλοιπη η πόλη. Σ’ όλο το κέντρο της και μέχρι ένα γύρω μεγάλο από το Σύνταγμα, σα πόρνη πολυτέλειας ήδη βαφότανε στην γερασμένη όψη της με έκπαγλες μπογιές, και με πανάκριβη νωχέλεια κι ώρες παρφουμαρίζονταν, μπροστά απ’ το καθρέφτη της, σπάταλα αλείφοντας το μαραμένο της κορμί μ’ αρώματα απληστίας, λίγδας και καυσαέριου και κάπου, κάπου ανάμεσα ποτίζοντας σκληρό το τσιτωμένο δέρμα της μ’ ευγενικές οσμές, από χλιαρές, συγκρατημένες, τσιριχτές κλανιές, που φουσκωμένες μπάκες και κώλοι τουρλωμένοι φίλων, αστών του δήμου της, ξεχειλωμένοι εντελώς έβγαζαν παιανίζοντας θριαμβικά σαν σάλπιγγες και κύμβαλα αλαλάζοντα μπροστά στην ομορφιά της.
Άψογη και λαμπρή, σαν καθαρίστρια οικιακή σε σπίτι μεγαλοαστικό, περήφανη σε απαστράπτον περιβάλλον, που πήρε άριστα σ’ όλα τα σεμινάρια και σ’ όλες τις πιο πρόσφατες τις εξετάσεις της Ε.Ο.Κ, και μες σ’ ατμόσφαιρα Ευρωπαϊκού θριάμβου, σε Show γριάς καμπαρετζούς τα ρέστα της βιαζότανε να δώσει τότε η πολιτεία. Από καιρό προετοιμαζόμενο έτσι καλά, μ’ όλα τα σφουγγαρόπανά του, περιχαρές κι αστραφτερό μέσα στα χάλια του και μέσα στις μπογιές του, το αμερικανοποιημένο City έτοιμο τώρα ήτανε, να υποδεχτεί λαμπρά, από πολύ νωρίς, περίπου σ’ ένα χρόνο, περίλαμπρο στην απονιά και στην αλόγιστη σπατάλη του μόχθου του ανθρώπινου, το προσεχές Ρωμαϊκό MILLENNIUM.
Πάνω στην ίδια τη πλατεία δυο άνθρωποι ανόμοιοι ανάμεσα απ’ τους Κούρδους κείνη την ίδια αχάριστη εποχή, ξημεροβράδιαζαν επίσης πάνω στα ίδια πάντοτε του πάρκου τα παγκάκια. Σ’ απόσταση αναπνοής από τους δόλιους ξένους κι από πολύ καιρό πιο πριν, ίδια κι αυτοί εκτεθειμένοι στο ύπαιθρο και στις συνθήκες του καθημερνά, δύο γερόντια Έλληνες μοιράζονταν τη τύχη τους, μα όχι και τα όνειρά τους` μια και ετούτοι πλέον από την κόλαση που ζούσαν διευκολύνσεις διαφυγής, μες στα κακά γεράματα, με σιγουριά το δείχνανε πως δεν μπορούσανε να έχουν.
Ο Αλέξης, γιος του Χαράλαμπου Ραζή και της ωραίας Αφροδίτης˙ κι έγγονος της Ελένης -κόρης του άρχοντα Ραζή,- φθάνοντας στα πενήντα πέντε του, κι αφού μία ολόκληρη ζωή είχε προηγούμενα αγωνιστεί, με τρόπο ανθρώπινο, κοινωνικά κάποια στιγμή κάπου κι αυτός ν’ ανέβει, το μόνο που κατάφερε ήταν απότομα κάποια στιγμή, ανώνυμος τελείως, άστεγος μόνιμα να καταντήσει υπαίθριος κάτοικος των παγκακιών του κέντρου της Αθήνας και οριζόντιος ρεμβαστής των πέντε αστέρων του ουρανού της.
Από εκεί και πέρα αδιάφορος τελείως, γι’ ότι κι αν του συνέβαινε, μες στη κατάντια του την τωρινή, δίχως και να τη διασκεδάζει, παράξενα εν τούτοις έδειχνε ολοφάνερα πως η κατάσταση αυτή δεν τον πονούσε ιδιαιτέρως. Δίχως να έχει πορωθεί είχε λυγίσει πλήρως. Αυτό το τελευταίο με ευκολία έφθανε να το παραδεχτεί, όταν λίγες φορές η σκέψη του, τώρα πανέρημη εντελώς, γυρνούσε κάπου, κάπου μοναδικά προσηλωμένη στο μακρινό του παρελθόν κι ανασκοπούσε βάναυσα με συγκατάβαση ειρωνική όλη τη περιπέτεια της προηγούμενης ζωής του.
Εδώ που είχε φθάσει σιγά, σιγά είχε αμετάκλητα προλάβει ν’ απορρίψει, γι’ όσο του έμενε υπόλοιπο να ζει, όνειρα ανθρώπων ταπεινά και ελπίδες ανερμάτιστες, που ουδέποτε φτουράνε. Εξάλλου αυτό το τελευταίο έτσι ακριβώς, τουλάχιστον σ’ αυτόν, αδιαμφισβήτητα και πάνω στο πετσί του, από τα πράγματα κι έτσι που εξελίχτηκαν, είχε ολότελα αποδειχτεί.
Εν τέλει οριστικά κι έτσι καλά συμβιβασμένος στη κατρακύλα πλέον μέσα από γρήγορη προσαρμογή δέχτηκε την κατάσταση κι έκατσε τώρα ήσυχος και από εκεί και πέρα, ξεθυμασμένος πια, σα κλώσα ετοιμόγεννη επάνω στα αυγά της, επάνω στο παγκάκι του.
Στο περιβάλλον της πλατείας έφθασε κι άραξε οριστικά το 1994. Πρωταρχικά μπορεί σ’ αυτή του την απόφαση ρόλο να είχε παίξει μία μεγάλη επιγραφή, που εύκολα διαβάζονταν ακόμη κι από μακριά, στο ξέφωτο απέναντι απ’ τη πλατεία ακριβώς, γραμμένη ανορθόγραφα πάνω σε ένα απ’ τους πολλούς τους μισογκρεμισμένους τοίχους, του άχρηστου -μισό αιώνα πριν- διατηρητέου Γυμνασίου. «ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ ΞΕΝΟΥΣ. ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΙ. ΕΔΩ ΖΟΥΝΕ ΜΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ!» Έγραφε μεγαλόστομα εκείνη η επιγραφή με μαύρα γράμματα χοντρά.
Ξένος στη γειτονιά μπορεί και να ’ταν ο Αλέξης, όμως εκείνο τον καιρό πάνω στον πρώτο του ενθουσιασμό νοιώθοντας λεύτερος πως είναι, πήρε την βίζα εύκολα από τον εαυτό του, και λεύτερα από τους λεύτερους της γειτονιάς των αναισθήτων εγκαταστάθηκε εκεί και μάλιστα μονίμως.
Περιεργείας άξιο στα σίγουρα θα είναι το πως σε κάποια του στιγμή φθάνει ένας άνθρωπος απλός, που αγωνίστηκε πολύ για ν’ αποκτήσει πνεύμα, κάποιες ανέσεις αστικές και μια οικογένεια αγαπημένη, να ’χει για στέγη του τον ουρανό, βρέξει χιονίσει, στο λιοπύρι;
Χιλιάδες λόγοι υπάρχουνε που, αναπάντεχα μπορεί μα όχι κι αναπόφευκτα, κάποτε να σε βγάλουν στο δρόμο απ’ έξω εντελώς απ’ των ανθρώπων το μαντρί. Κι άλλοι απ΄ αυτούς είναι πασίγνωστοί σε όλους˙ κι εύκολα εξηγούνται από καρδιά ή και μυαλό, ακόμη κι από ψυχιάτρους˙ μα είναι κι άλλοι, οι πιο πολλοί, που λίγοι τους καταλαβαίνουν.
Πάντως και ανεξάρτητα από ποικίλες εξηγήσεις σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, στο κατρακύλισμα αυτό, που φθάνουν τέτοιοι άσωτοι σαν του ευαγγελίου υιοί, συνήθως άφεση αμαρτιών απ’ το ανθρώπινο το δίκιο παίρνουν μοναχά εκείνοι, απ’ αυτούς, που δείχνουν μεταμέλεια. Τούτους οι άνθρωποι τους ονομάζουν υγιείς. Οι διάφοροι τσοπάνηδες, εντολοδόχοι του θεού, συνήθεις μεσολαβητές στα θεϊκά τα αλισβερίσια, απ’ τους σωρούς των πλανεμένων μονάχα εκείνους συγχωρούν που ικέτες επιστρέφουνε παρακαλώντας πως και πώς να τους δοθεί η άδεια να ξαναμπούνε στο μαντρί.
Επίγειος παράδεισος φαίνεται να ‘ναι η στρούγκα. Κυρίως η υποκρισία που μέσα της φτουράει η ανθρώπινη απαξία!
Μες στης υποκρισίας το χαβά όλα χωράνε στο μαντρί, ακόμη και το έγκλημα ανθρώπου κατά ανθρώπου, αρκεί το σύστημα να ευημερεί κι όλα να τα ‘χει ιδανικά κι αρκούντως βολεμένα. Όλα χωράνε στο μαντρί ακόμη κι οι καταχραστές κι οι βιαστές ακόμη, φύσης, ψυχών και σώματος, αρκεί στα φανερά όλα να μοιάζουν άγια, τι κι αν στο βάθος τους βρωμάνε! Τα πάντα εδώ επαφίενται στον ποιμενάρχη του καλού που είναι ο άτεγκός, μόνο για τους αδύνατους, των δυνατών ο νόμος. Αυτός ο νόμος πάντοτε που αδίστακτοι συνέχεια γράφουν του κόσμου οι ισχυροί.
Πάντως ο δόλιος ο Αλέξης δεν ξέκοψε απ’ το μαντρί ούτε γιατί ήταν δολοφόνος ούτε γιατί ήτανε καταχραστής. Αντίθετα κι εν σχέσει προς τα άλλα της στάνης του τα πρόβατα έντιμος πάντοτε υπήρξε, αν κι αγαθός στη πίστη του, αν το καλοσκεφτείς, ότι αλλάζουν οι ανθρώποι. Έτσι όμως που ήταν πραγματικά έξυπνος για τη φυγή του απ’ το μαντρί, όσο κι αν το ’ψαχνες καλά δεν είχε ανάγκη αυτός απ’ του τσοπάνου του τη δίκαια την κρίση. Αστεία ήταν και μικρά τα λάθη της ζωής του! Απλά κάποια στιγμή ξεχείλισε μέχρι τις τρίχες έξω από αηδία το μυαλό του, και από εκεί και πέρα έβγαλε το καπέλο του, πέταξε τη γραβάτα του και ξέκοψε μακριά απ’ το ποίμνιο των ανθρώπων αράζοντας για τα καλά επάνω στη πλατεία. Έτσι κι αλλιώς είχε προλάβει το κακό καλά να το γνωρίσει στα τόσα χρόνια που ‘χε ζήσει. Το πότε ο λύκος θα ‘φθανε από εκεί και πέρα ήταν το ελάχιστο γι’ αυτόν που είχε σημασία.
Για τους πολλούς έμοιαζε τώρα ο Αλέξης, σαν και να ήτανε καταραμένος, και μάλιστα εκ γενετής εδώ να καταντήσει!
Κάποιοι ενδιάμεσοι βεβαίως, είναι κι αυτό αληθινό, μάταια είχαν προσπαθήσει κάποιες ελάχιστες φορές να του αλλάξουνε μυαλά, μα εκείνος αμετάπειστος, έτσι που κύλησαν τα χρόνια, πλέον σοφότερος με τον καιρό, δύσκολα πια γινότανε έστω και λίγο να πιστέψει στα τετριμμένα αιώνια ανθρώπινα τερτίπια φιλανθρωπίας και αγάπης.
