Sunday, October 28, 2007

Μεσσολόγγι του 40

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΤΟΥ 40

Κάποια στιγμή έτσι στα ξαφνικά, ας πούμε, πως ήρθε το απρόσμενο και καταστροφικό για την πατρίδα μας σαράντα.
Ανήμερα της 28ης του1940 κι ενώ κοιμόμαστε ακόμη, μέσα στην ησυχία του πρωινού όλες μαζί οι καμπάνες άρχισαν εκκωφαντικά και μάλιστα ασταμάτητα γρήγορα να χτυπούν με ήχο που σμπαράλιαζε σαν κανονιές τ’ αυτιά μας. Πρώτη φορά παράξενα εκείνο το πρωινό όλες μαζί οι καμπάνες σαν και να ήτανε μαντατοφόροι του κακού με τέτοιο τρόπο χτύπαγαν, έτσι που σου μετάδιδαν, πριν απ’ το μπούκωμα, που εν τέλει νοιώθεις στο μυαλό με τ’ άγριο σφυροχτύπημά τους, μια έκπληξη και λίγο έπειτα απ’ αυτή, την αίσθηση κάποιας μεγάλης που έρχεται, άμεσης απειλής.
Κατήφεια, φόβος κι ένδεια, βροχή, αέρας άγριος και κρύο τσουχτερό, όλα της φύσης τα κακά θαρρείς κι απότομα εκείνο το πρωινό πως μες στη πόλη εφορμούσαν έτσι που νόμιζες πως ξαφνικά σάλεψαν γύρω σου μαζί με τους ανθρώπους κι ολόκληρη η πλάση. Και ένοιωθες τότε από παντού πως όλα άρχισαν να τρέχουν δίχως κανένα κρατημό κι έξω από σε μα το χειρότερο ακόμη και από μέσα σου βαθειά, απ’ την καρδιά σου ως το κεφάλι. Κι ύστερα πάλι αντίθετα, συνέχεια πηγαινέλα, όλα τα πάνω κάτω, κουτρουβαλιάζονταν διαρκώς. Ξετρελαμένα όλα, έφταναν και περίσσευαν για να σε παραλύσουν. Μνήμες και φόβοι άγριοι. Κληρονομιές αιώνων κι ένστικτα άμυνας για την αρχή, και αγωνίας έπειτα σ’ έκαναν να ζητάς, απ’ το προαναγγελλόμενο κακό κάτι να κάνεις να σωθείς, ει δυνατόν να επιζήσεις. Τέτοιος ο χτύπος, απ’ όλες τις καμπάνες, που σου ’φερνε, ότι κι αν πεις, αντάριασμα αληθινό στα τεντωμένα νεύρα σου. Ίδια τότε τον νοιώθαμε τον πανικό με το αναπάντεχο, το αφηνιασμένο αντάριασμα ζώων δεμένων μες σε στάβλο, λίγο προτού ξεσπάσει συντελειακός ένας σεισμός, ή μια δαιμονισμένη, ολέθρια πυρκαγιά.
Έτσι περίπου άγρια κι ας πούμε ξαφνικά κείνη τη μέρα του σαράντα μπήκε και ρίζωσε γρήγορα και απότομα πανάρχαιο παράσιτο, αειθαλές ο πανικός, μες στην ψυχή μας την αιφνιδιασμένη. Κι άντε από εκεί και πέρα, να πούμε, να τον βγάλεις, μ’ όσες ακούγονταν, τόσο ανήσυχες φωνές.
- Μα τι συμβαίνει;
- Τι;
- Γιατί χτυπάνε οι καμπάνες;
- Τι έχουμε;
- Τι γίνεται;
- Να κάτι άκουσα για Ιταλούς, για Χίτλερ και για Μουσολίνι… πρώτη φορά φοβάμαι..
- Πρώτη φορά; Να ’τανε πρώτη, αλήθεια! Θεέ μου σε καλό μας!.... τι διαδίδεται Παρασκεύη;
- Πόλεμος. Δεν γροικήσατε!...
Πόλεμος! Πόλεμος! Λίγο το λίγο έφτασαν και σαν τις κάργιες έκατσαν επάνω στα κεφάλια μας τ’ άσχημα τα μαντάτα.
Περίλυπη, συλλογισμένη, γέρνοντας το κεφάλι, «Πόλεμος.. Πόλεμος.. Τι συμφορά μας βρήκε!» μουρμούριζε συνέχεια στο δρόμο της προς το σχολείο, στους άλλους συντοπίτες της η μικροσκοπική δασκάλα, η λεπτεπίλεπτη κυρά Ρηνιό.
- Πόλεμος! Αυτό, μας έφτανε μονάχα. Γνοιαστείτε τα παιδιά σας.
Κόσμος πολύς στη γειτονιά εκείνο το πρωινό, και το χιονόνερο να πέφτει. Τα σπίτια παγωμένα, μ’ ορθάνοιχτες τις πόρτες, έμεναν αδειανά. Όλοι στην πόλη έτρεχαν, από εδώ κι από κει, κάτι το περισσότερο μη και μπορέσουν και το μάθουν. Και μόνο τα μικρόπαιδα φαινόταν να γλεντάνε το ξαφνικό μαντάτο.
- Να παίξουμε τον πόλεμο... Λεω εγώ! Φώναζε ο Μιχάλης του Ντίνια ο γιός, ο ατίθασος, γελώντας με τ’ αστείο του, στους άλλους πιτσιρίκους. Και δίχως άλλα παρακάλια, αφού αυτός σαν αρχηγός του πετροπόλεμου της γειτονιάς έπρεπε πρώτος ν’ αρχινήσει, άρπαζε από κάτω το πιο βαρύ χαλίκι. Πόλεμος! Έσκουζε, γελώντας κι αμόλαγε την πέτρα.
- Να ’τα μας. Πάλι πόλεμος! Τ’ άκουσες κυρά - Βάσω μου; Έλεγε σκεφτική η κυρά-Γιώργαινα του Κατσαντώνα, πρόωρα γερασμένη, κι όμως, ότι κι αν πεις, όλο ζωντάνια στην ψυχή, γυρνώντας αδιάκοπα το έρμο το σφοντύλι, μ’ όση της άφηναν τα φαγωμένα δάχτυλά της, χρόνια και χρόνια, μαστοριά, έτσι που να μαζεύεται συνέχεια, διαρκώς λεπτό μα και κρουστό, στ’ αδράχτι το γυαλιστερό, το πουπουλένιο γνέμα.
- Και το ’δα εγώ, π’ ανάθεμά το, το όνειρο εψές το βράδυ, καλή μου κυρά Γιώργαινα, ανταπαντούσε η κυρά-Βάσω... Το ’δα, που να μην το ’βλεπα. Κι είδα το μαύρο θηλυκό μου, να ξεπορτίζει η κακούργα, μ’ ένα πανέμορφο φαντάρο, που δεν μου έμοιαζε δικός μας. Έλεγε κι όλο έλεγε ανήσυχη, γεμάτη φόβο η κυρά-Βάσω, απιθωμένη στην αυλή, στρίβοντας νευρικά κι απρόσεχτα σχεδόν από τη ρόκα το μαλλί της παραφορτωμένης της τουλούπας.
Κι έπειτα, λίγο πιο μακριά ο Μίδας ο ψαράς, στην πλάτη φορτωμένος με δέκα στόματα αρούπωτα παιδιών, έλεγε στον κυρ-Στράτο.
- Θα πεινάσουμε κουμπάρε... Πιότερο ετούτη τη φορά.
- Αεί στο σιχτίρ να πάνε, του κερατά οι φασίστες.
- Μισούν την Ιστορία μας, τη γλώσσα μας, το ότι υπήρξαμε, πριν απ’ αυτούς, κι έπειτα από δαύτους. Σιγοκουβέντιαζε σε μια γωνιά, ο Νίκος του Κυρ-Μιχαλιού, με τον πολύξερο καθηγητή, τον κύριο Χαρίση.