Αμετανόητος ο Αλέξης, ο Ραζής, πάνω στα βρώμικα παγκάκια του κέντρου της Αθήνας βίωνε πέντε χρόνια τους μακρινούς χειμώνες του, τις άνοιξες, και τα καυτά, τα ανυπόφορα τα καλοκαίρια, δίχως σεκλέτια και καημούς κι άσκοπες μεταμέλειες για τα μικρά τα λάθη του.
Ως είναι φυσικό τούτα τα πέντε χρόνια γνήσιας και πλέον συστηματικής και με πεποίθηση αλητείας, κάποια στιγμή αργότερα έφθασαν και περίσσεψαν στο τέλος και τον άδειασαν, από τα μέσα του, εντελώς ως προς αυτό που είχε υπάρξει πριν.
Από εκεί και πέρα έτσι διασχίζοντας σβησμένος και ψυχρός την φλογισμένη του την ερημιά, ελεύθερος από αιτίες μπερδεμένες και δισεπίλυτα αιτιατά, που οι νόμοι αγκυλωμένοι αιώνια με ηθική σαν λάστιχο, ουδέποτε τα λύνουν, έγινε και κατάλαβε το πιο απλό απ’ τα μυστικά της μοίρας του ανθρώπου, ήτοι αυτό, καθεαυτό το τελικό αδιέξοδο, το μόνο τελικά και αυταπόδεικτα αληθινό, την ίδια δηλαδή τ’ ανθρώπου την μικρότητα και την απύθμενη, στο τελικό το αποτέλεσμα της, τη ματαιότητά του επωνύμου εγώ. Μετά και απ’ αυτό συμμαζωμένος σαν κουβάρι δεν είχε άλλη επιλογή, πέρα από το άραγμά του, όταν το εύρισκε αδειανό, πάνω στο ίδιο πάντοτε το ξύλινο παγκάκι.
Ώρες πολλές κι ατέλειωτες πάνω σ’ αυτό, συχνά αναπαμένος, φιλοσοφώντας κάπου, κάπου συνειδητά κατάλαβε, πως τίποτα δεν χάνεται από το παρελθόν. Αντίθετα ξεδιάλυνε πως όλα τα ανάποδα και τα στραβά και τ’ άσχετα, τα πέρα κι απ’ τη βούλησή μας, τα όσα δηλαδή η κληρονομικότητα με πείσμα μουλαριού ποτέ της δεν τα λησμονά μηδέ τα συμψηφίζει, έρχεται πάντα η στιγμή που πόντο το πόντο τα μετρά σε κάθε νέα γενεά και τα φορτώνει απάνω της σαν παρακαταθήκη. Στα συμπεράσματα αυτά λιγάκι πριν εκτιναχθεί στον τόπο ετούτο εδώ, είχε ο Αλέξης βοηθηθεί, αν και με καθυστέρηση, κοντά στο τέλος της ζωής του από τις λεπτομέρειες που είχε μάθει τελικά απ’ όλα τα όσα αφορούσαν τριών γενιών Ραζέϊκων λάθη κι αμέτρητες βρωμιές. Μετά απ’ αυτά κι έτσι ακριβώς εδώ που τώρα είχε φθάσει, πίστεψε επί πλέον, πως απ’ τα λάθη των προηγούμενων δικών του γενεών, κι ιδιαιτέρως μάλιστα από των ίδιων του προγόνων την άκαμπτη αλαζονεία, αν κάτι θα τον διέσωζε ήταν μονάχα απ’ αυτόν τον ίδιο, η πληρωμή στο τίμημα να ‘ναι κι αυτός ένας Ραζής, με σμίκρυνση να φτάσει στο ελάχιστο, μέχρι ταπείνωσης και εξαφανισμού του επωνύμου εγώ του.
Έτσι λοιπόν σμικρύνοντάς διαρκώς τον έρημο του εαυτό, και ζώντας όπως ζούσε τώρα, -βάναυσα και εντελώς αντίσυμβατικά,- έφθασε να νομίζει, ότι ίσως κάποτε μπορούσε στο τέλος να εξαγνισθεί, να γίνει κάποτε και να γλιτώσει ολότελα από την αδιάκοπη, μες σ’ ένα αιώνα πριν, των επωνύμών του προγονών την αδηφάγα την κατάρα.
Βεβαίως κι ήξερε επί πλέον, το ότι, κανένα άνθρωπο, αν δεν το θέλει ο ίδιος, δεν τον γλιτώνουνε οι άλλοι. Έτσι το ίδιο πίστευε, ότι κανένας άνθρωπος δεν θα τον γλίτωνε κι αυτόν, αν πρώτα δεν τον γλίτωνε μόνον ο εαυτός του. Τότε και μόνο τότε του χρόνου τα μηνύματα θα ‘ταν ελεύθερα απ’ το παρελθόν κι αδέσμευτα απ’ τις ανάγκες του αύριο.
Όσο ελεύθεροι και να νομίζουνε πως είναι οι ανθρώποι, φοβούμενοι συνέχεια κι οι ίδιοι για την τύχη τους, την δυστυχία την μισούν όπου και να την συναντήσουν. Γι’ αυτό λοιπόν την προσπερνούν, κι εύκολα σαν και να ‘ναι η ξορκισμένη αόρατη, αν και δυο βήματα κοντά τους, σφαλίζοντας τα μάτια τους, αδιαφορούν και δεν την βλέπουν! Είναι κι ετούτος ένας τρόπος να μην αυτοκτονείς.
Μ’ αυτό τον τρόπο ακριβώς ανύπαρκτος ο Αλέξης, σαν και να ήτανε κι αυτός, γνωστός, μα ολότελα αγνοημένος απ’ όλους τους κατοίκους εκείνης της ελεύθερης κατά τα άλλα γειτονιάς, καθημερνά τον συναντούσες αδιαλείπτως στην πλατεία να κάνει τον αγώνα του μόνο και μόνο να επιζεί, τελείως βρώμικος, λιγδιάρης, κουρελής, συνέχεια πεινασμένος, πρόωρα γερασμένος, με πρόσωπο χλωμό, αυλακωμένο από βαθιές και ρυπαρές ρυτίδες.
Στη πάγια τούτη του λοιπόν την άσχημη κατάσταση κι έτσι διαρκώς ανάλλαγος όλες τις εποχές, και τούτη τη τυχαία μέρα -ένα Σαββάτο του Δεκέμβρη του 1998- ο Αλέξης ο Ραζής κάθονταν αδιάφορος και ανενόχλητος σχεδόν στις καιρικές συνθήκες, σ’ ένα απόμερο παγκάκι της χιονισμένης πρόσφατα πλατείας Κουμουνδούρου.
Όμως, όσο κι αν τώρα πια ο Αλέξης να ‘ταν συνηθισμένος σ’ απάνθρωπες κι ακραίες καιρικές συνθήκες, ιδιαιτέρως σήμερα το κρύο ήταν τσουχτερό. Ίδιο φαρμάκι μούδιαζε τις γέρικες αρθρώσεις του, που ’τανε μαζεμένες σε στάση λες αμυντική, σαν να φοβότανε μην σπάσουν, ολότελα αλύγιστες, στη παγωνιά εκτεθειμένες. Δειλά, δειλά για την αρχή και κάπου, κάπου στο καιρό, αλλά επί ματαίω εν τούτοις, με την ψυχρή ανάσα του χουχούλιαζε τα χέρια του. Είχε ξυπνήσει λίγο πριν απ’ τον υπαίθριο ύπνο του και νόμιζε ο ταλαίπωρος ότι με το χουχούλιασμα αυτό ίσως μπορούσε ανέξοδα να ζεσταθεί λιγάκι. Άδικος κόπος όμως. Γι’ αυτό κι αφ’ ότου γρήγορα τ’ άσκοπο της προσπάθειας το εννόησε για τα καλά, ξυπνώντας πια τελείως, έπαψε πια μ’ αυτό να ασχολείται κι έβγαλε απ’ το νου του ολότελα, όπως συχνά συνήθιζε να κάνει εδώ και πέντε χρόνια, το κάθε τι το άσχημο που ‘φθανε να τον ενοχλει˙ κι άρχισε αμέσως έπειτα ήρεμα να μονολογεί.
Πολλές φορές μονολογούσε, μα τώρα που τουρτούριζε έμοιαζε η φωνή του κυρίως μ’ αγκομαχητό.
«Ωχ.. Ωχ.. Σήμερα θα πεθάνουμε απ’ το πολύ το κρύο!.. Κι έπειτα τι να γίνει!.. Τι φταίει ο καιρός!» Είπε δυο τρις φορές περίπου απαθής, λες κι επαναπαυμένος μόνο απ’ τον ήχο της φωνής του κι όχι απ’ των ίδιων του λογιών το αγχώδες νόημα τους.
Μα ύστερα από λίγο και πάλι ηρεμούσε, μετά από τ’ αστεία αλματάκια που ‘κανε επί τόπου, κοιτώντας πάντα στα κλεφτά με φευγαλέο αίσθημα πικρής παρηγοριάς τις παρακάτω διάσπαρτες, σ’ όλο το κέντρο της πλατείας, όλο καπνό φωτιές.
Φωτιές που οι Κούρδοι είχανε ανάψει κυρίως με χαρτιά, και λίγες εύφλεκτες πολύ λεπτές σανίδες, από ξύλινα κιβώτια μεταφοράς, -ποιος οίδε ποιών παράξενων της κατανάλωσης άχρηστων αγαθών,- άδικα περιμένοντας, πέφτοντας πάνω τους σχεδόν, μπας και λιγάκι ζεσταθούνε˙ αν κι η προσπάθεια τους, άχρηστη στην ουσία της στο τέλος καταντούσε τελείως περιττή.
«
Που να με πάρει ο διάολος το κρύο το φοβάμαι! Πάντα φοβόμουνα το κρύο! Αλλά και τι μ’ αυτό! Πάντοτε έτσι ήμουνα κι όλα με φόβιζαν από παιδί. Από μικρός, θυμάμαι, φοβόμουν την ανέχεια, και την αντίδραση, γεμάτη ανησυχία, της μάνας μου σ’ αυτήν. Κι έπειτα σαν πήρα και μεγάλωσα πάντοτε ένοιωθα δειλός. Το μέλλον μου για προκοπή φοβόμουνα. Αργότερα, άμα και πρόκοψα λιγάκι κι αφού παντρεύτηκα μικρός, ολόιδια παιδευόμουνα συνέχεια τα βράδια σκεπτόμενος πολλές φορές το μέλλον της αγάπης μου για την γυναίκα μου, την Εριφύλη, που από παιδί είχα λατρέψει τόσο. Το μέλλον των παιδιών μου, στην σκέψη μου επίσης, ήτανε το μαρτύριο μου. Πάντα φοβόμουνα το κάθε τι. Το παρελθόν ολόκληρο μ’ είχε μπολιάσει με το φόβο˙ έτσι που ακόμα και το τώρα, όσο κι αν το προστάτευα, σαν επανάληψη μοιραία, ίδια με φόβου όχημα οδήγαγε στο αύριο το ίδιο φορτίο που ‘χε χθες . Άλλες φορές, σε νύχτες δίχως τελειωμό, πόσο το μέλλον γενικά τούτου του τόπου του άμοιρου δεν έρχονταν να με παιδέψει. Τόσα και τόσα τα κακά που από ανέκαθεν περνάει! Όλα με παίδευαν θυμάμαι. Κι άραγε γλίτωσα επιτέλους;
Τώρα, τουλάχιστον εδώ, νοιώθω λιγάκι παγωνιά, μα τίποτ’ άλλο πλέον. Συνήθισα, όπως μου μοιάζει. Έσβησε πια το παρελθόν! Νοιώθω πως είμαι αυτάρκης. Λεύτερος πια σχεδόν, απ’ όλα τα παλιά μου άγχη. Έπαψα να ‘χω εφιάλτες, ότι απέτυχα στις εξετάσεις.. Ότι τα άρθρα μου σχολαστικά, αδιάφορα διαβάζοντας τα, οι πολυάσχολοι κι οι φορτωμένοι αναγνώστες ίσως να τα ‘βρισκαν ανώφελα και πληκτικά.
Ακόμη τώρα σκέφτομαι ότι ακόμη κι η Εριφύλη.. την νύχτα εκείνη που έφυγα, ένα ερείπιο, απ’ το σπίτι.. γρήγορα τη ξεπέρασε και τράβηξε το δρόμο της ξανά με ευκολία. Και τα παιδιά μου πια, τώρα κοντεύουν να ‘ναι άνδρες. Γύρευε κι αν με σκέφτονται σταλιά!
Τίποτα πια δεν έμεινε από το παρελθόν˙ και από το τίποτα, τίποτα πια δεν με φοβίζει

Έτσι διαρκώς μονολογώντας, τέντωσε λίγο, λίγο το λυγισμένο του κορμί απλώνοντας τα χέρια του λες και φτερούγες να ‘τανε κι ήταν έτοιμος για να πετάξει. Έπειτα ξανακάθισε και πάλι τουρτουρίζοντας κι όμως μιλώντας συνεχώς αυτός κι ο εαυτός του.. Μπορώ και σκέφτομαι, χωρίς ετούτη τη στιγμή να χρειάζεται ξανά ν’ ανησυχώ για τίποτα. Το ίδιο επίσης το μπορώ και να μην σκέφτομαι καθόλου. Άμα το αποφασίσεις, όσο κι ατίθαση και κολπατζού, τσαχπίνα να ’ναι η μνήμη, ίδια ακριβώς κι αυτή, σα μια γυναίκα απατημένη, από τη κρίσιμη στιγμή που ’φτασες και ξεστόμισες κατάμουτρα εντελώς ότι την ξέγραψες οριστικά, κι ότι την παρατάς, γρήγορα φθάνει η ώρα της που από εκεί και πέρα για τα καλά, ίδια κι αυτή κι οριστικά σ’ έχει πατόκορφα, χεσμένο. Εύκολο το ν’ αδειάσεις. Άδειασα και ησύχασα. Τ’ άφησα όλα κι έφυγαν. Κι έτσι που τ’ άφησα και πήγαν τίποτα πια δεν με δεσμεύει˙ και νοιώθω τώρα αναπαμένος. Μονάχα απόφαση λοιπόν ήτανε το ν’ αδειάσω˙ και σαν την πήρα σίγουρα τέλειωσε πια για μένανε ο Γολγοθάς και σκέψεων μα κι όλων μου των ευθυνών. Ησύχασα για τα καλά, και αν μου λείπουν οι ανέσεις, έχει ο Θεός κι οι κάδοι των απορριμμάτων. Στα πεταμένα τα κουτιά όλο και κάτι βρίσκεις, μέχρι και απόσωσμα από βούτυρο κατσίκας, ν’ αλείψεις στο ψωμί σου. Άμα συμβεί και απ’ αυτό ξερό να βρεις κανα κομμάτι
Λιγάκι παραδίπλα του, εκείνη τη στιγμή, στα δεξιά του Αλέξη ένας παρόμοιος γέροντας, με όψη ήρεμη και αρκετά ευγενική, από ώρα ξύπνιος πριν, πετάει αποφασισμένος και ξεσκεπάζεται εντελώς τη βρώμικη κουβέρτα του, κι αργά, αργά, καβουριασμένος βέβαια και τούτος στην αρχή, ανασηκώνεται σε λίγο από το κρύο το παγκάκι. Δείχνοντας του Αλέξη τους κοιμισμένους ξένους, που ’ναι κατάχαμα πεσμένοι πάνω στις πλάκες της πλατείας σε τρίδιπλα χαρτόνια, από κουτιά τροφίμων, όρθιος πια ανασηκώθηκε κι αυτός και επί τόπου αδέξια ξεκίνησε να κάνει αστεία αλματάκια. Ίδιος με κλόουν ακριβώς, παίρνοντας εξεπίτηδες ύφος κατσουφιασμένο.
«Ούτε μια γόπα δεν αφήνουν. Είπε έτοιμος λες να κλάψει. Απ’ όπου να περάσουνε, σαν τις ακρίδες είναι. Σκέτη καταστροφή και πιο χειρότεροι από μας μου φαίνονται ετούτοι οι ξενόφερτοι! Άσε που είναι νέοι!.. Τούτοι, δερβίση μου, σα νταβραντίσουνε σε λίγο απ’ τ’ αποφάγια στα σκουπίδια, σίγουρα θα μας διώξουνε κι απ’ τα παγκάκια της πλατείας
«Έχω δυο γόπες φυλαγμένες, έλα να τις φουμάρουμε
«Έχω κι εγώ δυο ξεροκόμματα μες στη σακούλα.» Είπε ξαλαφρωμένος και πιο ευχάριστος πρώτη φορά ο γέρος. Ενώ ανοίγοντας αμέσως μια πλαστική σακούλα του ‘δωσε το ένα απ’ αυτά, αφού ο ίδιος φρόντισε μ’ αρπαχτικού λαχτάρα πρώτος να πάρει απ’ τον Αλέξη, την πιο μεγάλη γόπα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου σαν έμπειρος ταχυδακτυλουργός την έβαλε με πλήρη ικανοποίηση και μ’ έκδηλη πάνω στην όψη του ηδονή στα σουφρωμένα χείλη του, δίνοντας πλέον απαθής και μάλλον λίγο ειρωνικά συνέχεια στη κουβέντά του.
«Θα μας διώξουν! Ξανάπε τάχα απορημένος ο γέρος τώρα σκεφτικός. Και μ’ έκφραση παραδοχής, σαν και να το ‘χε μετανιώσει για ότι έλεγε πιο πριν, ξαναρωτήθηκε ο γέρος. Τάχατες, από πού;» «Μπας κι από εδώ επάνω!» Απόσωσε το λόγο του κουνώντας γύρω, γύρω κατ’ επανάληψη δυο φορές σ’ όλο το πλάτος της πλατείας αστεία χαχανίζοντας το παγωμένο του κεφάλι.
«Άντε ντε. Καλά το είπες μάγκα μου.!» Του ανταπάντησε ψωμογελώντας κι ο Αλέξης. Ενώ σκεφτόμενος για λίγο πιο σοβαρά μετά απόσωσε το λόγο του σαρκαστικά κι εμφαντικά ο ίδιος. «Ναι ακριβώς αυτό! Από το πουθενά
«Συγκάτοικε, ε, μη τα παραλές. Εμείς όλο και κάπου κάποτε έχουμε ν’ απαγκιάσουμε. Δεν χάθηκαν τα πάντα. Οι μπάτσοι μας ανέχονται κι ούτε να φτύσουν πάνω μας, από τη σιχασιά, δεν πλησιάζουνε κοντά μας. Όμως κοίτα κι αυτούς! Δημόσιο κίνδυνο τους θεωρούν! Ενώ δεν είναι τίποτ’ άλλο από σκιές ανθρώπων ξεθεωμένων απ’ την πείνα κι από την ερημιά! Στα σίγουρα, ετούτοι, έχουν λιγότερα απ’ εμάς. Ούτε πατρίδα έχουν, ούτε ταυτότητα δεν έχουν. Τουλάχιστον εσύ κι εγώ, όσο κι αν ξεχαστούμε κάποιος, απ’ τους πολλούς στο τόπο μας, μπορεί κάποια στιγμή έστω κι ελάχιστα, να μας προσέξει και να μας πει μια οποιαδήποτε κουβέντα, καλή, κακή στα σίγουρα. Το πιο συχνό, πολλές φορές μπορεί, να μας ρωτήσουν στη γλώσσα μας βεβαίως, κατά που πέφτει η Ομόνοια! Μα αυτούς έτσι κι αλλιώς αχρείαστους για οτιδήποτε τους αγνοούνε. Υπάρχουν δεν υπάρχουνε, είναι το ίδιο ανύπαρκτοι για όλους που τους βλέπουνε σαν και το κάκοσμο αέρα. Άντε περνώντας δίπλα τους αηδιασμένοι απ’ τη μπόχα φτύνοντας αδιάφορα να πουν, να ξεμπερδέψουνε.. Βρωμόκουρδοι!.. ή Βρωμαλβανοί!.. Κι έπειτα από λίγο τελείως τους ξεχάσανε. Είπε αγαθά μ’ ένα πικρό χαμόγελο κι έπειτα πάλι αλλάζοντας πιο σοβαρός γινόμενος συνέχισε να λέει. «Ετούτοι, σαν ξεκόψουνε απ’ τις ομάδες τους που ‘καναν, χαθήκανε ανώνυμοι και ξεγραμμένοι από παντού μέσα στο άγνωστο το πλήθος. Εμείς, ότι κι αν κάνουμε και όσες κι αν λέμε μαλακίες, είναι τουλάχιστον εδώ πάντα ο δικός μας.. τόπος. Δεν χάθηκαν τα πάντα
«Ο τόπος μας!» είπε ο Αλέξης σφίγγοντας το στόμα του πικρό κι έδειξε το παγκάκι. «Ποιος είναι ο τόπος σου, μου λες, άλλο από τούτο το παγκάκι
«Ά, όχι δα! Μην το τραβάς και τόσο μακριά. Υπάρχουν πράγματα που δεν ξεχνιούνται. Άμα το να ξεχνάς σε κάνει να θυμώνεις, τότε να ξέρεις τσίφτη μου, ότι δεν ξέφυγες ποτέ, απ’ το χειρότερο, το Φόβο! Ξενέρωτος μου φαίνεσαι! Φοβάσαι φίλε μου ακόμα. Ο άτιμος ο φόβος αργεί πολύ για να περάσει. Κι αν θα περάσει κάποτε!.. Αλλά να το θυμάσαι, με τον καιρό, αργότερα, θα ’ρθει και πάλι η ώρα, όπου καλύτερα θα ξαναδείς κι ίσως να καταλάβεις. Καλό ή κακό ότι κι αν κάνουν οι ανθρώποι, όλα τα θάβει ο καιρός και μόνο οι τόποι τους είναι αυτοί που απομένουν πάντα. Ότι κι αν λες γι’ αυτούς, αν και συνήθως μας πονάνε, ουδέποτε ξεχνιούνται!» Και πέφτοντας απότομα σε πιο βαθύτερη μες στο μυαλό του περισυλλογή, συνέχισε να λέει. «Κάποτε μάγκα μου, παλιά, σαν παλικάρι που ’μουνα στα δεκαεννιά μου χρόνια, άφησα το χωριό μου και πήγα και πολέμησα τους Γερμανούς επάνω αντάρτης στα βουνά. Στο πόλεμο και στον σεισμό νοιώθεις το πόσο μάταιος είσαι. Κι όμως όσα κι αν έτυχε να δουν τα μάτια μου και το μυαλό μου εκεί πάνω ελάχιστα με βοηθήσανε πραγματικά ν’ αλλάξω. Όταν αργότερα στον τόπο μας ξανάρθε η λευτεριά, γύρισα πίσω στο χωριό μου, παντρεύτηκα για λίγο, κι έφυγα πάλι μες στο χρόνο, μ’ έγκυο τη γυναίκα μου, να πάω μπροστάρης ο μαλάκας, εξόριστος στα ξερονήσια του Αιγαίου, απ΄ την αρχή ξανά να πολεμήσω για τα ιδανικά! Σαν γύρισα αργότερα, και μάλιστα στα δέκα χρόνια, βρήκα το σπίτι μου αδειανό, και το χειρότερο απ’ όλα δεν βρήκα στο κατώφλι του τον γιο μου να με περιμένει. Μέχρι κι αυτόν, η άχρηστη, τον είχε δώσει αμανάτι, από ενός χρονού παιδί, υιοθετημένο το φτωχό μακριά στην Νέα Υόρκη από ένα άκληρο ζευγάρι. Η ίδια ετούτη η χριστιανή, και μάλιστα από τότε, όπως εν τέλει έμαθα βολεύτηκε ισόβια εξασφαλίζοντας τα προς το ζην ως τα γεράματά της σ’ ένα επαρχιακό μπουρντέλο! Τι άλλο να φοβόμουνα από εκεί και πέρα! Όμως δόξα σοι να ‘χει ο Γιαραμπής κι ο αδελφός του ο χρόνος, τόσα και τόσα συνεχώς χειρότερα κακά κι από τα πιο χειρότερα ακόμη έχουν μες στα μανίκια τους και σαν τους θαυματοποιούς με όλα αυτά αυτοί ξέρουν καλά και να σε τυραννούν, μα το χειρότερο, μία ζωή κάνοντας σκάρτη την αλήθεια με της ελπίδας το όνειρο, σαν χαύνο να σε καθηλώνουν στη πιο δυσάρεστη συνήθεια της συνήθειας. «Το να ‘ναι αδύνατο σχεδόν, το να μην συμβιβάζεσαι, κι εύκολα να μην κατορθώνεις στου διάβολου την μάνα μια και καλή να ξεφορτώνεσαι το φόβο. Άυπνος χρόνια ολόκληρα και τρέμοντας τη θύμηση, σαν το ποντίκι την οχιά, γρήγορα το ‘ριξα στο αλκοόλ και να ‘μαι επιτέλους δίπλα σου ν’ απαγκιάζω. Τόσα πολλά, και τόσα λίγα πράγματι, πάντοτε θα υπάρχουνε σε κάθε τόπο εδώ. Κι έδειξε με το δάκτυλο μία το πάρκο ένα γύρω ενώ για μια στιγμή στο τέλος τ’ ακούμπησε, σαν να ’τανε μια κάνη ενός μικρού περίστροφου, στο κρόταφό του επάνω, στο πλάι απ’ τ’ άσπρο του κεφάλι. «Γι’ αυτό σου λέω σίγουρα πως τίποτα και δια παντός δεν χάνεται στο τόπο μας εδώ! Μονάχα αυτά τα παλικάρια, παρθένοι όπως ήτανε πάνω στα νιάτα τους σαν άγραφο χαρτί, οι τυχεροί ας πούμε, φεύγοντας απ’ το τόπο τους έριξαν μαύρη πέτρα και όλα τους τα παλιά τα ’γραψαν μια και έξω, και μάλλον για παντοτινά, στα τρύπια τα παπούτσια τους κι αν έχουν κι απ’ αυτά! Ποιος να το πει μπορεί, αν είναι ετούτο η τύχη τους, ή αντίθετα απ’ αυτό η πιο μεγάλη τους η δυστυχία! Πάντως ένα να ξέρεις, ετούτοι δεν φοβούνται!»
«
Κι εγώ που νόμιζα πως είχα πάψει να φοβάμαι!» Είπε ο Αλέξης σκύβοντας για λίγο το κεφάλι, σαν και να είχε ξαφνικά από τις σκέψεις του βαρύνει. Όμως αμέσως έπειτα και πάλι ξαλαφρώνοντας με ύφος πλέον σκωπτικό, μα μόνο στην αρχή, συνέχισε το λόγο του, σαν και ν’ απολογείται για ασήμαντη μια υπόθεση κάπου παλιά χαμένη. «Δύσκολος είσαι γέρο μου. Ξέρεις σημάδια μυστικά και που ακριβώς να τα τσιγκλάς! Αν είναι έτσι όπως τα λες, αν και δεν έχω πολεμήσει επάνω στα βουνά, από παιδί εν τούτοις, στον τόπο ετούτο εδώ, πολλές φορές παλιότερα το ίδιο πάλεψα κι εγώ. Άνθρωπος ήμουνα συνηθισμένος, και σαν τους άλλους τους πολλούς, ας πούμε ότι αγωνίστηκα μες στις μεγάλες πόλεις μέχρι να γίνω κάτι. Και μάλλον τα ’χα καταφέρει. Κι είχα γυναίκα που αγαπούσα από παιδί σχεδόν. Κι είχα αποκτήσει αργότερα δυο αξιολάτρευτα παιδιά. Μα εκεί που πίστευα πως όλα πήγαιναν καλά, πλάκωσε πρώτη η ιστορία μέσα μου χρόνια και χρόνια στοιβαγμένη, κι αμέσως σαν συνέχεια ήρθε και το χειρότερο˙ και μέσα απ’ τα τάρταρα της λησμονιάς σαν ψάρι πάνω απ’ το νερό ξεπήδησε ξενέρωτο το ξεχασμένο το Σαλώτο. Κι όλα από εκεί και πέρα ξανάρχισαν απ’ την αρχή στραβά να με πηγαίνουν άοπλο εντελώς και σαν σακούλι αδειανό από ελπίδες μάταιες και μαλακίες σαν κι αυτές, που ήτανε τα ιδανικά που έλεγες πριν λίγο, επάνω εδώ, σε τούτο το παγκάκι.»
«Νάτο λοιπόν αδέλφι μου, που τίποτα δεν χάνεται, μια και υπάρχει ο τόπος! Κάπου σ’ αυτό το τόπο, από ανέκαθεν πιστεύω, πάντα υπήρχε μια γωνιά να τεντωθείς, ν’ αράξεις! Να καμωθείς πως δεν φοβάσαι! Μα αν λες για Ιστορία, κάτι γι’ αυτή στα ξερονήσια, όταν βρισκόμουνα εκεί, μας μάθαιναν κουτσά, στραβά καθημερνά οι μορφωμένοι σύντροφοι, όμως και πώς να σου το πω, για το σαλώτο ειδικά, ουδέποτε τους άκουσα να λεν γι’ αυτό κουβέντα
.