- Φοβούμαι Νίκο μου... Φοβούμαι!... Τα νέα πράγματα, φοβούμαι. Τι τα σκαλίζουνε μαθές, καλά ή κακά τα χθες, μα τ’ αύριο είναι χειρότερα και τα μυρίζομαι από τώρα. Για πες μου, πού διάολο το πάνε; Σκατά, δυο πόλεμοι μεγάλοι, δεν έφτασαν να καταλάβουν; Τόσοι νεκροί.. Τόσοι ανάπηροι.. Τόσα και τόσα χρόνια, οι άντρες μας μία ζωή ολόκληρη συνέχεια στο στρατό. Τώρα τι ψάχνουν πάλι και τόσο απερίσκεπτα, σε τόσο λίγο χρόνο; Δεν είδαν το τριάντα;
- Συμφέροντα, κύριε Καθηγητά... c’ est. la vie.
- Α! Μην το λες.. Το δίκιο...
- Το δίκιο μας... Γιατί, μωρέ γαμώτο! Τι τους πειράξαμε τους Φράγκους; Έλεγαν και χειρονομούσαν, μιλώντας μες στην αγορά, ο Σιώρης με τον Μπάμπη.
- Δεν έχει δίκιο ο φασισμός. Ξυπνάτε άνθρωποι, ξυπνάτε! Πέταξε θυμωμένη, σαν την βολίδα τρέχοντας για μια στιγμή μπροστά τους, σε αναζήτηση τραβώντας του ανάπηρου αδελφού της, όλο αγωνία η Καλλιρρόη η Μπακιρτζή.
- Φασίστες! Ναι. Φασίστες. Αλίμονο!... Αλίμονο!... Αλίμονο σε μας! Αλί και στα παιδιά μας!
- Τα παιδιά μας! Τα παιδιά μας!...
- Στα όπλα... Στα όπλα μωρέ! Φώναζε μες στη γειτονιά, ο Μπάρμπα Νιόνιος, ο Αλέστας, ξεμέθυστος σχεδόν ετούτη τη φορά, κι ας ήταν δέκα το πρωί. Στα όπλα! Στα όπλα! Μωρέ, τι κάθεστε!... Στ’ άρματα πουτσαράδες!
Πόλεμος. Ένα κουτσούρεμα ακόμη, στο δέντρο της ζωής. Εν’ άλλο λοξοδρόμισμα, απ’ το σκοπό του ανθρώπου. Το πιο χειρότερο της μοίρας μας της τωρινής. Ένα αδιέξοδο καινούργιο. Ένα βουνό θεόρατο και φοβερό, στο δρόμο μας μπροστά. Τον δρόμο τον ατέλειωτο, που τον πηγαίναμε διαρκώς, μες την αβεβαιότητα, κι όμως ακούραστοι συνέχεια, μπας κι από πάνω απ’ το πετσί μας κάποτε ξεκολλήσει τόσων αιώνων η κατάρα.
Κι όμως πόσο αστεία εν τέλει η επιλογή, του ρυθμιστή των πάντων! Τι του ζητούσαμε τόσον καιρό; Κι ήτανε τόσο δα σπουδαίο, να ορέγονται οι άνθρωποι, λίγο ψωμί περισσότερο, κάμποσα κάρβουνα για ζεστασιά και μία κάμαρη πιο στεγανή, απ’ τους αέρηδες και τις ψιχάλες! Κι έπειτα` σαν μ’ υπομονή μοιράζαμε τα ψίχουλα της ξεραμένης λειτουργιάς, στο αδειανό τραπέζι, μήπως κι η μάνα κι ο πατέρας συχνά -πυκνά δεν έλεγαν με στεναγμό λυτρωτικό, το *Δόξα έχει ο Θεός*.
- Τι σου ζητούσαμε Θεέ; Γιατί αυτή η επιλογή σου;
Μες στο σοκάκι, από μακριά, μ’ ένα ραβδί στο χέρι στρίγγλιξε, χειρονομώντας άγρια στη μάζωξη των γυναικών, θεοπάλαβη γριά, η κυρά - Κίτσαινα η αλλοπαρμένη.
- Οργή!.. οργή, Θεού!.. Οργή!
Σκύλλα γριά, τι φταις εσύ; Πιο λογικός μου φαίνεται, κι ο πόλεμος ακόμη, απ’ την οργή του δολοφόνου σου Θεού. Σκύλλα γριά, μην προκαλείς. Και μη με κάνεις να φωνάξω... «Αν είναι έτσι οι Θεοί, καλύτερα ο πόλεμος κι ότι κι αν θέλει ας φέρει».
Σαν να ’ναι μες σε όνειρο ή πιο σαν να ‘ναι μέσα σε εφιάλτη θυμάμαι εκείνο το στρυφνό, τον δυσκολοκύλιστο χειμώνα. Κείνο τον άσχημο χειμώνα, που άρχισε ο πόλεμος. Παλιόκαιρος. Έβρεχε ασταμάτητα. Κι έριχνε το νερό πολύ, με το γκιγούμι λες, στα κεραμίδια ο Θεός και στους λακουβιασμένους δρόμους. Κλεισμένοι από νωρίς μέσα στο σπίτι νοιώθαμε, σαν τα ποντίκια μες στη φάκα. Δίχως διέξοδο, περιφερόμαστε από παράθυρο σε παραθύρι, ολότελα θαμμένοι, σαν και να μην είμαστε καν ζωντανοί. Μάταια ψάχναμε μέσα στην ύπουλη σιωπή, να ανακαλύψουμε κάτι περίεργα υπαρκτό, αόρατο εντούτοις, που κι αν σαν το σκουλήκι σέρνονταν μέσα μας κι έξω από μας, μπροστά μας ακριβώς, εντούτοις όμως αδειανό, το πετρωμένο βλέμμα μας ήταν αδύνατο και να το δει.
Τα λόγια μας, απ’ τις ανάγκες της στιγμής, ήταν ξερά. Και πιο συχνά και μετρημένα. Όμως υπήρχαν δυστυχώς κι άλλες φορές, κι αληθινά δεν ήταν λίγες, που απρόσεχτες κι αδιάφορες, ακατανόητες σχεδόν γίνονταν οι κουβέντες. Και τότε το χειρότερο ακολουθούσε κι απ’ αυτό. Γιατί κάποιες στιγμές, κι υπήρχαν πάλι κι απ’ αυτές πολλές, που όλως διόλου εχθρικές μεταλλαζόταν οι φωνές μας. Τι κι αν ακούγοντας τες, εκ των υστέρων βέβαια, πράγματι μας ξαφνιάζανε, εν τούτοις τακτικά έβγαιναν απροκάλυπτες μέσα απ’ τα βάθη μας τα πικραμένα κι ίδιες σαν τις βροντές έπεφταν με μανία πάνω στα τόσο ευαίσθητα εκείνο τον καιρό τα τύμπανα της σύνεσής μας, σπάζοντας εύκολα και θρυμματίζοντας τελείως την πιο απαραίτητη, για να ηρεμούμε, περισυλλογή.
- Κάτσε να φας, αλλιώς να τα μαζέψω.
- Μάνα.. Να πάω για ύπνο;
- Βρέχει. Βρέχει κι αστράφτει θεέ μου. Πού στο διάολο, θα πάει αυτό;.. Δέκα μερόνυχτα... Λες και ξεπάτωσε ο ουρανός. Άντε και πώς να βγω στο πέλαγος θα μου τουμπάρει η γαϊτα.
- Είπα, θα φας;
- Μάνα. Νυστάζω.. θέλω να κοιμηθώ.
- Έλα παιδί μου εδώ. Κοντά στο παραγώνι. Έλα και μη μιλάς. Είναι νωρίς ακόμη.
- Θα σβήσω τη λάμπα. Το πετρέλαιο σώνεται.. Ή επειδή εσύ γέρασες και φοβάσαι να κοιμηθείς, μη δα και δεν ξαναξυπνήσεις... νομίζεις, πως θα κρατάμε τη φωτιά όλη τη νύχτα αναμμένη; Άσ’ τον να πάει, να πέσει.