«Α, μπράβο! Αλλά στο κάτω, κάτω της γραφής και τι να μάθεις τάχατες για ένα σκέτο τίποτα! Ένα δωμάτιο μεγάλο ήταν απλά αυτό. Ας πούμε ότι έμοιαζε σα το σαλόνι ενός μπουρδέλου, που πάω καμιά φορά όταν τα κονομάω, κι όταν ανίσχυρος στη μοναξιά θέλω κι εγώ να θυμηθώ λιγάκι τι χάρες και τι περίπου ζεστασιά έχει τ’ ανθρώπινο κορμί. Ένα δωμάτιο που λες ήτανε το σαλώτο, που μέσα εκεί μεγάλωσαν τέσσερα έρημα, μονάχα τους, παιδιά. Τέσσερα αδέλφια ήμασταν. Εγώ κι η δίδυμή μου, η δύστροπη και πάντα κακιασμένη Άννα ήμασταν μεγαλύτεροι. Τ’ άλλα τα δύο μου αδέλφια, ήταν η ενδιάμεση η αλλοπαρμένη κι αγαθή, μια νεραϊδούλα άσχημη, η αδελφή μου η Λίζα, κι εκείνος ο μικρότερος, ο γελαστός, ο όμορφος ο Θάνος, ο σχωρεμένος έπειτα, στις 17 Νοέμβρη του 74, της οικογένειάς μας ο ατίθασος αντάρτης. Δύσκολα χρόνια σίγουρα κυρίως για παιδιά που έπρεπε μονάχα τους να μεγαλώσουν δίχως τον ίσκιο του πατέρα, έστω και μες στο λαμπερό το περιβάλλον του Σαλώτου.
Τα πάντα εκεί μέσα φάνταζαν έγχρωμα και φωτεινά˙ και τίποτα το επίφοβο μες στο φυλακισμένο, ετούτο το δωμάτιο, από τον έξω χώρο δεν τάραζε την παιδική ανάγκη μας για μια απλή γαλήνη. Μες στο περίκλειστο σαλώτο οι λέξεις μούλικα ή και αγγόνια δολοφόνων ως δια μαγείας έχαναν την αρχική τους σημασία και ως ανύπαρκτες σχεδόν σβήνανε κάποτε για να χαθούν στο τέλος μέσα στο λήθαργο και μες στη λησμονιά που πάντα αναζητούσαμε. Τι κι αν οι ίδιες λέξεις έξω απ’ το σαλώτο μας ήτανε φοβερές και μας γεμίζανε ντροπή και σα συνέχεια αυτής μας πλημμυρίζανε με φόβο, οι ψευδαισθήσεις του Σαλώτου, που γένναγε εκεί μέσα στο ξυπνητό περίκλειστη μονάχα η μοναξιά, ήτανε αυτές που ‘φέρνανε συχνά και μόνο μες στον ύπνο μας τους πιο απαίσιους εφιάλτες.
Η Ιστορία, το σαλώτο, σαν παίζαμε κλεισμένα μες στον περίγυρο του ταπεινού σπιτιού μας, σίγουρα μας προφύλαγαν στο ξυπνητό καλά. Άλλο το αν συνέχεια και μέχρι τέσσερα χρονών, τη νύχτα ολομόναχοι, όλοι μας κατουρούσαμε στον ύπνο το κρεβάτι. Έτσι, τι κι αν μες στο Σαλώτο μας η μπόχα του κατρολαριού σου έτσουζε τα μάτια˙ όλα εκεί μέσα εν τούτοις τέλεια δουλεύανε για μας˙ και μόνο η Μάνα μας, έξω απ’ αυτό τα βράδια αποτελούσε πρόβλημα, μια κι απ’ την ανέχεια το περισσότερο καιρό αναγκαζότανε για να μας ζει να κάνει τη σαντέζα στο παρακείμενο στο σπίτι μας φανταχτερό καφέ σαντάν, που το διηύθυνε, και πάντα με μεράκι, ακόμα ατίθασος στους νόμους, κόντρα στα ήθη κι έθιμα του Ιωάννη Μεταξά, μουστακαλής, νταβραντομένος γόης κείνα τα χρόνια ο Βρώμας.
Τίποτα δεν μας έλειπε προπάντων το τραγούδι. Η μάνα μας ήταν «αηδόνι» έλεγαν, όλοι οι γείτονες στη γειτονιά σαν κουραζόνταν κάποτε οι ίδιοι να την λούζουν, απ’ το πρωί ως το βράδυ, που πήγαινε σ’ ένα τέτοιο μαγαζί, μ’ όλη τη λάσπη του ντουνιά. "Τι θες μ' εμέ να μπλέξεις" Το 'λεγε για κανένανε! Το λεγε για τον Μπάμπη! Όχι δεν το πιστεύω. Το λεγε στον αέρα. Αν και ανέκφραστη, φωνή αηδονιού η ψυχή της σου έλεινε τα γόνατα και πάγωνε το δάκρυ μας πριν ακουμπίσει πάνω της. Πάνω στην πιό απόλυτη του πόνου της τη πυρωμένη μοναξιά.
Κι όμως υπήρχε κι η χαρά. Όλα μες στο σαλώτο, σαν δεν κοιμόμαστε νωρίς από το κρύο αναγκασμένοι, λάμπανε κι ήτανε για μας ολόφωτα κι ονειρικά. Ακόμη και η φτώχεια!
Η Άννα μας, πολύ συχνά, τέτοιες βραδιές υπέροχες βάζοντας επάνω στο κεφάλι ένα στεφάνι από χαλκό και ένα χιτώνα πράσινο από βελούδο ξεφτισμένο, που ‘ταν συγχρόνως και μεσάλι, παρίστανε μια αρχόντισσα βυζαντινή κυρία και πάντα απαιτούσε να την φωνάζουμε Θεοφανώ. Επέμενε βεβαίως, «Πριγκίπισσα Θεοφανώ»! Γύρευε που το άκουσε, τόσο μικρή που ήταν! Από την άλλη η Λίζα, από τριών χρονών παιδί, σχεδόν ζωγράφιζε μετά μανίας, σ’ όποιο χαρτί κι αν εύρισκε, φιγούρες παιδικές και διάφορα αντικείμενα άσχημα παραποιημένα με χρώματα όλο και πιο εντονότερα, μέχρι που έμοιαζαν σχεδόν, στην εφηβεία της κυρίως, σαν κρέας άψητο, ωμά. Αργότερα Ο Θάνος, σχεδόν απ’ τα πέντε του, γέμιζε μ’ ένα μείγμα άμμου υγρής κι ασετιλίνης τενεκεδένια στρογγυλά κουτιά, κι αφού τους έβαζε μ’ ένα φυτίλι λαδωμένο από μακριά φωτιά περηφανεύονταν διαρκώς, πως έτσι θ’ ανατίναζε κάποια στιγμή μεγάλος, σαν θα γινόταν άνδρας, τους δίπλα απ’ το σπίτι μας κατοικοεδρεύοντας Γερμαναράδες
.
Μια και εμένα σίγουρα, από παιδί ακόμη, δεν με συγκίναγαν οι ηρωισμοί, το θέατρο κι η ελεύθερη απόδοση μέσα απ’ τα χρώματα του πάθους, κλεισμένος μέσα στο σαλώτο απεγνωσμένα έψαχνα συνέχεια σκυμμένος στις απειράριθμες σελίδες του «Λεξικού Πρωίας» μάταια να ‘βρω κάποιες αιτίες λογικές που να εξηγούν κι εμένα και τ’ αδέλφια μου˙ κυρίως όμως όλα αυτά που μες στα μάτια μου με σιγουριά μας έκαναν να μοιάζουμε όχι παιδιά, παιδιά, μα γέροντες παιδιά.
Πάντως να μην ξεχάσω κι ετούτο να σου πω, πως αν και το σαλώτο, δεν ήτανε κανένα ανάκτορο να φανταστείς, παρά ένα δωμάτιο απλό, παρ’ όλα αυτά για τα παιδιά εμάς, ήτανε μες στο σπιτικό μας, τέτοια η χάρη του, που μόνο μια Βασίλισσα, όπως η μάνα μου η Αφροδίτη, μπορούσε τόσο όμορφη κι όταν χαιρότανε αληθινά, τόσο δεμένα, αρμονικά να την αξιοποιεί. Συνήθως ήταν αυστηρή και πάντα απέναντι μας και στα καλά και στα κακά κυρίαρχη εκεί μέσα. Έλαμπε σαν την άνοιξη αυτάρεσκη διαρκώς. Και θύμιζε πολλές φορές φεγγάρι σε μια θάλασσα ανταριασμένη το χειμώνα. Το πιο πολύ καιρό έκρυβε μες στα μελένια μάτια της μια θλίψη αρχαία και κρυφή˙ κι όσο κι αν προσπαθούσε τ’ αντίθετο να δείχνει, έβγαζε κάπου κάποτε περίπου τσιτωμένες, λειψές και αφυδατωμένες, στο παστωμένο από μπογιές όμορφο πρόσωπο της, τις λίγες της χαρές. Συνήθως όμως έδειχνε τις πιο πολλές φορές τον πόνο το μεγάλο της, που από παιδί κι εκείνη, πάνω στο στήθος της και μέσα από ανάλογες ακραίες περιστάσεις, είχε κι ή ίδια φορτωθεί.
Σαν μια Θεά αρχαίας εποχής, και πάντα καθισμένη πάνω στο θρόνο της, το πλουμιστό ντιβάνι, αν δεν τραγούδαγε, που το ΄κανε συχνά, διάβαζε παθιασμένη Ρομάντζο, Θησαυρό κι ότι μελό τις θύμιζε, πως η ζωή δεν ήταν μόνο όπως ετούτη η αληθινή κι όπως η ίδια έρχονταν αδιάφορη για τον καθένα, μα ελεύθερη κι απ’ την ουσία της απαλλαγμένη, ένα αιθέριο όνειρο με τις αισθήσεις αγγιγμένο, τι κι έστω κι αν αυτό μέσα στο ψέμα του διαρκώς ποτέ δεν ήτανε η πραγματική ζωή. Ήταν η Μάνα μας που μας δασκάλεψε και κάποτε μας είχε μάθει, πως η πραγματικότητα δεν είναι πάντοτε αληθινή. Παρεννοούσε πάντοτε το ενδιάμεσο κι αυτή. Κι όσα τεμπέλιαζε να φθάσει τα ‘στελνε στ’ άπειρο σαν κρεμαστάρια μένοντας και πληρώνοντας όλα τα σφάλματά της, που πέρα απ’ την Ιστορία υπήρξαν άπειρα, πάνω στη γη. Σε γενικές γραμμές τέτοιο και κάπως έτσι υπήρξε το σαλώτο. Στο σύνολο του βέβαια εκείνο το σαλώτο ίσως και πρέπει να ‘τανε κάτι ακόμη πιο πολύ απ’ όμορφο˙ και κάτι περισσότερο από τρομακτικό. Αλλά και πάλι όμως μην παρασύρεσαι˙ και δεν χρειάζεται να φανταστείς τίποτα δήθεν το σπουδαίο. Ένα φτωχό δωμάτιο ανθρώπων ήταν το σαλώτο. Κι αν στο ’πα, στο ’πα μόνο και μόνο για να μάθεις, γιατί και με το δίκιο τους στα χρόνια σου οι σοφοί, που ασχολήθηκαν με τα ιδανικά, δεν είχαν κάτι και γι’ αυτό οι δόλιοι να σου πούνε. Τι διάολο να σου λέγανε, αφού ένα τίποτα σχεδόν ήτανε τότε το σαλώτο. Στο κάτω, κάτω της γραφής πράματα μεγαλύτερα, απ’ το σαλώτο εκείνο, είχανε τότε οι σύντροφοι μες στο ψωριάρικο μυαλό τους. Δεν είσαι ο μοναδικός. Κανείς δεν το ‘μαθε ποτέ, τι πάει να πει και τι ήτανε, σ’ όλο το μεγαλείο του και σ’ όλη τη μιζέρια του, εκείνο το σαλώτο. Ακόμη κι οι πιο έξυπνοι δεν είχανε ιδέα. Τι κι αν βεβαιωμένοι μ’ έπαρση τότε ‘λέγανε και σίγουροι σχεδόν πως την γνωρίζουνε φαρσί όλη την Ιστορία. Βλέπεις τους μπέρδευε διαρκώς και το ‘βλεπαν παράκαιρο και μάλιστα παράταιρο εντελώς το ιστορικό σαλώτο –«Πρώτα αγωνίζεσαι για το ψωμί και στο καιρό για τ’ άλλα!»– Έλεγαν και ξεμπέρδευαν, στα δύσκολα μη προχωρώντας παρακάτω, στο πως διορθώνονται αυτά.»
Κείνη την ώρα ακριβώς, λίγο μακρύτερα, από τους δύο γέροντες που συνεχίζαν την κουβέντα, ένας εικοσπεντάχρονος, εξαθλιωμένος Κούρδος, στα όρια της κατάρρευσης, στριμώχνονταν ασφυκτικά, σε μια άγρια κατάσταση, σε συμπλοκή σχεδόν, ανάμεσα βρισκόμενος σα τη σαρδέλα στο κουτί τελείως κολλημένος σε μία μεγάλη ομάδα ταλαίπωρων ομοεθνών του. Στο κέντρο ακριβώς τούτης της μάζωξης, που εντελώς σπασμωδικά κι άναρχα στον αέρα φαίνεται ετούτος να χειρονομεί κι ακατανόητα συνέχεια με αγωνία να φωνάζει, «Κύριος.. Κύριος…», βρίσκονταν περικυκλωμένος ένας μειλίχιος άνθρωπος περίπου εξηντάχρονος, Έλληνας άνδρας στριμωγμένος από τους άλλους όλους πιο περισσότερο αυτός. Με υπομονή μεγάλη ο άνδρας τούτος ο Έλληνας αγωνιζότανε συμπιεσμένος, μέσα από μία πλαστική, μεγάλη τσάντα και βαριά, διαρκώς και δυσκολότερα, συνέχεια να βγάζει φρέσκα ψωμιά του ενός κιλού, ενώ αμέσως έπειτα και δίχως να καθυστέρει τα πρόσφερε ακούραστος κι απτόητος απ’ τα εμπόδια˙ κι ούτε στιγμή δεν σταματούσε διόλου ολόχαρος διαρκώς να τα μοιράζει απλόχερα όπου μπορούσε ανάκατα στο πεινασμένο πλήθος. Στα όρια της λιποθυμιάς, κάτασπρος κι ιδρωμένος ο νεαρός ο Κούρδος, αν και με δυσκολία τέντωσε τα δυο του χέρια στο έπακρο μ’ ελπίδα κοντά να φθάσει ο δύστυχος το τελευταίο το ψωμί, εν τούτοις τελικά σε κλάσμα δευτερόλεπτου παραπατώντας λίγο δεν προλαβαίνει να το πάρει. Κάποιος, πιο ψωμωμένος απ’ αυτόν κι από το πλάι δίπλα του, παραμερίζοντάς τον, μέσα απ’ τα χέρια του το αρπάζει και σπρώχνοντας βιαίως όσους απέμεναν, γύρω απ’ τον Έλληνα, κραυγάζοντας τη νίκη του περιχαρής με το ψωμί το σκάει! Άναυδος στην αρχή ο εξαντλημένος Κούρδος κοιτάζει απελπισμένος μέσα στο φόντο του ουρανού την αναπότρεπτη φυγή του καρβελιού μακριά του˙ κι έπειτα ολοφάνερα στην όψη και στη δύναμη τελείως αποκαρδιωμένος, σερνόμενος αποχωρεί απ’ τον κλοιό τριγύρω του, δύσκολα τώρα προσπαθώντας να κρύψει την συγκίνησή του. Μετά από δέκα βήματα, ο νεαρός τρεκλίζοντας στα ισχνά του πόδια επάνω, άψυχος κι άρρωστος τελείως, περνώντας πλάι απ’ το παγκάκι που κάθονταν μέχρι τα τώρα οι δύο άντρες σιωπηλοί, φαίνεται να ‘ναι έτοιμος στα πόδια τους να σωριαστεί. Μα για καλή του τύχη ο Αλέξης, που ‘χε δει σ’ όλο το άπλωμά της τη προηγούμενη σκηνή, με το ’να του το χέρι του κάνει νεύμα να πλησιάσει, ενώ με τ’ άλλο τρέμοντας, συγκινημένος δυνατά, δίνει απλόχερα στον σαστισμένο Κούρδο το ξεροκόμματό του. Διστακτικός Ο Κούρδος κι ενώ απ’ την αρχή χαμογελάει δειλά, δειλά κι ισορροπεί λιγάκι αμέσως στη συνέχεια στα σίγουρα ευτυχισμένος, κάνοντας με το χέρι του γρήγορο ένα τεμενά, με τ’ άλλο παίρνοντάς το, τον ξεροκόμματο στα βιαστικά, το ‘χωσε όλο λαίμαργα μεμιάς μέσα στο στόμα. Συγκρατημένοι οι δύο άντρες, χωρίς στα φανερά από συγκίνηση να κλαίνε, μοναχικοί κι απόκοσμοι καθώς αποχωρίζονται παρόμοιοι στα βάσανα και τους καημούς, από τα μάτια και των δυο, βουβά, διακριτικά, ψήγματα ανθρωπιάς συμπυκνωμένης σπάνιας μέσα στο χρόνο ιστορίας, πάνω στα πρόσωπά τους, δυο δάκρια ελάχιστα, αργοκυλούν και καίνε.
Ο ξεπεσμός δεν είναι μια επώνυμη κατάσταση του ανθρώπου. Είναι το αποτέλεσμα μιας συνεχούς κατάστασης αδικίας, από άνθρωπο κατά του Ανθρώπου. Κανένας δεν ξεπέφτει εάν στην Ιστορία του δεν έχει αδικηθεί και ευτυχώς στο τέλος, όσο παράδοξο και να ‘ναι αυτό, κι εάν κι αυτός ο ίδιος δεν έχει αδικήσει.

Wednesday, October 7, 2009


Πρώιμη γκρίνια…..

Ή, το ήθος δεν πλασάρεται αλλά με αγώνα και πόνο το αποδεικνύεις διαρκώς. Σκέψεις προς τον Ναυτυλόμενο!
Ο Βασιλιάς απέθανε! Ζήτω ο Βασιλιάς!

Ο γαλαζοαίματος πρώην ηγέτης της bananiasland Μπαλαφούσκας o ανεπρόκοπος απεχώρησε. Το μουσικό ιντερμέτζο της αποχώρησης του πανελλαδικά το ερμήνευσε η Ναργκίς: «Καρδιά μου καημένη πως βαστάς και δεν ραγίζεις!» Ημέρες δραματικές, με ανθρώπινη κατανόηση για τις προσωπικές και οικογενειακές φήμες˙ προπάντων δάκρυα ποτάμι για το τι θα απογίνει το αποτυχόν κόμμα, λες και τρις μέρες τώρα από το πρωί μέχρι το βράδυ τρίβουμε συνέχεια ινδικό κρεμμύδι. Και βέβαια «ποιητικά» στο τέλος κι εγώ μελαγχολώ κι αναρωτιέμαι τι θα απογίνουν τα Προβλήματά μας τώρα που οι βάρβαροι φαίνεται στα ξαφνικά να μας αποχαιρέτησαν για πάρα πολύ καιρό !
Πράγματι είναι αλήθεια ό,τι, ότι και να ‘γινε, καλύτερο στην παρούσα φάση δεν μπορούσε να γίνει στην χώρα της μεγάλης Μπανάνας!
Γι’ αυτό: Ζήτω ο νέος μας Βασιλιάς ο ελπιδοφόρος, ο μεγάλος Σάκα Ομπάμα! Ο νέος Καράμπελας της Bananiasland!
Ας μην παρασκοτιζόμαστε όμως στην Bananiasland γιατί αν και όλα, και μάλιστα από την αρχή, κάτι πάντα σηματοδοτούν, εν τούτοις η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αλλά αγέραστη, σαν την σχωρεμένη τη Βουγιουκλάκη, στο τέλος παραμένει ίδια στην αιωνιότητα. Έτσι κι αλλιώς στη Bananiasland για όλα πάντα υπάρχει δικαιολογία. Για όλα ας είν’ καλά ο νέος Καράμπελας και το αποτέτοιο της Χάϊδως˙ προπάντων ο κουμουνιστοφάγος Παγκαλόγιωργας! Πάνω απ’ όλα, η ιστορική μνήμη των ηγετών, η διαχείριση και η ηγεμονία στη πολιτική!
Από εκεί και πέρα τα ανεξήγητα της μη συμμετοχής, στην κατά τα άλλα γραφειοκρατική Κυβέρνηση των σοφών, του Παπουτσή, του Τζουμάκα, του Σκανδαλίδη κι ίσως και άλλων θα βολευτούν στην λησμονιά! Pretederisius Philosofia!
Καλή επιτυχία στους άξιους. Ο Λαός ακόμη ελπίζει!
Έτσι, ότι δεν βλέπετε κάτω από την φούστα δεν απαγορεύεται να το φανταστείτε, μπορεί τα απόκρυφα του νέου Καράμπελα τελικά να μας γεμίσουν με εθνική υπερηφάνεια. Είδωμεν για κάποιο διάστημα!

Tuesday, May 5, 2009

CLOSING THE RING


Επέστρεφε

Λάδι. Αγγελου Κότσαρη
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με --όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,κ' επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,κ' αισθάνονται τα χέρια σαν ν' αγγίζουν πάλι.Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα, όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται....


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


Ο ΚΥΚΛΟΣ ΕΚΛΕΙΣΕ.... Ο κύκλος έκλεισε!



Μία ταινία ανθρώπινης συνέπειας στην εξόφληση των ερωτικών δανείων μας του σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Ατέμπορο.

Closing the Ring
Ο Καβάφης ξεκάθαρα στο ποίημά του «Επέστρεφε» ανεβάζει στον ουρανό το ερωτικό δράμα της μνήμης του αίματος, που το παγίδεψε μες στο χρόνο η αγαπημένη αίσθηση των χειλιών, του δέρματος, των χεριών, του ερωτικού αγγίγματος.
Μια γηραιά φίλη μου, μετά από εξήντα χρόνια γάμου επιτυχημένου˙ και μάλιστα με άριστες όλες τις απ’ αυτόν θεσπισμένες κοινωνικές του συμβατικότητες˙ όταν, χρόνια μετά τον θάνατο του συζύγου της, κάποια στιγμή την ρώτησα τι άλλο θα επιθυμούσε στην ζωή της, μου απάντησε με λαχτάρα εφηβική, «Έστω και τώρα να πάω να βρω, και να ιδώ ακόμη κι από μακριά τον πρώτο μου εραστή!»
Ο Καβάφης και η Κυρία στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, ξεπερνώντας όλες τις καταπιεσμένες αδυναμίες της ανθρώπινης ύπαρξής μας, δεν κάνουν τίποτα άλλο απ’ το να υμνούν ποιητικά την παντοδυναμία του έρωτα, και την αδυναμία όσων υπόλοιπων δεν την γνώρισαν ή θέλουν, αγχωτικά, επιτηδευμένα να την αγνοούν.
Ο μαγευτικος σκηνοθέτης Richard Attenborough, του «Κύκλου έκλεισε», ξεφεύγοντας αλλά όχι αγνοώντας «το έρως ανίκατε μάχαν», σε μια τρυφερά Δραματική βυθοσκόπηση με το γνωστό γοητευτικό αγγλικό χιούμορ του, θέτει σε αντιπαράθεση της ερωτικής παντοδυναμίας, αυτό που ο χρόνος μόνο μπορεί να το κάνει Αγάπη. Αυτό δηλαδή που απαντώντας εγώ˙ στην απορία του υπέροχου νεαρού ηθοποιού, «ότι οι ανθρώπινες υποσχέσεις μπορεί να δίδονται, αλλά δεν κρατιούνται»˙ ότι δεν κάνει λάθος, αν πράγματι πιστεύει, ότι ο έρωτας μαζί με την κατάκτηση μέσα απ’ τον χρόνο της αγάπης, δεν μπορούν να κάνουν τις υποσχέσεις δυνατές! Νομίζω ότι, στο υπέροχο ξετύλιγμα του χρόνου στην ταινία με τα αριστουργηματικά ξαφνιάσματα των Flashbacks του Ατέμπορω, ο νεαρός
John Travers κατάλαβε˙ και πιθανόν δείχνει τελικά να συγκινείται με την ανθρώπινη αυτή μεγαλοσύνη, στο ότι, «μέσα απ’ τον πόνο, κάποιοι άνθρωποι, είναι δυνατόν να μπορούν να δικαιολογούν και ανθρώπινα το μεγαλείο του ονειρικού, σε ρουμπινί χρώμα, συμπλέγματος των ψυχών με τον έρωτα», που ο σπουδαίος σεναριογράφος, Peter Woodward, ποιητής, σε κάθε λεπτομέρεια πέρασε σαν ενότητα νοηματική σ’ όλο το ξετύλιγμα της ταινίας. Χωρίς βεβαίως και ο ίδιος σεναριογράφος να παραβλέπει, σαν περιττό, το μάταιο αλλά το πρακτικό μέρος της συνηθισμένης ζωής μας, που, σε διαμετρική και αντίθετη κατεύθυνση, μας κάνει προσγειωμένους να ασχολούμαστε, περισσότερο κι απ’ τον έρωτα και την αγάπη με τα πρακτικότερα πάθη μας, τον εγωισμό, το μίσος, την βία, τον πόλεμο κ.λ.π.
Τα μεγάλα πλάνα και η φωτογραφία καταπληκτικά! Η πλαστικοποίηση των πολεμικών σκηνών, φυσική μάλλον προτίμηση του Ατέμπορω, ο οποίος με τον τρόπο του αυτό, σε αντιδιαστολή, πιθανόν εξορκίζει το κακό, έξω, απ’ την προσωπική του ποιητική διάθεση για το εν γένει ερωτικό σενάριο.



Οι ηθοποιοί στο σύνολό τους ήταν πολύ πειστικοί. Οι ίδιοι κάτω απ’ την μπαγκέτα των δύο μάγων, σκηνοθέτη και σεναριογράφου, στις περισσότερες περιπτώσεις, και όταν παρουσίαζαν τους ήρωες της ιστορίας, σε νεαρά ηλικία, απέπνεαν την δροσιά και τον ενθουσιασμό των νιάτων, αλλά κι όταν παρουσίαζαν τους ήρωες, σε μεγαλύτερη ηλικία, έστεκαν στο ύψος των περιστάσεων, μεταλλάσσοντας, την απλοϊκότητα των πρώτων, σε ωριμότητα, υποστηρίζοντας έτσι την ηλικιακή μεταβολή των ανθρώπινων χαρακτήρων σε υποχωρήσεις και θεμιτούς συμβιβασμούς συναισθημάτων.


Η Shirley MacLaine, προσωπικά, στις περισσότερες σκηνές υπήρξε τραγικά δυνατή. Ο Τέντυ, Stephen Amell, ο γλυκός άνδρας του μεσοπολέμου, (American Dream),


ήταν φυσικό μνημειακά να διαπερνά τον χρόνο και να συγκινεί ακόμη και σήμερα. Αξιόλογοι ερμηνευτές υπήρξαν και η Neve Campbell,

η Mischa Barton, η Brenda Fricker. Ο Christopher Plummer σπουδαίος ερμηνευτής.

Συμπαθητικός υπήρξε και ο Pete Postlethwaite.
Μια ταινία, σαν τις περισσότερες του Ατέμπορω, που ο Κινηματογράφος δικαιώνεται σαν Τέχνη και μάλιστα ποιητική!
Μια ταινία αισιόδοξη μέσα απ’ την διδαχή του ανθρωπίνου δράματος.
Άγγελος Κότσαρης.


4.5.2009

Tuesday, April 7, 2009

Οι πρώτοι, μέχρι σήμερα, Ιστορικοί ανάδοχοι, ως προς την πρώτη, ιστορικώς, αναφορά του όνοματος, της πόλης του Μεσολογγίου.

Τα πρόσωπα Παολο Παρουτα...