- Μάνα.. πάψε... Πάψε για το θεό. Μην της μιλάς.. Την ξέρεις... Tο ξέρεις, είναι παλαβή!.. Τόσο, όσο κι εγώ ο κερατάς, κείνη την άραχνη στιγμή, που έντεσε και την πείρα.
- Βγάλε τη σκούφια σου να μας βαρέσεις. Κακόπεσες ο κερατάς! Είμαι από σόι εγώ, γνήσια Βουρλοπούλα. Χάρη σε σένα, αν το θες, κάνανε τ’ αδέλφια μου οι μουρλοί, μα εμένα μ’ έπνιξαν, στην δυστυχία.
- Στο διάολο, επιτέλους.. εσύ κι όλο το σόι σου μαζί.
- Ναι. Και κάτσε εσύ εδώ μέσα, για να βαράμε μύγες. Αύριο το στάρι σώνεται. Για ζητιανιά εγώ, μη σκέφτεσαι, δεν βγαίνω.. Ένα και ένα κάνουν δυο. Ή που δουλεύεις γρήγορα, ή όλους μας λοιπόν, μας παίρνει ο διάολος και πάμε. T’ ακούς; Αυτά ν’ ακούς... Και πάμε!
- Και πού να πάει Ελένη μου, τέτοια μια άγρια νύχτα, με τούτο το καιρό;
- Παιδί σου... Δικαιολόγα τον. Μωρέ άντε ’στε στα κομμάτια! Σαν πως σας γύρεψα μπουκιά όλη τη μέρα σήμερα, την ώρα που σας μοίραζα τα τελευταία ψίχουλα, απ’ το λειψό καρβέλι! Μωρ’ άντε κόψτε το λαιμό σας` και παρατάτε με όλοι σας.
Κι όμως δεν ήταν όλο τον καιρό τόσο κακή η κυρά - Ελένη, μα οι ανάγκες δυνατές` κι ότι κι αν πεις κι απάνθρωπες.
- Μάνα, θέλω να κοιμηθώ.
- Σκάσε διάολε... το Χριστό σας… την Παναγία σας.. Με πνίξατε. Δεν ήτανε να μην έχανα... τα δάχτυλά μου στο μουράγιο` και να ’μουνα κι εγώ μακριά. Ναι. Χίλιες φορές καλύτερα, να ’μουνα τώρα εκεί πάνω, στον πόλεμο.... Την Παναγία σας και το Θεό σας.
- Μη χολοσκάς παιδί μου.. Έλεγε σιγανά, χολοσκασμένη η ίδια, η κυρά-Γλυκερία.
Άσχημο πράγμα ο χειμώνας. Oι δρόμοι νεροφαγωμένοι, έρημοι, σκοτεινοί, και οι φωνές ανάριες ήτανε σκηνικό μοναχικό, παράξενο μες στο μονότονο χορό, που ’στηναν οι ρονιές, καθώς χοντρές σταλαγματιές νερού, απ’ τη βροχή, κυλούσανε μερόνυχτα, αργά και ασταμάτητα, πάνω κι ανάμεσα, από τα ρουπωμένα, μέρες και μέρες τώρα, κόκκινα κεραμίδια.
Η θάλασσα μουντή κι ανταριασμένη, άγρια τον πιο πολύ καιρό, έμοιαζε αποτραβηγμένη. Λες κι ακατάδεχτη πως ήταν, μακριά απ’ την ανέχεια μας, μακριά κι απ’ την ανημποριά μας. Σαν να μας μίσησε στα ξαφνικά, κι από πονετική, γνήσια καλομάνά μας, έγινε απότομα μαθές άσπλαχνη, ξένη, δίχως στοργή μητριά. Μπορεί και να ’χε δίκιο. Βλέπεις τα χέρια των ψαράδων τα ’θελε όλα ο πόλεμος. Και λιγοστά ήταν αυτά κι ανεπαρκή που ξέμειναν ξωπίσω. Τόσα και έτσι ανήμπορα που αληθινά δεν ήταν ικανά με τα επιδέξια χάδια τους, και να την εργαστούν, και να την μολαϊμίσουν.
Η φτώχεια κληρονομιά συγγενική παρέμενε, πάππου προς πάππου ας πούμε, κι απάνω μας κολλούσε όλο και πιο σφιχτά αρπαγμένη, σαν παλιοαρρώστια σύφιλης, λες κι είχε βάλει πείσμα, εκείνο το χειμώνα, σαν το λεμόνι να μας στύψει.
- Ναι. Ρημάξαμε` κι όμως, απ’ όσα βάσανα μας δίνει αυτή η ζωή, το πιο τρανό, παιδί μου, είναι ο πόλεμος κι ότι κι αν θέν’ οι κοκορόμυαλοι ας λένε!... Πάνε τα πόδια μου!... Κι έχουν περάσει χρόνια, τόσα που ξέχασα μαθές... εκεί που σταματήσαμε... στο Αφιόν Καραχισάρ... Ναι! Στο Αφιόν Καραχισάρ... Ξανάλεγε, ο Μπάρμπα Δημητρός ακίνητος, κολοβωμένος. Απιθωμένος, μοναχός, σε μια παλιά καρέκλα πλάι στην ξεραμένη ασκαμνιά, με τη ματιά σιγά, σιγά να σβήνει και να εξατμίζεται, μέσα στου άπειρου τη μαραμένη μνήμη.
Πόλεμος! Θυμάμαι εκείνο το χειμώνα, κοντά στο παραγώνι ή πάνω απ’ το μισόσβηστο μαγκάλι με τις ατέλειωτες κουβέντες, γι’ αυτά που γίνονταν μακριά, στο μέτωπο απάνω. Θυμάμαι εκείνο το χειμώνα, μέσα στα σπίτια μας με τις αργόσυρτες εκείνες νύχτες, και την αψάδα κορωμένη, για το ανήκουστο των Ιταλών του Μουσολίνι θράσος.
- Μα, αν είναι δυνατόν, να θέλουν να περάσουν! Τι το περάσανε μωρέ; Κανά σεργιάνι πρόστυχο, σαν τα μπουρντέλα τους στην Ιταλία;
Εντέλει πόσα λίγα, τώρα πόσο παράξενα, θυμάμαι, λες και δεν είχα τότε γεννηθεί. Λες και δεν είχα ζήσει εκείνο το παράτολμο, παιδιάστικο, ίσως μπορούσες να το πεις, το παραλήρημά μας, το αφελές για νίκη. Για νίκη, πάνω απ’ όλα, κυρίως ηθική. Νίκη πάνω σε μία δύναμη, που δίχως έλεος κι αρχές, αφηνιασμένη έσπρωχνε ανθρώπους και αξίες, μες σ’ ένα βάραθρο, από καινούργιες καταστάσεις, δαιμονισμένες σίγουρα` κι ας ήταν να μη γίνονταν στο τέλος κι εφιαλτικές.
Τα νέα ευχάριστα, ακόμη στην αρχή, κατηφορίζαν γρήγορα τις χιονισμένες τις κορφές, δρασκέλιζαν τα διάσελα κι από την Αλβανία λιτά, σίγουρα, σκαρωμένα σ’ ένα τσαλακωμένο, βρώμικο τις πιο πολλές φορές χαρτί, έφταναν να γεμίσουν όλο συγκίνηση τις δίχως τελειωμό ώρες της προσμονής μας.
- Πάει.. Τελειώσανε τα βάσανα. Στην Τρεμπεσίνα απάνω βαλαν τα πόδια στο κεφάλι οι κοκορόμυαλοι μακαρονάδες.
- Σε λίγο θα γυρίσουνε στα σπίτια τα παιδιά μας.