1ον PAOLO PARUTA


Βιογραφία
Ελεύθερη μετάφραση, του Άγγελου Κότσαρη, όλων των Ιταλικών κειμένων, από Ιταλική Wikipedia και την ψηφοποιημένη μέταφορά του Βιβλίου του Paolo Paruta «Storia della Guerra di Cipro» από την Google.
Γεννήθηκε στη Βενετία γόνος μιας οικογένειας απ' τη Luccan. Μετά από σπουδές στην Πάδουα υπηρέτησε τη Δημοκρατία της Βενετίας λόγω των πολιτικών του ικανοτήτων σε διάφορες θέσεις, μεταξύ των οποίων και ως γραμματέας σε μια από τις βενετσιάνικες αντιπροσωπίες στο Συμβούλιο των Δέκα. Στο 1562 συνόδευσε το πρέσβη της Βενετίας Michele Suriano στην αυλή του αυτοκράτορα Μαξιμίλιαν II και ασχολήθηκε ως υπάλληλος της Δημοκρατίας με την Ιστοριογραφική συγγραφή. Κατά την εκεί παραμονή του εκφώνησε λόγο στην επιμνημόσυνο τελετή για αυτούς που σκοτώθηκαν κατά τη ναυμαχία του Lepanto (1572). Μετά την αλλαγή της κυβέρνησης είχε λάβει τον τίτλο Savio di Terraferma (για τη διαχείριση των δημοκρατιών της ηπειρωτικών κτήσεων), και έγινε γερουσιαστής. Το 1579 ορίστηκε επίσημος ιστορικός στη Δημοκρατία της Βενετίας, σαν διάδοχος του Luigi Contarini. Πήρε την Ιστοριογραφία την οποία είχε αφήσει ο Cardinal Bembo (ημιτελή) , από το 1513, και την έφερε στο 1551. Το 1580 έγινε προϊστάμενος στην αίθουσα συνεδριάσεων των δανείων, έγινε επίτροπος εγγυήσεων(1589), Savio del Consiglio gran στο 1590, πρεσβευτής στον Πάπα στη Ρώμη (1592-95) και διοικητής της Μπρέσια (1590-92). Στο 1596 έχει διοριστεί προϊστάμενος (έπαρχος) του Αγ. Μάρκου (1596, πλάι στο ύψιστο αξίωμα του Δόγη ), και Provveditore delle Fortezze (επιστάτης των οχυρώσεων) το 1597.
Πέθανε στη Βενετία. Από τα νιάτα του είχε αφιερωθεί στην λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, ως επίσης, και στη σύνθεση της ποίησης. Ο ίδιος ασχολήθηκε ειδικότερα με την ιστορία και την πολιτική επιστήμη, και ήταν στο τέλος του δεκάτου έκτου αιώνα ότι και ο Macchiavelli, αν και με διαφορετικό τρόπο, από ότι ήταν στην αρχή. Πνευματικά ανήκε στην ομάδα των εξευγενισμένων ανδρών οι οποίοι πρόσφατα συναντήθηκαν στην κατοικία του Morosini για να συζητήσουν την πολιτική, που μέρος της (μπορεί να ονομαστεί φιλελεύθερο κόμμα)και που τέθηκε σε αρχή το 1582. Τα σημαντικότερα ιστορικά έργα του είναι το «Guerra di Cipro. Ο πόλεμος της Κύπρου (1570-72) και το Storia Veneziana, σα συνέχιση της ιστοριογραφίας του Bembo, η οποία περιλαμβάνει τα έτη 1513 έως 1551, που ήταν κατά την πρώτη γραπτή δημοσίευσή της στη Λατινική και στη συνέχεια στις ιταλική διάλεκτο. Αυτό το έργο του δημοσιεύεται, μόνο μετά θάνατον του, το 1599. Και τα δύο έργα που συνέγραψε έγιναν κατόπιν αιτήματος της κυβέρνησης, εν τούτοις είναι γραμμένα με αμεροληψία και αλήθεια, δείχνουν δε ιδιαίτερα τη σχέση μεταξύ των τρεχόντων γεγονότων της Βενετίας και τη γενικότερης ιστορίας της Ευρώπης. Η γραπτή έκθεσή του, στο τέλος της διπλωματικής αποστολής στη Ρώμη αποκαλύπτει την μεγάλη του πολιτική διορατικότητα, από την ακριβή περιγραφική εκτίμηση των ανδρών και των υποθέσεων της Ρώμης, και η οποία είναι ισάξια με εκείνη των μεγαλύτερων Βενετσιάνων πρεσβευτών. Από τα πολιτικά του συγγράμματα, το Della perfezione della vita politica, σε μορφή διαλόγου, το οποίο γράφτηκε μεταξύ 1572 και 1579, έχει κάπως διδακτικό και ακαδημαϊκό ύφος, και το αντιμετωπίζει στοχαστικά κυρίως από τη άποψη της σχετικής υπεροχής της ενεργού ζωής και μάλιστα με τον προβληματισμό του, που προαποφασίζει υπέρ της ενεργού ζωής, να είναι αυτή σκοπός που να συμβάλει περισσότερο για λογαριασμό της ευημερίας της Δημοκρατίας. Δεν θα ήταν δίκαιο να αμφισβητηθούν οι ιδέες που έχουν γραφτεί και περιέχονται στο Bellarmine’s του «De officio principis christiani».
Το έργο του Discorsi politici το οποίο δεν είχε δημοσιευθεί μέχρι και μετά το θάνατό του. Αποτελεί το πρώτο του βιβλίο που αναπτύσσει το μεγαλείο και την παρακμή των Ρωμαίων. Στο δεύτερο από τις σύγχρονες κυβερνήσεις, ιδίως της Βενετίας, είναι πραγματικά μια συγγνώμη για την δική του πολιτική. Μεταξύ άλλων έργων μπορεί να αναφέρεται μια σειρά από πολιτικές orations. Αν και ο Paruta είναι ένας ανεξάρτητος στοχαστής, η επιρροή του από τον Macchiavelli είναι αξιοσημείωτη. Η πολιτική της ιταλικής ισορροπίας, η οποία έναν αιώνα αργότερα εξελίχθηκε σε αυτό της γενικότερης Ευρωπαϊκής ισορροπίας, είχε σαφώς προβλεφτεί από τον ίδιο. Στην πολιτική του οι απόψεις για την οικονομία δεν αποτελούν ένα αξιοσημείωτο στοιχείο, και ως τέτοιες είναι κατώτερες από τον συγχρονό του, τον Πιεμοντέζο Μποτέρο.

2ον Κ. Ν. Σάθας

Αντί βιογραφίας, πρόλογος στο βιβλίο του Κ.Ν. Σάθα «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς 1453 -1821», εκδόσεων Αρσενίδη, του Κωνσταντίνου Τσάτσου – Αθήνα 28.5.62

Ο Κωνσταντίνος Σάθας ανήκει εις τους ευάριθμους εκείνους πρωτοπόρους, οι οποίοι περί τα τέλη του παρελθόντος αιώνος ήρχισαν να μελετούν και να αποκαθιστούν την μεσαιωνικήν ιστορίαν του ελληνικού έθνους. Ως ιχνευτής και αναδιφητής βυζαντινών κειμένων είναι ίσως ο πρώτος μεταξύ αυτών και ασφαλώς ο παραγωγικότερος. Οι ιστορικοί οι οποίοι ενεφανίσθησαν ολίγον βραδύτερον, εις τας εκδόσεις του σημαντικών ανεκδότων κειμένων ανέτρεξαν και από την επίμοχθον συλλεκτικήν του εργασίαν ήντλησαν μέγα μέρος του υλικού των. Οι παλαιότεροι όπως ο Krumbacher, ο Gregorovius, ο Schlumberger, ο Diehl, ιδιαιτέρως τον ετίμων. Ανεξαρτήτως των τυχόν ελλείψεων εις το κριτικόν και το συνθετικόν μέρος, η προσφορά του Σάθα εις την επαναβίωσιν της μεσαιωνικής ιστορίας μας δεν ημπορεί να αγνοηθή.
Αλλά οι Έλληνες έχουν και ένα πρόσθετον λόγον ευγνωμοσύνης προς τον Σάθαν. Επεξέτεινε τας μελέτας του και εις τον μεταβυζαντινόν ελληνισμόν, την Κρήτην και την Τουρκοκρατουμένην Ελλάδα. Ησχολήθη εκ των πρωτέρων με την σκοτεινήν αυτήν περίοδον της ιστορίας του Έθνους και έφερεν πρώτος εις φως ανεκτιμήτου αξίας κείμενα και σημαντικά γεγονότα. Έκτοτε βεβαίως και αρτιώτεραι εκδόσεις πολλών εκ το πρώτον υπό του Κ. Σάθα δημοσιευθέντων κειμένων εγένοντο, και συστηματικώτεραι της περιόδου αυτής ιστορίαι εδημοσιεύθησαν. Αλλά μένει πάντοτε κατ’ εξοχήν ενδιαφέρον και χρήσιμον το χρονικόν της περιόδου 1453-1821 το οποίον περιέχει η Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, καίτοι παρήλθεν από της εκδόσεως του, το 1869, σχεδόν ολόκληρος αιών.
Θα αποτελέση ευτυχές γεγονός άν η επανέκδοσις αυτής δώση ευκαιρίαν εις πολλούς νέους να εγκύψουν εις την εξιστόρησιν των δραματικών γεγονότων τα οποία άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους επί της ζωής μας. Πολλά και απαραίτητα διδάσκεται τις από τους χρυσούς αιώνας της ιστορίας, από τα αιώνια παραδείγματα και τα ανυπέρβλητα επιτεύγματα. Οι σκοτεινοί όμως χρόνοι όπου εν μέρει διεμορφώθη η ψυχολογία μας και εξεκολάφθησαν οι κοινωνικοί και πολιτικοί όροι της υπάρξεως μας αποτελούν ανεξάντλητον δεξαμενήν γνώσεων και πείρας. Και έπρεπε να μη λησμονούνται ποτέ από όσους γνωρίζουν ότι το Γνώθι σαυτόν δεν αποτελεί μόνον των ατόμων το πρώτον χρέος αλλά και των εθνών.
Ο Κωνσταντίνος Σάθας υπήρξε θείος της μητρός μου εξ αγχιστείας. Γνωρίζω από διηγήσεις των γονέων μου πολλά περιστατικά της ιδιωτικής του ζωής. Γνωρίζω ότι εις το πάθος του να προωθήση τας βυζαντινάς σπουδάς ηνάλωσε και την περιουσίαν του και την υγείαν του.
Απέθανεν εις Παρισίους πτωχός και εγκαταλελειμένος με την πικρίαν ότι δεν εβοηθήθη εις το εκδοτικόν του έργον.
Μετά τον θάνατον της χήρας αυτού ο αδελφός μου και εγώ παρεχωρήσαμεν εις τον Σύλλογον Ωφελήμων Βιβλίων μέγα κιβώτιον περιέχον άπαντα τα εις την κατοχήν μας χειρόγραφα του Σάθα, μεταξύ των οποίων είναι αρκετά ανέκδοτα, ως με εβεβαίσαν οι ερευνήσαντες τότε προχείρως ταύτα αείμνηστοι Νικ. Βέης, και Κων. Άμαντος ως και ο νυν ακαδημαϊκός Σωκρ. Κουγέας.

Τα ντουκουμέντα

Ντοκουμέντο 1
Αον: Σελίδα 318 από το βιβλίο του Κ. Σάθα, τουρκουκρατούμενη Ελλάς 1453- 1821. Έκδοσης Αρσενίδη.

Μεγέθυνση της ανωτέρω σελίδας στο τέλος της όπου και φαίνεται η διαφωνία του Κ. ΣΑΘΑ εν σχέσει με τον Σ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ



Η πρώτη σελίδα του βιβλίου STORIA DELLA GUERRA DI' CIPRO

"STORIA DELLA.GUERRA DI' CIPRO

LIBRI TRE
D I PAOLO PARUTA
SIENA
DALLA TIPOGRAFIA DI PANDOLFO ROSSI
ALL1 INSEGNA DELLA. LUPA
MDCCCXXV11

AL LETTORE BENEVOLO
PANDOLFO ROSSI "


Περισσότερες λεπτομέρειες
Storia della guerra di Cipro: libri tre
Από τον/την Paolo Paruta
Εκδόθηκε από Rossi, 1827
Πρωτότυπο από Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ
Ψηφιοποιήθηκε στις 27 Αυγ. 2008
421 σελίδες.

Ντουκουμέντο 2

Βον:Σελίδα 278-279 από το βιβλίο Paolo Paruta Storia della Guerra di Cipro.




Απόσπασμα σε μεγέθυνση της σελίδας 279 της STORIA DELLA GUERRA DI' CIPRO του P. Paruta που και διακρίνεται η λέξη Mesologni.

Σχόλιο

Η παράθεση αυτή των ανωτέρω αποσπασμάτων γίνεται για όσους καλά κάνουν και απορούν, για όσα εγώ από (πατριωτικό) ενθουσιασμό θεωρώ αυτονόητα. Μάλιστα εδώ σημειώνω επίσης ότι η λέξη που χρησιμοποιεί στο βιβλίο του ο Paruta για το Μεσολόγγι στα Ιταλικά τη γράφει ως Mesologni, που κανονικά θα προφέρονταν Μεσολόνι, αλλά το πιθανότερο να πρόκειται για λάθος τυπογραφικό, που αντί h μπήκε n, δύο γράμματα με πολλές τυπογραφικές ομοιότητες και στην τυπογραφία της τότε έκδοσης. Σ’ αυτό καταλήγω περισσότερο γιατί από την ίδια την περιγραφή του Paruta στη θέση που βάζει την γεωγραφική ύπαρξη του Mesologni, υπάρχει ανέκαθεν έκτοτε, (τουλάχιστον από το 1684 όπως και ο Σ. Τρικούπης δέχεται) η πόλη του Μεσολογγίου. Εξάλλου για να καταλάβει κανείς την ορθότητα της άποψης του Κ. Σάθα θα πρέπει να διαβάσει καλά, έστω και σε ελεύθερη μετάφραση την περιγραφή του ίδιου του Paruta. Ο τελευταίος κόβονταν -και καλά έκανε- για την σαφήνειά της περιγραφής του, που σκοπό θα 'χε με ακρίβεια να περιγάφεται στο σύνολό του το μέγεθος των τότε γεγονότων που επακολούθησαν κατά τις 7 Οκτώβρη του 1571. Δηλαδή η μεγάλη και μόνο σημασία της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου, που ως τέτοια έπρεπε για της γενιές που θα ακολουθούσαν να είναι περιγραφικά αψεγάδιαστη. Αυτή η περιγραφή του Paruta στο βαθμό που μπόρεσα ελεύθερα να μεταφράσω ανταποκρίνεται και στα γεγονότα που αναφέρονται στη 278 και 279 σελίδα του βιβλίου του στα ιταλικά και παρακάτω στην παράθεση της μετάφρασης μου και των δύο σελίδων, προς ευρύτερη κατανόηση τους στα ελληνικά.