- Αμήν, Χριστέ μου. Θα ξαναδώ τον Γιώργο μου. Κι έπειτα ας μ’ αναπάψει ο Θεός` ανταπαντούσε ξέπνοη - ογδόντα χρόνων και σχεδόν τυφλή η βάβα η Φρόσω του Μαρούλη, που καθισμένη καταγής, στο τρύπιο πάτωμα του μαγειρειού, φυσούσε μ’ όση μπορούσε δύναμη ν’ ανάψει η φωτιά, μες στη φουφού, για να ψηθούν στην πυροστιά τα χέλια και οι τσουπωτές, ολόφρεσκες μαρίδες.
- Το ξέρω, θα γυρίσουν Μάνα. Ναι, θα γυρίσουν όλου του κόσμου τα παιδιά. Το ξέρω, θα γυρίσουν. Θ’ αρθεί κι ο Γιώργος μας, θα δεις….θα ‘ρθει και το καμάρι μας. Κι έπειτα, αν το ιβάρι πάει καλά, να τον σπουδάσω λέω.
- Γιατρό... Να με γεροκομάει.
- Ναι. Γιατρό, έλεγε η Παρασκευή. Και το μυαλό της βιαστικό, έτρεχε με λαχτάρα, όσο μπορούσε πιο μακριά, από το σήμερα μες στ’ αύριο, κι εάν γινότανε και πιο μακριά, εκεί να φυλαχτεί κι εκεί να ησυχάσει. Μ’ απελπισίας άλματα πήδαγε ξυπνητή τη διαδρομή του χρόνου, - που ’τανε άγνωστο, αν ήτανε να ‘ρθει, η και να μη έρθει καν - μπας και γλιτώσει απ’ τα χαντάκια. Εκείνα τα χαντάκια του ύπνου της τα φοβερά` που κάθε βράδυ γύρω της - σε εφιάλτες της - όλο και αυξανόμενα, σε πλάτος και αριθμό, την στρίμωχναν, την πίεζαν όλο και πιο πολύ` και την ανάγκαζαν γονατιστή στα πόδια ενός ρακένδυτου, σαν τον ζητιάνο, ανθρώπου να πέφτει, να ικετεύει` δίχως και να θυμάται τι του ζητούσε το πρωί…
- Δεν τα πιστεύω τα όνειρα, μα τα χαντάκια αυτά μητέρα!… έλεγε, μα δεν απόσωνε να πει. Κι έτσι στο τέλος μόνο η έγνοια απόμενε και τα χαντάκια εκείνα, σαν το ζουνάρι να κυκλώνουν, σφιχτά σα μέγγενη, με κύκλους γύρω, γύρω κείνα τα τόσο όμορφα και τόσο αισθαντικά, τα πάντα υγραμένα μελιά ματόκλαδά της.
- Ναι. Θα γυρίσουν, μάνα... Ναι, θα γυρίσουν… όλου του κόσμου τα παιδιά… Mόνο, που το δικό της το παιδί, ξεχάστηκε εκεί απάνω` κι έμεινε αγνοούμενο μέσα σε κάποια ρεματιά, όπως και στ’ όνειρο, για πάντα. Άμοιρη μάνα, δόλια!
Που χάθηκαν, αλήθεια, όλα εκείνα τα παιδιά; Οι αμπολιές δίχως ψαράδες ρήμαξαν. Κι οι καφενέδες κι οι ταβέρνες ξέπεφταν μέρα με τη μέρα, ήσυχες, αδειανές, αραχνιασμένα στέκια της πλήξης και της θλίψης αραξοβόλια μόνιμα παροπλισμένων καραβιών, χωρίς την βουερή τη παρουσία και τα υψώματα της ζωντανής φωνής κείνης της νεολαίας. Κείνης της ενθουσιασμένης, της αντιστασιακής νεολαίας, που πήρε αμέσως, λες και μ’ απόφαση αιώνων, τ’ απάτητα βουνά, να πάει να πολεμήσει. Αν και για να εξηγούμαστε, ‘μειναν και κάποιοι πίσω, όμως ελάχιστοι βεβαίως. Κι ήταν ετούτοι βέβαια στο φρόνημα αμετάπιστοι μελανοχίτωνες του φασισμού κι οι ίδιοι. Νεολαίοι σ’ απολίθωση, φανατισμένα μέλη της περιβόητης ΕΟΝ, της πιο κωμικοτραγικής οργάνωσης στην Ιστορία, που η παράνοια του Μεταξά επάνω της με τρέλα στήριζε, για το μέλλον της, το έργο το θεάρεστο της πιο στυγνής κι ηλίθιας, της μελανής του της δικτατορίας. Μα αυτοί ήταν αμελητέοι μπροστά στο σύνολο των νέων που πήραν σβάρνα τα βουνά, γι’ αυτό κι από την άλλη μέρα χαθήκανε από προσώπου γης αυτοί και οι στολές τους, σαν μια παρένθεση ελεεινή, σαν αποφόρια βρώμικα στην Ιστορία τελικά. Εν τέλει διαλύθηκαν, σκόνη γινόμενοι συμπαντική, μες στο τρισήλιο το φως, των μυριάδων των αστέρων, που ’λαμψαν πάνω στα βουνά, έχοντας τις μορφές, από τα νιάτα δανειστεί, των υπερήφανων φαντάρων του έπους του 40.
Για εκείνη τη περήφανη γενιά, μιλώ, που ξαφνικά αρμένισε σεμνά, κείνο το χρόνο, από κοντά μας, δίχως φανφάρες ύμνων και επετείων τελετών βαρύγδουπων Μεταξικών, όπως αυτές που λίγο πιο πρωτύτερα, πλένοντας και ξεπλένοντας συνέχεια εγκεφάλους, θέλανε να μας επιβάλουν. Για κείνη τη γενιά, μιλώ, που ανέτοιμη, μα και εντούτοις αποφασισμένη, επήρε στο κατόπι ένα εχθρό, όχι και τόσο αστείο, καθώς τον ήθελαν τα χωρατά. Για κείνους τους περήφανους Έλληνες στρατιώτες λέω, που πέταξαν πέρα μακριά, απ’ τις παλιές συνήθειες και τα προβλήματα της γειτονιάς. Που ξεσηκώθηκαν αυθόρμητα, προσκαλεσμένοι μόνο από φωνές παλαιικές, οι οποίες μέσα στην καρδιά τους έμεναν φυτρωμένες, λες κι από μια άγρυπνη φροντίδα, μέσα στο χρόνο αλλιώτικη, σαν κι από ένστικτο, πιο δυνατή εκείνη τη στιγμή. Τότε ακριβώς που, ναι, είχαν αλλάξει ΕΚΕΙΝΟΙ. Είχαν αλλάξει ριζικά. Κι από μια ασήμαντη ζωή, μπήκαν απότομα, αν και ανθρώπινα, σε διαστάσεις έξοχες, δραματικά μεγάλες. Ετούτη τη στιγμή τούτη οι απλοί οι άνθρωποι, που μέχρι τότε ειρηνικά τα βήματα τους ήρεμα ήταν σοφά μέσα στο χρόνο μετρημένα, δρασκέλησαν απρόσμενα τις ράχες του Ζυγού και από κει και πέρα, χάθηκαν υπερήφανα ορμώντας στο στερέωμα των ιδεών και αξιών που έτρεφαν πάντα την πατρίδα, ξαφνιάζοντας με τόλμη τους ξεφτισμένους τους πολιτικούς και τους θεούς ακόμα.
Άντε λοιπόν και να τους πιάσεις` πόσες φορές στην Ιστορία! Άντε λοιπόν και να τους βρεις, σε τόπους, που η ζωή δεν δέχεται αφέντη της και νταβατζή τη μοίρα. Εκεί, που ασκλάβωτη η ψυχή τρέχει και αντρειεύει` σπέρνοντας πίσω της σπόρο τη δύναμή της, αίμα τα όνειρά της, πόνο και στέρηση ένα αιώνιο καημό να λυτρωθεί, να αλαφρώσει, και να πετάξει όμορφη, ιδανική - τολμώ και να το λέω - προ πάντων λεύτερη, απ’ όσα τη φορτώνουνε σ’ όλο το διάβα της ψέματα και δεσμά.
Ναι. Κι ας μη γελιόμαστε, πως όλα ετούτα τα ψηλά, έχουν να κάνουν μ’ ήρωες. Όχι, δεν είναι ήρωες οι ανθρώποι. Όλοι μαζί, νομίζω, όπως ετούτη τη φορά, τούτο το ανεπανάληπτο 40 μπορεί και να γενούν.
Τότε ήτανε άνθρωποι απλοί, στο σύνολό τους αγαθοί. Είδανε ξάστερα σε μια στιγμή όλοι μαζί το πρέπον. Όλοι μαζί κατάλαβαν το μέγεθος της νέας συμφοράς. Και πάλι όλοι μαζί πήραν απόφαση, ν’ αλλάξουν. Κι άμα, όλοι μαζί πήρανε την απόφαση, δεν ήταν δύσκολο γι’ αυτούς ν’ αλλάξουν, όπως στ’ αλήθεια το ’καναν, μες την υπόλοιπη διαδρομή. Μια διαδρομή, που μόνοι τώρα ευτυχώς, δίχως τα έχει του θεού, την ακολούθησαν χρόνια πολλά, από τα τότε και μετά.
Τότε, όταν σχεδόν πρωτόγνωρα κλονίστηκε εντελώς, έτσι από μέσα μας κι όχι στα ξαφνικά, μια ιστορία ειρήνης. Ειρήνης και ας το πούμε απλοϊκά προσαρμοσμένης, με τις ανάγκες της ρηχής, μέσα στη λίμνη, διαδρομή μας. Κι αν σοφιστείς, ότι κι η δόξα ανάγκη είναι και γητειά, για όλους τους ανθρώπους, άσ’ το αυτό για άλλους. Το ξανά λέω, άνθρωποι απλοί δεν έγινε, ποτέ τη δόξα να ζηλέψουν. Δεν έχουν τον καιρό, ποτέ για τέτοια ετούτοι. Απλά διαλέξανε εκείνα τα σπουδαιότερα, που’ χουν προτεραιότητα και που γι’ αυτά επείγεται και διαρκώς τους αναγκάζει ο χρόνος. Καχύποπτοι κι αντίθετοι τη δόξα αυτοί πάντοτε κι από σύνεση την έβλεπαν στον εαυτό τους περιττή. Και μόνο απαραίτητη, στους μες στο χρόνο ανεπαρκείς κι αμετανόητους, για ότι άλλο, εκτός αυτής, δικούς της επαγγελματίες.
Τέτοιους αμετανόητους της δόξας επαγγελματίες, όπως όλους εκείνους τους φωστήρες, που σαν τα σαλιγκάρια, ξεφύτρωσαν στα ξαφνικά, αυτές τις μέρες του σαράντα, κι άρχισαν πάλι τα μεγάλα λόγια. Και σαν γραμμόφωνα βραχνά κι άσχημα κουρδισμένα τ’ άπλωναν στη διαπασών, πάνω απ’ τα μπαλκόνια, γυρεύοντας να καρπωθούν τη δόξα του οδηγού, στη νέα απόφασή μας.
Τότε ερασιτέχνες τέτοιοι, της δόξας ζηλωτές, ήταν με τη σειρά – αξιολύπητοι, άλλος λιγότερο και άλλος πιο πολύ - ο Νικολός ο δάσκαλος κι ο χοντρό Παπασταύρος, και πιο επιτήδειος από κοντά, στο τέλος παίζοντας ρόλο εντελώς κακό θεατρικά ας πούμε, παντιέρα μια ζωή, ο δήμαρχος ο κύριος Παντελίδης.
- Το Έθνος κινδυνεύει. Η τιμή και η αξιοπρέπεια, της φίλης μας πατρίδος, διακυβεύεται ταύτην την ιεράν στιγμήν, απ’ άκρου εις άκρον, εις άπασαν την των Ελλήνων επικράτειαν. Νυν υπέρ πάντων ο αγών. Φώναζε καμαρώνοντας μέσα στους άδειους πλέον δρόμους, στεγνός και στο κορμί και στην ψυχή με πλούσια τη συντήρηση στο αφρισμένο στόμα του, ο γέρο δάσκαλος, ο Νικολός
Γι αγώνες μίλαγε εξ άλλου, νταβραντισμένος κι ο Παπάς. Γήινος, μες στα πάχη του, και μεταφυσικός στα ολόχρυσα τα άμφιά του, ο Παπά - Σταύρος ο Μπομπώτης, έκανε κήρυγμα ξεσηκωμού, συχνά-πυκνά, κείνες τις μέρες της αντάρας. Μονολογούσε βέβαια, με λόγια αφ’ υψηλού, θρησκευτικά μονόπλευρα κι ως πάντα στερημένα απ’ τη ζωντάνια που μόνο ό αντίλογος των λαϊκών ίσως μπορούσε να γεννήσει. Έκλαμπρα κυκλωμένος από την απαστράπτουσα αίγλη του εξαίσιου σκηνικού - που αποτελούσε ο άμβωνας, - έμοιαζε όμοιος κι αυτός με τον παραστεκούμενο, λίγο πιο πάνω του - τόσο ωραία βολεμένο! - στο θόλο Παντοκράτορα. Ας τονιστεί βεβαίως ότι απ’ το σύνολο της έκφρασης όλης ετούτης της εικόνας και σαν κοινό στοιχείο, τόσο του Παπά -Σταύρου όσο και της τεράστιας μορφής που δέσποζε από ψηλά σ’ όλη την εκκλησία, έβγαινε κι απλωνότανε σ’ άψυχα και έμψυχα υλικά μια κάποια αυστηρότης. Φαίνεται αυτονόητο, ότι η καλή ζωή και η λίγη αυστηρότης σπάνια έλειψε, σαν μαϊντανός, απ’ το χαρμάνι των προτύπων. Προ πάντων, από τα μυστικά της συνταγής των μάγων της αγάπης. Το θεϊκό καλό, για να κατέβει χαμηλά, ή το ανθρώπινο κακό, για να ανέβει επάνω, μοιάζει να έχει ανάγκη μέσα σε δρόμους μαγικούς ν’ ασθμαίνει αιωνίως. Από τη μία η χλιδή, κι από την άλλη ο φόβος. Κι αν πεις και για τους άλλους, αυτούς που περιμένουν κάτω, από τη μια η βολή, κι από την άλλη τέλεια η αφασία, του τραγικού εγκεφάλου..
Και φώναζε ο παπάς.. Κι έπεφτε η φωνή του, σαν κεραυνός, απ’ του άμβωνα τα ύψη. Και κραύγαζε ο Παπάς.. Κι ήταν τα λόγια αλλόκοτα, βαριά κι ανίερες έμοιαζαν να ’ναι οι φοβέρες.
- Μα κι οι Ιταλοί; Ξέρω, πως είναι Χριστιανοί.. Κι έπειτα τι δουλειά, στον πόλεμο να’ χει η Παναγία!.. Άκουγε μουδιασμένος και σκέφτονταν δισταχτικός, ο Μπάρμπα Δημητρός.
Μ’ αφηνιασμένος ο Παπάς έλεγε λόγια ξέφρενα` που λες κι έπαιρναν σάρκα, πετσί κι οστά κι έτοιμα ήταν να παλέψουν, με την καρδιά κάποιων αφορισμένων χριστιανών, που αιώνια, καθώς το έλεγε αυτός, έμελλε βάναυσα να τυραννιούνται στης κόλασης τα βάθη. Στης κόλασης τα βάθη, προς δόξα τίνος πράγματος; Κι ίσως εδώ με πονηριά, θα ’τανε εξυπνότερο, αφού σκεφτείς, και το καλύτερο να πεις, προς δόξα μιας δίχως έλεος και οικτιρμό, ίδια μπαμπούλας τελικώς, κι όχι ανθρώπινης θρησκείας.