Ma per lo soccorso erano alcune fuste riserbate sotto diversi Capi. Con tale ordine dunque movendosi l'armata Turchesca, partita da Lepanto, navigò il primo giorno a Galata, ove fermatosi una sola notte, drizzò la seguente mattina avanti l' alba il suo camino verso la Cefalonìa, ove credevano i Turchi di dover ritrovare l' armata della lega, e combatterla ne' proprι Porti: facendo de'nostri quelli medesimi disegni, che i nostri facevano contra di loro : conciosiaché poche ore avanti il partire dell' armata Turchesca era Similmente levata la Cristiana da'suoi porti per andare ( come si disse ) a ritrovare i nemici. Cosi avvenne, che già si fossero molto appressate l'armate nemiche, prima che ad alcuna di esse pervenisse la nuova del camino dell' altra . Erano desiderose ambedue di combattere, ma tuttavia non lo sapendo ancora si venivano incontra, anzi da ciascuna parte istimandosi, che non dovesse 1' altra , salvo che sforzata, prestare facoltà di fare giornata. Ma poiché Tarmata Turchesca scoprì, e fu nel tempo stesso scoperta dalla Cristiana, grandissima maraviglia ne nacque in ciascuna, ed insieme altrettanta allegrezza, avendo l'una, e l'altra poco concetto delle forze de' nemici. Le galee Turchesche poste nel modo che si é detto in ordinanza, veleggiavano con li soli trinchetti molto ristretti insieme, ma con alquanto di avvantaggio nel camino alle punte de'cor- ni, talché venivano a fare una forma quasi di mezza luna. Ma la nostra armata nel passar per lo canale, che in quel luogo fanno li scosli vicini de'Cur
zolari, aveva convenuto rompere in qualche parte il suo ordine: onde essendo solamente innanzi scorse le galee della vanguardia, e cominciando ad uscire fuori le prime del corno destro, rimanevano ancora 1' altre dietro quei scogli.
Ma perché ogni cosa più chiara si rappresenti, ricerca la presente narrazione, che sia questo sito particolarmente descritto, e fatto palese. Nel mare Ionico vien fatto quasi da due grandi archi un seno, che nella sua circonferenza cinge lo spazio di forse dugento miglia: perocché partendosi dal Golfo dell'Arta, e seguendo le riviere dell'Albania fin al Golfo di Lepanto, per spazio di settanta miglia va il terreno indietro ritirandosi, e dal Golfo di Lepanto fin a Castello Tornese per altrettanto camino nella costa della Morea tornando a spingersi in fuori , ne forma quasi una mezza luna : ali' incontro della terra ferma sono l'Isole di Santa Maura, della Cefalonìa, e del Zante, le quali poste in figura quasi triangolare formano l'opposito semicircolo : talché questo spazio di mare quasi d'ogni parte, benché con largo intervallo, riman chiuso. In questo sono posti tre scogli di picciola grandezza, per breve spazio separati, e divisi, e non più che un miglio dalle riviere dell'Albania lontani, guardano da Levante Lepanto, da Ponente Santa Maura, dalli quali luoghi sono quasi ugualmente per spazio di circa trentacinque in quaranta miglia lontani: ma da Mezzo giorno hanno opposta l'Isola del Zante, alla quale é il doppio più di camino, e da Tramontana la costa dell'Albania: furono queste Isole dagli antichi chiamate Echinadi, e di essi favoleggiando i Poeti dissero essere state alcune Ninfe, per avere disprezzata la Deità del vicino fiume Acheloo, sommerse ivi nel mare, e in scogli convertite: sono queste sterili, alpestri, e senza alcuna abitazione umana, e per altro di niun nome: ma fatti a questo tempo famosi per tutti i secoli futuri, per la memorabilissima giornata navale, intorno ad essi seguita, come s'intenderà. A questo luogo dunque giunse la nostra armata, come si disse, a’sette del mese d’Ottombre, giorno célèbre presso a’Cristiani per la memoria della vergine, a martire Giustina, essendosi gia buona pezza dimostrato il Sole sopra la terra, il quale sgombrate tutte la nebbie del Cielo, aveva portato un chiarissimo giorno, ed acquetati i venti, che l’avevano poco innanzi conturbato, rimaneva il mare senza onde in una bonaccia calma. Passo oltre gli scogli di Curzolari Giovanni da Cardona, che guidava l’antiguardia con otto galee, e ando a Petala, seguendolo tutta l’armata per fermarsi in quell luogo, per la comodita del porto, e delle acque del fiume Acheloo, con animo, essendosi gia fatti circa ad otto miglia vicini al castello, che e posto alla bocca del Golfo di Lepando, di dover di la mandare qualche Capo da Guerra a riconoscerlo: cosi incaminandosi tutti per l’intesso viaggio, nell uscire fuori de scogli de’ Curzolari sopra la punta delle peschiere, dette da Greci Mesolongni, Fu dalla galea reale di don Giovanni scoperta l’armata nemica circa dodici miglia lontana, la quale, o per essere l’aere allora men chiaro, o per essere le vele piu lontane, non era stata dell’antiguardia scoperta.


Μετάφραση εκ του ιταλικού κειμένου.
…Αλλά δια τη βοήθεια της τουρκικής Αρμάδας είχαν κάποιες φούστες, (μικρά πλοιάρια εποχής) διάσωσης υπό τις διαταγές διάφορων αρχηγών. Με αυτή λοιπόν τη σειρά, στη μεταφορά της, η τούρκικη αρμάδα έφυγε από το Lepanto, έπλευσε το πρώτο πρωί μέχρι το Γαλατά, όπου θα παρέμενε μία μόνο νύχτα, με σκοπό να αναχωρήσουν το επόμενο πρωινό, πριν την αυγή, για το ταξίδι τους προς την Κεφαλονιά, όπου οι Τούρκοι πίστευαν να βρουν την Αρμάδα της Λέγκας, και να ναυμαχήσουν μ’ αυτή στο λιμάνι της: Έκαναν τα ίδια σχέδια, που οι δικοί μας έκαναν εναντίον αυτών: Λίγες ώρες πριν αρχίσει να αναχωρεί η τούρκικη Αρμάδα οι Χριστιανοί επίσης απέφυγαν να πάνε σε δικά τους λιμάνια, σαν ενδιάμεσο σταθμό, (όπως είπαν) προκειμένου κατ' ευθείαν να πάνε προς αναζήτηση των εχθρών. Έτσι συνέβη να είναι αυτοί ήδη πολύ κάτω από την Αρμάδα των εχθρών, πριν οποιασδήποτε απ' αυτούς να φθάσει στο καινούργιο δρόμο του άλλου. Ήταν πρόθυμοι και οι δύο να ναυμαχήσουν, αλλά δεν γνώριζαν ακόμη που θα συναντούσαν ο ένας τον άλλο, πραγματικά κάθε τμήμα πορευμένων δεν ήξερε που ήταν το άλλο, ασφαλείς (παραμένοντες) προσπαθούσαν, να είναι απασχολημένοι κατά την διάρκεια της μέρας. Αλλά απ' τη στιγμή που ανακαλύφθηκε η Αρμάδα των Τούρκων, και ήταν κατά τον ίδιο χρόνο με την ανακάλυψη της χριστιανικής, μεγάλη χαρά γεννήθηκε στον καθένα, και μαζί πολλή χαρά υπήρξε, έχοντας, η μία και η άλλη, μικρή έννοια για τις δυνάμεις των «εχθρών». Όπως είπαν, oι Τουρκικές γαλέρες έμπαιναν όλες έτσι στη σειρά προκειμένου να πλεύσουν μαζί, με πολύ περιορισμένη χρήση πανιών, αλλά με αρκετό πλεονέκτημα στην πορεία, έχοντας κάνει αιχμές στα άκρα (της σειράς), που είχαν σαν αποτέλεσμα να φτιάχνουν μία μορφή ίδια περίπου με μισοφέγγαρο. Αλλά και στη δική μας Αρμάδα, προκειμένου να την περάσουν απ’ το κανάλι, το οποίο σ' αυτό το σημείο είχε βράχους κοντά στο νησί Οξειά, είχαν συμφωνήσει να σπάσουν κάπου τη σειρά διάταξης των: λίγο μάλιστα πριν από τα θαλάσσια ρεύματα, που είδαν οι γαλέρες της εμπροσθοφυλακής, και που άρχιζαν να βγαίνουν προς τα έξω κατ' αρχήν απ' τα δεξιά τους, και που θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν και άλλα και πίσω απ' αυτούς τους βράχους.Αλλά, σ' αυτή τη παρουσίαση της αναζήτησης, στην αφήγηση επειδή τα πάντα πρέπει να είναι σαφέστατα, γι' αυτό δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην περιγραφή, ούτως ώστε αυτή να χαρακτηρίζεται από πλήρη σαφήνεια.Το Ιόνιο Πέλαγος είναι γεγονός σχεδόν ότι αποτελείται από δύο μεγάλους κόλπους,

που τους περιβάλλουν, στην περιφέρεια τους, περίπου διακόσια μίλια. Κατ' αρχήν από τον Κόλπο της Άρτας, και ακολούθως από τις ακτές της Αιτωλοακαρνανίας ( Αλβανίας) για να καταλήξει τελικά στον Κόλπο της Lepanto, ο οποίος για εβδομήντα μίλια, απέναντι στον Μοριά, βαθαίνει προς τα μέσα με τη μορφή μισοφέγγαρου, και φθάνει, σε μια άκρη του, στο Castello Tornese,

εκεί όπου και τελειώνει: Απέναντι της κλειστής αυτής στεριάς είναι τα νησιά Σάντα Μαύρα (Λευκάδα), Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, τα οποία παρουσιάζουν τριγωνική μορφή σχηματίζοντας περίπου ένα ημικύκλιο: Έτσι αυτός ο θαλάσσιος χώρος, σχεδόν από κάθε πλευρά, (αν και σε ευρύτερη θεώρηση,) παραμένει εν τέλει κλειστός. Από ένα σημείο απ’ εδώ που βρίσκονταν, υπάρχουν τρεις μεγάλες βραχονησίδες σε μικρή απόσταση διαχωρισμένες και όχι σε μεγαλύτερη απόσταση από ένα μίλι μακριά από την ακτή της Αιτωλοακαρνανίας, (Αλβανίας κατά τον Παρούτα και τον τότε γεωγραφικό πολιτικό προσδιορισμό της δυτικής Ελλάδας κατά τα συμφέροντα των ενετών ίσως, βλέπε διαχρονικά το θέμα χθες Ενετοί, σήμερα αμερικάνοι κκαι πάει λέγοντας! ): βλέποντας από εδώ, προς την ανατολή την Ναύπακτο, και προς την Δύση την Σάντα Μάουρα ( Λευκάδα), τους ίδιους ακριβώς στεριανούς χώρους και σε σχεδόν ίδια απόσταση περίπου τριανταπέντε με σαράντα μίλια μακριά: Κατά το μέσο της μέρας έχοντας απέναντί μας το Νησί του Τζάντε (Ζακύνθου) το οποίο ήταν σε απόσταση μεγαλύτερη από τη διπλάσια της απόστασης από τα βόρεια της Αιτωλοακαρνανίας, οι βραχονησίδες που προαναφέρθηκαν ήταν αυτά τα ίδια τα νησιά που οι αρχαίοι ονόμαζαν Εχινάδες, και για τα οποία αφηγούνταν οι ποιητές και έλεγαν ότι ορισμένες Νύμφες, ( σαν τιμωρία) βυθίστηκαν στη Θάλασσα, και μεταμορφώθηκαν σ' αυτά τα νησιά, αφού είχαν περιφρονησει προηγουμένως τον κοντινό Θεό Αχελώο: Τα νησιά αυτά αφιλόξενα υψίπεδα και χωρίς καμία ανθρώπινη κατοικία δεν έχουν για κανένα καμιά σημασία: εν τούτοις περιγράφονται σα γεγονότα, γύρω απ' εκείνα που επακολούθησαν, για να μην μετριαστούν σε σημασία, αργότερα, κατ' αυτήν την πλέον μνημειακή μέρα του ναυτικού σ' αυτή τη φημισμένη, για όλες τις μελλοντικές γενιές, χρονική στιγμή. Εις αυτή συνεπώς τη θέση ερχόμενη η αρμάδα μας, όπως είπαμε, στις επτά κατά τα μέσα του Οκτώβρη, ημέρα εξαιρετικά διάσημη στους Χριστιανούς αφιερωμένη στη μνήμη της παρθένου, μάρτυρος Giustina, και η οποία αποδείχτηκε πολύ καλή μέρα. Ο ήλιος, πάνω από τη γη, είχε καθαρίσει όλα τα σύννεφα του ουρανού, και είχε φέρει μια ολοκάθαρη ημέρα, είχε ηρεμίσει τους ανέμους, οι οποίοι λίγο πριν ήταν ταραγμένοι, ενώ τώρα η θάλασσα παρέμενε χωρίς κύματα μέσα σε μια ήσυχη μπουνάτσα. Ο Τζιοβάνι της Γκαρντόνας, ο οποίος μάλιστα ηγούνταν της εμπροσθοφυλακής με οκτώ γαλέρες, πέρασε από πάνω από τα βράχια της Οξειάς και πήγε στον Πεταλά ακολουθούμενος από ολόκληρη την αρμάδα για να σταματήσουν όλοι μαζί σ’ αυτό το χώρο, λόγω της ευκολίας ελλιμενισμού, και των νερών του ποταμού Αχελώου, εμψυχωμένοι, και έχοντας ήδη καμωμένα περίπου οκτώ μίλια πιο κοντά προς το κάστρο, ( μικρό Δαρδανέλι- Αντίριο), το οποίο ήταν τοποθετημένο στο στόμιο του Κόλπου της Ναυπάκτου, Lepando, και αφού είχαν επίσης αποστείλει προς τα εκεί μερικούς πολεμικούς επικεφαλείς προς αναγνώριση: Έτσι για το συμφέρον όλων οι αποσταλμένοι σ' αυτό το ταξίδι, αφού βγήκαν έξω από τα βράχια του Κουτσλάρη, (πάνω απ' την άκρη του ψαρότοπου, τον ονομαζόμενο απ' τους Έλληνες Μεσολόγγι,) η βασιλική γαλέρα του Ντον Τζιοβάνι ήταν αυτή που ανακάλυψε την Αρμάδα των εχθρών, να βρίσκεται περίπου στα δώδεκα μίλια μακριά, πράγμα το οποίο, εάν ήταν με σηκωμένα πανιά θα ήταν μακρύτερα, και δεν θα 'χαν ανακαλυφθεί από την εμπροσθοφυλακή….