- Μιαροί κι ορδές κτηνών τυμπανιαίων οι αλλόθρησκοι, οι πράκτορες του Πάπα, θέλουν την πίστη μας…. την πίστη των πατέρων σας να ξεφτιλίσουν, να μολύνουν. Αδέρφια μου ξυπνάτε, ζωστείτε τ’ άρματα και ετοιμαστείτε.. Κι ως *εξ Αγγέλων στρατιές* δια ρομφαίας και οργής στο πυρ το εξώτερο κι αυτούς και τη γενιά τους να ρίξτε, να καούνε. Τελείωνε επιτέλους, σαλιοσωσμένος ο Παπάς, και σαν φονιάς σ’ εκτέλεση με κίνηση δραματική, έδειχνε με το χέρι του, τη μια ψηλά στο θόλο αγέρωχο τον τιμωρό, την άλλη κάτω απ’ του άμβωνα τα πόδια, τη ζοφερή, μαύρη και κατακόκκινη σαν πυρκαγιά, εικόνα της κολάσεως. Κι απόσωνε τους κεραυνούς να ρίχνει, κλείνοντας την αυλαία με μια σπαραξικάρδια κορώνα κι εντολή.
- Εδώ ο παράδεισος.. Κι έδειχνε τα ελέη του παντοκράτορα, στο θόλο. Και να κι η κόλαση, μπροστά σας. Μαθές, και ο καθείς στο χρέος του να τρέξει.
Όσο για τον αιώνιο - χρόνια και χρόνια – δήμαρχο, του ένδοξου Λιμνοχωριού, τον κύριο Παντελίδη, ή όπως, απ’ την κούνια του, τον είχανε βαφτίσει οι έρημοι δημότες του, «τον κύριο Παντιέρα», - ανέμιζε συχνά, προς όλους τους καιρούς, όπου φυσούν οι άνεμοι, ανάλογα και σταθερά με τ’ άπληστο συμφέρον του, - και τούτος, όταν τους άφηναν οι άλλοι, έπλεκε επίσης θεατρικά ακόμη πιο σφοδρούς, δικούς του τους πασίγνωστους για το εύκολο το σκάρωμα τους, τους περιβόητους ρητορικούς Φιλιππικούς, κλέβοντας έξυπνα ωστόσο, από το δάσκαλο - τα Ελλήνων - και πονηρά απ’ τον Παπά - τα χριστιανών - τα ­ιδεώδη. Μα για κινδύνους εθνικούς, καπάτσος όπως ήτανε και θέλοντας να τους κρατάει για ατού, -στο πίσω, πίσω ουδέποτε τον έβλαψε μία καλά σιγουρεμένη πισινή- έκανε όση μπορούσε αφαίμαξη στη φραστική, την δήθεν έξαψή του.. Κι έλεγε ήρεμος, να πούμε...
- Ναι! Κινδυνεύει η Ελλάς. Μαζί της κι η θρησκεία.. Μα τώρα που ’φυγαν οι άντρες και τα αδέλφια, κι αν είναι μάλιστα να καταφθάσουν κι οι εχτροί, δεν λέω, αλλά το περισσότερο νομίζω πως κινδυνεύει τώρα η ίδια η οικογένεια.. Κι αν θέλετε να πω.. να....η τιμή και η υπόληψη των γυναικών σας.. μα και των κοριτσιών σας. Αυτό μπορώ και να το λέω. Και το ’λεγε γελώντας, σαν να ’τανε κανένα χωρατό, ξένο απ’ την περίσταση. Μια και το ήξερε καλά, πως δεν θα το ’φερνε η ανάγκη, κανείς απ’ τους δημότες του, μ’ αυτόν ν’ ασχοληθεί. Δεν θα τολμούσε βέβαια, κι είχε τη σιγουριά αυτός, ότι κανείς απ’ τους φτωχούς, με τη δική του την τιμή, περσότερο απ’ όσο έπρεπε, ούτε στο ελάχιστο θα το τολμούσε και ν’ ασχοληθεί. Σαν ισχυρό και τοκογλύφο, ποιος είχε κότσια να του πει, ή να τον καταγγείλει, για όλα εκείνα τα κορίτσια, που ο ίδιος με λογιών, χιλίων λογιών μπαξίσια, ρουσφέτια - πάντα με τ’ αζημίωτο - κόλπα κι αισχρούς εκβιασμούς, τόσες φορές είχε ξεπαρθενέψει, μες στο ισόγειο γραφείο, πάνω στις βαθουλές και πρακτικές, για έρωτα βολικό, τεράστιες, πέτσινες πολυθρόνες.
Τότε έτσι περίπου ουρλιάζανε, εις τα μετόπισθεν και επί του ασφαλούς όλοι οι κύριοι αυτοί. Κι ουρλιάζανε συχνά - πυκνά εκείνα τα κοράκια, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, διαρκώς, μερόνυχτα δίχως κανέναν συγκρατημό, παντού όπου κι αν βρίσκονταν, κακοί θεατρίνοι οι τρεις τους.
Όμως είχανε φύγει, στα σύνορα ευτυχώς, όλης της πόλης μας οι άντρες. Κι έτσι κούφια και περιττά, δίχως να τους αγγίζουνε, εκεί ψηλά που ήταν, παρέμεναν τα λόγια. Τα λόγια αυτών που λίγοι, εν σχέσει στους πολλούς και οπωσδήποτε ασφαλείς εν σχέσει με τους άλλους, έμεναν πάντοτε ξωπίσω τελείως ανενόχλητοι, σαν τα κοκόρια φουσκωτοί, εύκολα να τα λένε.
Τότε λοιπόν ήταν που πήρε ξαφνικά το δρόμο το σωστό ετούτη η γενιά, και ας το πούμε απλά, από περίσκεψη και μόνο. Τ’ άλλα, τάχατες οι μεγάλες σκέψεις, δεν ήταν της ανάγκης τους. Είναι αλήθεια εν τέλει, πως τίποτα απ’ όλα αυτά, που με κιλά μελάνη λούζουν παράκαιρα, το αληθινό κατόρθωμα ενός λαού, οι διάφοροι γραφιάδες, δεν ήτανε σωστό, για εκείνη τη στιγμή. Αντίθετα, τίποτα τ’ ανεξήγητο, τίποτε το περίπλοκο δεν ήταν, δεν υπήρξε, για την απόφαση εκείνη. Κι ηλίου φαεινότερο τίποτα περισσότερο δεν είναι απαραίτητο να τους καταλογίζουν από την ταπεινή, τη βιωμένη ελπίδα, που πήγαζε ακριβώς βαθειά, απ’ την βαθύτερη ανάγκη γι’ αγώνα δίκαιο στη ζωή, για περηφάνια, λεβεντιά, τίμια περίσκεψη κι εκτίμηση του κόσμου.
Πρώτο αγαθό λοιπόν, ήτανε η περίσκεψη. Και από κει και πέρα ο ρόλος, που διαλέγει την κρίσιμη στιγμή καθένας κι όπως αυτός τον εκτιμά. Σκλάβοι της δύναμης, σκλάβοι και της αδυναμίας. Ο ρόλος ήταν και θα είναι, πάνω απ’ όλα δυστυχώς, μέσα στο χρόνο δεδομένος` τόσο γι’ αυτούς που μένουν άκαπνοι, προφυλαγμένοι πίσω για να καθοδηγούν, όσο το ίδιο και γι’ αυτούς, που δίχως να μετρούν τις άχρηστες των πρώτων παραινέσεις, προχώρησαν και προχωρούν μπροστά αλλάζοντας και γράφοντας καινούργια Ιστορία. Εκείνοι αμετακίνητοι μέσα στα τέλματα βαθειά της ιστορίας τους χωμένοι. Οι άλλοι άξιοι, ομόψυχοι, αγκαλιασμένοι πάντα με την περίσκεψη, μονάχοι τους κι όλοι μαζί ενωμένοι, με καύσιμα το αίμα τους και με σκοπό το όνειρό τους, να δημιουργούν έπ’ άπειρον, μέσα στους στατικούς, τους δαίδαλους της τύχης, την κίνηση και την εξέλιξη της Ιστορίας των αθανάτων των Λαών, του αθάνατου Ανθρώπου.
Έτσι ακριβώς απλά, συμβαίνουν τα μεγάλα τις κρίσιμες στιγμές. Παρ’ όλο που αργότερα, γι’ άλλα τυρβάζει ο κόσμος. Κι είναι πασίγνωστα τα παραμύθια και τα ανόητα μπλα-μπλα, για δήθεν φουσκωμένες σαν το προζύμι αξίες κάποιων, - ίδια και απαράλλακτα μ’ αέρα όμως φουσκωμένων κι όχι αληθινών-, δήθεν ιδανικών λαών. Οι ιδανικοί λαοί είναι εφεύρημα της προσδοκίας, και μάλλον τέχνασμα φθηνό των αιωνίως εκμεταλλευτών τους. Οι υπαρκτοί λαοί, που εξελίσσονται εσαεί, δίχως να δέχονται, μπλοκαρισμένοι μέσα τους από την ίδια τη φθορά τους, το εύκολο να αφανιστούν, είναι αγώνας κι αγωνία. Τ’ άλλα είναι και λίγα στους αιώνες, και ασταθή μες στον καιρό. Σάλτσα και καρυκεύματα, αξίες και ιδέες, όλα μαζί και με τα χρόνια χρήσιμα μονάχα υλικά, στα χέρια κάποιου μάγειρα, που βελτιώνει λίγο - λίγο τη γεύση της ουσίας, και του καλού και του κακού, μέσα στη σούπα των αιώνων.
Ας ησυχάσουν επιτέλους όλου του κόσμου οι γραφιάδες, που πάντα ανήσυχοι, πονετικοί, παράκαιρα ταλαιπωρούν τη σύλληψη, στην εύκολη την ερμηνεία, της πιο απλής κι αληθινής, μοναδικής ιδέας, της νόησης τάχα των λαών! Τη νόηση του κόσμου δηλαδή, του να παλεύουν να επιζήσουν, πιο πέρα απ’ το καλό, πιο πέρα απ’ το κακό, μπροστά κι από την ίδια τη φθορά τους. Ο Λόγος είναι των λαών. Κι αν βάλλεται ο Λόγος, ετούτος, αιωνίως` κι είναι αλήθεια αυτό` κάθε διαστροφή εποχής, θα είναι απ’ τους λαούς, αναγκασμένη πάντα ν’ ανακαλύπτει νέα όπλα, ανάξια κι άχρηστα εν ολίγοις για να τον πολεμά και να τον σταματήσει στην ανηφόρα της φοράς του. Όμως κι από την άλλη τη μεριά, παρηγοριά ας δεχτούν, όσοι αμφισβητούνε την άχρονη ύπαρξή Του, ότι δημιουργία αληθινή θα ’ταν αδύνατο να γίνει, χωρίς την συνεχή αγωνία και τον αγώνα μέχρι εσχάτων του ανθρώπου. Αλλά, οι λαοί και τούτο το γνωρίζουν. Λόγος και πόνος δυστυχώς, δεν ήρθε η ώρα τους ακόμη, πέρα για πέρα, ως πρέπει, να αναμετρηθούν. Όλα τα άλλα είναι, αν τα κοιτάξεις πιο βαθειά, τόσο μικρά, όσο μεγάλα σου φαντάζουν. Γι’ αυτά πραγματικοί οι φύλακες, όταν υπάρχουν κι αγρυπνούν. Μα οι ιστορικοί εχθροί τ’ Ανθρώπου, για ένα να ’ναι σίγουροι, πως θα τους βρίσκουν πάντοτε ανυποχώρητους μπροστά τους όταν εκείνοι κρίνουν πως είναι η πρέπουσα στιγμή.
Έτσι ακριβώς και τώρα οι φύλακες εκείνης της γενιάς, δίχως το κούρδισμα των αξιών που αλήθεια δεν τις πρόβαλε στην κρίση τους ιδανικές ο δεδομένος χρόνος, κατάλαβαν πολύ καλά το οριακό της αδυσώπητης στιγμής. Κι άφησαν δίχως σκέψη, αυθόρμητα την ησυχία και τις συνήθειες μιας ζωής και μίας βασανισμένης εποχής, κι έβαλαν το χακί, να παν να πολεμήσουν. Τ’ άρβυλα και το δίκοχο, τ’ όπλο κι από κοντά η καραβάνα, άντε και κάποιο χωρατό, τ’ αντιπροτείνανε για ιδέα, γνωρίζοντας απ’ την αρχή, πως μόνο έτσι θα γραφτεί πάνω στο σώμα τους, μέσα στο αίμα τους, ο νέος ο χαμός, αλλά και η νέα τους η Ιστορία.
Αυτή ήτανε λοιπόν` κι αν είναι κάποια Ιδέα. Η Ιδέα του Λαού εκείνης της στιγμής! Βέβαια αξίες και ιδέες, κι άλλες υπήρχαν δυστυχώς εκείνο τον καιρό. Κι ο Μεταξάς υπήρχε. Κι υπήρχε κι από πάνω πάντα η επικρατούσα τάξη. Η Νέα Τάξη των Πραγμάτων, που πάσκιζε μανιωδώς με κάθε τρόπο θεμιτό κι αθέμιτο αδιακρίτως για το καλό του Έλληνα, να στερεώσει σίγουρο, απ’ άκρου σ’ άκρη της Ελλάδος, τον πιο ανόητα εκπεφρασμένο, ανόητο φασισμό.
Κι αν ήρθε η ώρα, να σταθούμε στην κρίσιμη στιγμή, και μάλιστα, ξύπνιοι εμείς να δούμε, τι αποφάσισε σπουδαίο κείνη τη νύχτα νυσταγμένος, ο εθνοπατέρας Μεταξάς, τότε τα πράγματα ακριβώς παίρνουν τη μια κι αληθινή τροπή, κι αποδεικνύουν πάλι, ότι η τύχη ενός λαού ήταν και θα ’ναι ευτυχώς, παρά τις αντιδράσεις, δικιά του υπόθεση και μόνο. Έτσι κι αν είχε γελαστεί ο Μεταξάς - δύσκολα να το πούμε, η ιστορία του αλλιώς τον περιγράφει - δικό του πρόβλημα. Εμείς πονόψυχα να το δεχτούμε και το παράλογο αυτό. Όμως, ας επιστρέψει τότε, κι αυτός κι όσοι παρέα του υπήρξαν, κι ας εξηγήσει, πως; εκείνο το δικό του - όχι - της τελευταίας κείνης της στιγμής, ήταν αυτό που έφερε, σαν θαύμα τον ξεσηκωμό της 28ης του Οκτώβρη του 40! Αλλά τι να τα λέμε πάλι κι ιδέες, ναι υπάρχουνε, και αρχηγοί σαφώς. Όμως οι σκέψεις των λαών είναι το αίνιγμα της σφίγγας. Τ’ άλυτο όμως αίνιγμα της σφίγγας των αιώνων. Άλυτο ιδιαίτερα, όπως εγώ νομίζω, γι’ όλους όσους και πάλι απ’ αυτούς σκέφτονται αβασάνιστα, με ευκολία τον λαό, δίχως να θέλουν μέσα του, να σκύψουν και να δουν τα τραγικά διλήμματα του!
5 Νοεμβρίου Σαμαρίνα.