Σχολιασμός των Ντοκουμέντων
Από την υποσημείωση του Κ Σάθα στη σελίδα 318 του βιβλίου του «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς 1453 – 1821» προκύπτει σαφής η αντίρρηση του, ως προς την θέση του Σπυρίδωνος Τρικούπη: ότι το Μεσολόγγι ιστορικά αναφέρεται δια πρώτη φορά μετά τις 10/22 Αυγούστου 1684 και μάλιστα μετά την Άλωση της Λευκάδας από τους Ενετούς. Ο Κ. Σάθας˙ αντιπαραθέτοντας την ιστορική μαρτυρία του ενετού ιστορικού Paolo Paruta από το δημοσιευθέν βιβλίο του τελευταίου, μετά το θάνατο του, το 1599, Storia della Guerra Di Cipro στο οποίο στη σελίδα 288 περιγράφεται ο γεωγραφικός προσδιορισμός του Μεσολογγίου και επιπλέον αναφέρεται με ιστορική ακρίβεια και στα γεγονότα της Battaglia di Lepanto˙ γυρίζει την ιστορία του Μεσολογγιού ένα αιώνα πίσω, δημιουργώντας σ’ εμένα την απορία για το τι είδους αναπάντεχη παρθενογένεση ανθρώπων ήταν αυτή που τους διάνθησε στα ξαφνικά να ζήσουν, έστω και τον 15ο αιώνα, στην τόσο εύφορη περιοχή μεταξύ των δύο Δέλτα των σπουδαίων ποταμών Αχελώου και Ευήνου! Μπας και είχαν ξαφνικά διακτινιστεί εκεί απ’ τον Άρη! Μπας κι ήταν πειρατές Λομβαρδοί, ήτανε Τούρκοι, ή μήπως, όπως ο Paolo Paruta ονομάζει την περιοχή τους Αλβανία, ήταν Αλβανοί! Και οι Έλληνες! Όπως θα ‘λεγε και ο Σεφέρης, που έδωσαν το όνομα Μεσολόγγι, που κανονικά διαχρονικά, κυρίως ιστορικά έπρεπε να υπάρχουν εκεί, από αιώνες, μήπως αντιθέτως αυτοί διακτινίστηκαν, για ποιούς αιώνες; στο διάστημα!
Πέραν των ανωτέρω και πριν αναφερθώ σ' αυτά καθεαυτά τα ανωτέρω αναφερόμενα γεγονότα σαν απλός Μεσολογγίτης ακροθιγώς θα ‘θελα να παραθέσω κάποιες εύλογες απορίες μου και θέσεις.
1ον: Από ανέκαθεν τα γεγονότα της Εξόδου του Μεσολογγίου, σαφώς συγκλονιστικά, σαν ιστορικά επώνυμες, καθοριστικές τοπικά, αλλά και πανανθρώπινες μεγάλες στιγμές του αγώνα των ανθρώπων για Ελευθερία, επισκίασαν και δεν κατεύθυναν προς το φως της μελέτης και της γνώσης την διαχρονικότητα των ανά τους αιώνες, και γενικότερα μετά την άλωση του Βυζαντίου, αγώνων των σκλαβωμένων Ελλήνων, ιδιαιτέρως και με όρους τοπικούς, των αγώνων των σκλαβωμένων Μεσολογγιτών και των γύρω απ’ αυτούς συντοπιτών τους Αιτωλικού, Γαλατά κ.α. Μήπως ήρθε η ώρα τώρα να ασχοληθούμε λίγο και μ’ αυτούς.
2ον: Αν εξαιρέσουμε την ιστορική γνώση των γεγονότων της Εξόδου του Μεσολογγίου, οι ακροθιγείς ιστορικές θέσεις για το ίδιο το Μεσολόγγι από την γέννησή του μέχρι σήμερα, φτωχές και παραπλανητικές σε ορισμένες περιπτώσεις, μη φθάνοντας, (εάν βέβαια υπάρχουν και προσωπικά ελπίζω ότι αν και άψαχτες υπάρχουν,) στο λαό του Μεσολογγιού, αλλά και γενικότερα στους Νεοέλληνες, αντί να τους εμψυχώνουν και να τους οδηγούν σε νέους δρόμους ανέλιξης και προόδου, (όμοιους μ’ αυτούς των προγόνων τους), μέσα από μια πάγια μνημοσυνοποιημένη κουραστική πλέον τελετουργία ενός κατορθώματος, που ενώ για την δεδομένη ιστορική χρονική στιγμή υπήρξε μέγιστο, εν τούτοις για τη συνολική ιστορική μνήμη των συμπατριωτών μου, χωρίς καθόλου να θέλω να το υποβαθμίσω, τους κάνει αυτάρεσκους και δεν τους οδηγεί στο δρόμο προς τα εμπρός, που οι πρόγονοί τους με αγώνες αιώνων, απ’ ότι ποιητικά φαντάζομαι, και πριν την Έξοδο είχαν βάλλει ως στόχο ζωής.
Μετά κι απ’ αυτά, εδώ πράγματι γεννιέται ένα πρόβλημα, δηλαδή το πότε και που στην ευρύτερη περιοχή της Αιτωλίας και μάλιστα στην οικονομική εύφορη ζώνη μεταξύ των δύο ποταμών Εύηνου και Αχελώου δημιουργήθηκαν οικισμοί, χωριά, πόλεις και τέλος ποίοι ήταν οι άνθρωποι που κατοικούσαν εκεί και ποιες, γιατί όχι, οι δραστηριότητες τους κι από πότε.
Έστω κι αν λέει την Αιτωλοακαρνανία και την Ήπειρο Αλβανία, σαφώς λόγω ενετικών σκοπιμοτήτων, κλείνοντας τα μάτια μου και ανασκαλεύοντας στην μνήμη μου τις περίφημες πληροφορίες, απ’ την ιστορική διήγηση του Paruta, ονειρικά ξαναζώ πριν 500 χρόνια στην ίδια περιοχή˙ που μέσα της χωράει ο Πεταλάς, η Οξειά και οι βράχοι της, ως και οι βράχοι απέναντι της χερσονήσου του Κου(ρ)τσλάρη- σήμερα, από τους ψαράδες ή ίσως κι απ’ ανέκαθεν, το (ρ) ίσα που ακούγεται και είναι πράγματι ελληνική παραφθορά, ή πρόθεση, ή αντιδάνειο ενετικό όπως και το επόμενο το τσ αντί του z στο Curzolari; ( να σημειωθεί ότι η λέξη curzolari στο Βενετσιάνικο Dizionario, δεν αναφέρεται πουθενά αλλού, παρά στην ανάλυση της λέξης Giustina και μάλιστα συνδυαζόμενη με την Battaglia di Lepanto, για την οποία σημειώνουν ότι : άλλοι την ονομάζουν έτσι και άλλοι Vittoria delle Curzolari. Τέλος με το πριάρι μου της φαντασίας, απ’ την Οξειά κι από τις νύμφες του Αχελώου, που περιφρονημένες μεταμορφώθηκαν απ’ τον Θεό στις οξυκόρυφες βραχονησίδες των Εχινάδων, πλέοντας μες στο χρόνο περνάω απ’ τις ακτές του Ασπροποτάμου, από τον Προκοπάνιστο και βλέπω μες στα μάτια μου τους ποταμούς του αίματος και τα ναυάγια της Ναυμαχίας. Στο χιλιαπλάσιο τις οιμωγές ακούω των σφαγιασμένων ναυτικών, ( επί ματαίω βέβαια, μια και ο τότε βασιλιάς ο Φίλιππος της Ισπανίας, πίστευε μονάχα στο εμπόριο, και στο εξ’ αυτού και μοναχά γι’ αυτό, το περιβόητο Montus Vivendi της αθλιότητας και της σκλαβιάς). Στο Βασιλάδι, λίγο πιο πίσω μου αγναντεύω λόγγους γλαυκούς τα μοσχομύριστα τα αρμυρίκια πάνω στο επίπεδο νησί του Αί Σωστιού και μέσα απ’ τα τσαρδάκια ακούω μες στ’ αυτιά μου τις αγαθιάρικες φωνές των σκάπουλων του ιβαριού να λένε ιστορίες, ενώ πέρα μακριά προς την Ανατολή, απ΄ τις εστίες βλέπω τον αναθρώσκοντα καπνό να κρέμεται και ν’ αχνοτρέμει εμπρός απ’ το γαλάζιο το κορμί της όμορφης Βαράσοβας, πάνω απ’ τον Γαλατά! Μπας και στ’ αλήθεια ο Paruta δεν ήταν μόνο ιστορικός! Μπας και στ’ αλήθεια ο Paruta μάγος της αναγέννησης δεν πλάνεψε κι εμέ διχάζοντας με για να ζω και τότε μα και τώρα εξόριστος κατάδικος σ’ εκείνο τον παράδεισο που είναι ελεύθερη η γνώση! Ιστορικοί δουλέψτε, βιαστείτε, μόνο η γνώση σώζει τους λαούς και τους πηγαίνει παραπέρα. Τ’ άλλα φτωχά φαντάζουν φληναφήματα μουσειακά, που ο μόνος τους σκοπός, του χρήματος, δεν φθάνει να δώσει ούτε ελπίδα μα ούτε κι όνειρα αληθινά! Ιστορικοί δουλέψτε ετούτος είναι ο σκοπός σας. Ο Σάθας κι ο Paruta ακούραστοι εργάτες, σαν ανακάλυψης εμπροσθοφυλακή της άπλετης αλήθειας, από το παρελθόν ακούραστοι μας οδηγούν και σας και μας στο μέλλον.

Επίλογος


Η αιτία συγγραφής του άρθρου ήταν αφ’ ενός μεν μια παλιά διαφωνία˙ πράγματι από το 1869 περίπου, υπήρξε μια διαφωνία του ιστορικού Κ. Σάθα, ως προς την ιστορική θέση του Σπυρίδωνος Τρικούπη, συγκεκριμένα στο ότι: κατά τον δεύτερο, το Μεσολόγγι αναφέρεται για πρώτη φορά στην ιστορία μετά την άλωση της Λευκάδας από του Ενετούς και μάλιστα κατά την περίοδο 10/22 Αυγούστου 1684, ενώ κατά τον Κ. Σάθα το Μεσολόγγι αναφέρεται ιστορικά νωρίτερα από τον θάνατο του Βενετσιάνου ιστορικού Paolo Paruta το 1599, και μάλιστα μεταξύ 1571 και 1599, στα χρόνια δηλαδή που λογικά πρέπει να είχε συγγράψει το βιβλίο του, “Storia della Guerra Di Cipro”, μέσα στο οποίο και στη σελίδα 278 αναφέρεται το Μεσολόγγι˙ αφ’ ετέρου οι πολλές ανακρίβειες που γράφουν ή και διηγούνται διάφοροι, χωρίς ποτέ ωστόσο να ονομάζουν ή και να παραθέτουν τις πηγές των, και τα δύο μαζί τελικά με ανάγκασαν ανατρέχοντας στις πραγματικές πηγές του κ. Σάθα και P. Paruta, ως και σε τοπικές γνώσεις, μια και κατάγομαι από το Μεσολόγγι, να καταγράψω και να αποκαταστήσω, παραθέτοντας τα πρωτότυπα κείμενα, ακόμη και με ελεύθερη δική μου μετάφραση, την αλήθεια. Η αλήθεια, τουλάχιστον στο βαθμό που οι πηγές μου είναι αξιόπιστες, αναδεικνύει πράγματι ότι το Μεσολόγγι αναφέρεται ιστορικά από τον καιρό, τουλάχιστον, που διατείνεται ο Κ. Σάθας στηριζόμενος ορθώς στην έγγραφη αναφορά του Paolo Paruta.

ΥΓ. Προσωπικά με το παρόν άρθρο μου δηλώνω, ότι δούλεψα σε αυτονόητες αλήθειες που διετύπωσαν δύο μεγάλοι του παρελθόντος Ιστορικοί, ο κ. Σάθας και ο Paolo Paruta, και δεν επιζητώ ουδένα όφελος εξ' αυτού. Εάν στην προσπάθεια μου, να ανασύρω τις μη γνωστές στο ευρύ κοινό απόψεις των προαναφερομένων Ιστορικών, υπέπεσα σε λάθη θα χαρώ επιστήμονες Ιστορικοί να με διορθώσουν και οπωσδήποτε να με συμπληρώσουν. Σε καμία περίπτωση δεν θα 'θελα η δουλειά μου να φέρει εμπόδια ή να βλάψει τη Γνώση. Αντιθέτως η επιδιωξή μου στο αντίθετο αποβλέπει.

Τα τελευταία κείμενα είναι του Άγγελου Κότσαρη