«Σεβαστή μου μάνα, σεβαστέ πατέρα, Είμαι καλά. Το αυτό και για εμάς επιθυμώ. Προψές τους διώξαμε τους Ιταλούς, από τη Σαμαρίνα. Τώρα καθόμαστε.. Κι είναι καλά... Μην κλαις μανούλα, είμαι καλά... Γρήγορα θα γυρίσω... Να μου προσέχεις το Φρωσί... Κι εσύ πατέρα τη γαϊτα... Κι έπειτα τι τα θέτε, καλά είναι κι εδώ... Έχει και χάζι εδώ πάνω... Να... Ο λοχαγός μας.. είναι, του Λυμπιεράτου ο ανεψιός, ο Αλέξης... Που να στα λέω, μάνα, όλο κρυώνει ο φουκαράς. Και χλαίνη και αμπέχονο ... γοίκος σωστός... και δεν τον φτάνουν... Άσε που τον φιλεύω διαρκώς, απ’ τις δικές μου, τις σταφίδες... Μάνα, να μη φοβάσαι. Δεν θα περάσουνε οι μούλοι, οι ρουφιάνοι, οι Ιταλοί φασίστες. Σε λίγο ο πόλεμος θα τελειώσει... Το γράμμα με βοήθησε και το ’γραψα ο Αλέξης. Δεν χωρατεύω... Αλήθεια σας το λέω!»
Έτσι σκεφτότανε, εκείνες τις στιγμές, κι έτσι περίπου έγραφε τις σκέψεις τις απλοϊκές εκείνη η γενιά, επάνω στης Ηπείρου τα παγωμένα βράχια. Με τέτοιο τρόπο απλό κέρδισαν και καρπώθηκαν ετούτοι την κληρονομιά, όπως ανέκαθεν στο παρελθόν τόσοι και τόσοι προγόνοι τους, την ίδια, απ’ την πατρίδα, είχαν με την αξία τους κερδίσει.
Κι ήταν πικρή κι αόρατη, αυτή η κληρονομιά, σαν αρετή κι ενέργεια θεϊκή, όμως, όσο κι αν ήταν ταπεινή για τις ανθρώπινες ανάγκες, πλούτο μοναδικό τους κληροδότησε, το θάρρος, την πίστη στα ιδανικά και την ελπίδα ανανεωμένη, στο δίκαιο ενός πανάρχαιου αγώνα.
Έτσι, αρματωμένοι εκείνοι πέρασαν πέρα κι απ’ το μύθο. Πέρασαν πέρα κι απ’ το ανώνυμο το πλήθος` και πέρα ακόμη, πιο μακριά, από λογαριασμένα κι αλογάριαστα στο νου, λύνοντας γι άλλη μια φορά το αίνιγμά τους στους αιώνες. Σώθηκε έτσι η τιμή κι η αγωνία της Πατρίδας. Κι εκείνοι ξεδιψάσανε τη δίψα τους - αν και αιώνια διψασμένοι - με τη δροσιά να πολεμούν περήφανοι, γι’ ότι θα ήτανε καλό πάντοτε μες στο χρόνο τίμια, ναι, και μόνο τίμια να τους ζήσει.
Κατά τα άλλα, πόσοι δεν χάθηκαν! Και πόσοι έμειναν στο χιόνι! Ποιους να σκεφτείς; Αυτούς που έφυγαν, ή εκείνους που έμειναν ορφανεμένοι πίσω!
Μπόρες... Συνέχεια μπόρες. Νύχια που χώθηκαν με πόνο κατάσαρκα, μέχρι να τα ματώνουν τα πένθιμα, τα αυλακωμένα πρόσωπα των απροστάτευτων μανάδων. Των κοριτσιών, που μάταια ακόμη μέχρι τώρα έμειναν, ν’ αγναντεύουν, πίσω απ’ τις γρίλιες κι ανάμεσα απ’ τους βασιλικούς, πάνω στους μότζους, πέρα στο δρόμο να φανούν... Ο Γιάννης της Χρυσούλας, 22 χρονών παιδί, ίδιο αετόπουλο, μοναδικό καμάρι.... Του γέρου Πρεβεζάνου ο Χρήστος... Του Κατσαντώνα ο Λάκης, κι ο ευαίσθητος, ο τρυφερός ο λοχαγός, που όλο γελούσε στη ζωή κι έκανε χωρατά, σ’ όλους τους συντοπίτες του, ο αδερφός της Βούλας και ανεψιός του Λυμπιεράτου, ο εικοσπεντάχρονος, ο Αλέξης.
Τόσοι και τόσοι που έσβησαν με μιας, που διαλύθηκε η μορφή τους, που απόστασε το σχήμα τους και η κίνησή τους όλη.
Σταμάτησαν, λες και μαρμάρωσαν για πάντα, μακριά από τους δρόμους και τις γειτονιές, κι ακόμη, αλίμονο πιο μακριά από το νόστο τον πικρό της ξεχασιάρας πολιτείας. Λίγοι απέριττοι σταυροί γι’ αυτούς, που έμειναν μοναχικοί, μα γαντζωμένοι αιώνια, σε λύσσα κι έκπληξη εκείνων των εχθρών μας, πάνω στα βράχια της Πατρίδας. Και μόνο ανάριες έμειναν μοναχικές οι μνήμες, των φίλων και των συγγενών, γι’ όλους ετούτους που χαθήκαν, μέσα στις ερημιές και τα φαράγγια των συνόρων.
Στα σύνορα, ναι εκεί ακριβώς απάνω. Στα σύνορα τα έρημα, εκεί ακριβώς που αντιλαλεί τυραννισμένη, αιώνια προδομένη, άγια η λαλιά αυτού του τόπου. Του τόπου και του αίματος, στις άκριες του εξανθρωπισμού όλων των ιδεών. Του τόπου και του αίματος, που το ’να, στους αιώνες, μεταλαμβάνοντας το άλλο, μέσα στο χρόνο έγιναν αδιαίρετα, τίμιο αίμα και τίμιο σώμα του Θεού. Εκείνου του Θεού, που λέγεται Έλληνας πρώτα, και μετά απ’ αυτόν, Ελλάδα.
Ητανε άνοιξη, παραμονές του Πάσχα` Η στέρησή μας είχε αρχίσει για καλά. Που σκέψη για Ανάσταση, για κόκκινα αυγά και για αρνί στη σούβλα.
Νύχτα Μεγάλης Πέμπτης.
Το μέτωπο κατέρρεε, στου Ρούπελ τα οχυρά. Και οι Τεύτονες ακάθεκτοι και επηρμένοι πλέον - μια καλοκουρδισμένη από ατσάλι μηχανή. Ψυχροί και δίχως έλεος κανένα, σ’ ότι η ανθρωπιά, χιλιάδες χρόνια πριν, είχε με κόπους καταφέρει, χυμάγανε άγριοι, σαν μύρια ασκέρια σιδερόφρακτων φονιάδων και ληστών, με απονιά να το γκρεμίσουν, με μίσος να το καταστρέψουν.
Νύχτα Μεγάλης Πέμπτης
Πάνε επιτέλους οι θεοί. Διαλύθηκαν, έγιναν κονιορτός. Ζήτω η καινούργια η φυλή! Ζήτω η νέα ράτσα! Με τη βοήθεια των εξορκιστών, τόνων απαίσια κάκοσμου λιβανιού, πράξεων βίας και ιδεών απάνθρωπων, μες στα χυτήρια των Γκρούπς έτοιμοι, νατοι φτιάχτηκαν, - χαράς ευαγγέλια - οι νέοι άνθρωποι, η νέα η φυλή, των νέων των θεών και των καινούργιων ημιθέων. Τι σύγχυση και ποιά η ανάγκη επιτέλους! Πιο πάνω από όλα η ηδονή της δύναμης, μαζί κι η ματαιότητα η αισχρή της απληστίας των πραγμάτων. Πιο πάνω απ’ όλα η ηδονή μιας δύναμης, ανάξιας των ανθρώπων. Μιας δύναμης ξένης και εχθρικής στη φύση των ανθρώπων. Μιας δύναμης άρρωστης, μολυσματικής, χωρίς κανένα δισταγμό, σ’ ότι ηθικό, σ’ ότι ανθρώπινο, κοιλοπονώντας γέννησαν τόσοι αιώνες πριν.

No comments: