Sunday, October 28, 2007

Μεσσολόγγι του 40

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΤΟΥ 40

Κάποια στιγμή έτσι στα ξαφνικά, ας πούμε, πως ήρθε το απρόσμενο και καταστροφικό για την πατρίδα μας σαράντα.
Ανήμερα της 28ης του1940 κι ενώ κοιμόμαστε ακόμη, μέσα στην ησυχία του πρωινού όλες μαζί οι καμπάνες άρχισαν εκκωφαντικά και μάλιστα ασταμάτητα γρήγορα να χτυπούν με ήχο που σμπαράλιαζε σαν κανονιές τ’ αυτιά μας. Πρώτη φορά παράξενα εκείνο το πρωινό όλες μαζί οι καμπάνες σαν και να ήτανε μαντατοφόροι του κακού με τέτοιο τρόπο χτύπαγαν, έτσι που σου μετάδιδαν, πριν απ’ το μπούκωμα, που εν τέλει νοιώθεις στο μυαλό με τ’ άγριο σφυροχτύπημά τους, μια έκπληξη και λίγο έπειτα απ’ αυτή, την αίσθηση κάποιας μεγάλης που έρχεται, άμεσης απειλής.
Κατήφεια, φόβος κι ένδεια, βροχή, αέρας άγριος και κρύο τσουχτερό, όλα της φύσης τα κακά θαρρείς κι απότομα εκείνο το πρωινό πως μες στη πόλη εφορμούσαν έτσι που νόμιζες πως ξαφνικά σάλεψαν γύρω σου μαζί με τους ανθρώπους κι ολόκληρη η πλάση. Και ένοιωθες τότε από παντού πως όλα άρχισαν να τρέχουν δίχως κανένα κρατημό κι έξω από σε μα το χειρότερο ακόμη και από μέσα σου βαθειά, απ’ την καρδιά σου ως το κεφάλι. Κι ύστερα πάλι αντίθετα, συνέχεια πηγαινέλα, όλα τα πάνω κάτω, κουτρουβαλιάζονταν διαρκώς. Ξετρελαμένα όλα, έφταναν και περίσσευαν για να σε παραλύσουν. Μνήμες και φόβοι άγριοι. Κληρονομιές αιώνων κι ένστικτα άμυνας για την αρχή, και αγωνίας έπειτα σ’ έκαναν να ζητάς, απ’ το προαναγγελλόμενο κακό κάτι να κάνεις να σωθείς, ει δυνατόν να επιζήσεις. Τέτοιος ο χτύπος, απ’ όλες τις καμπάνες, που σου ’φερνε, ότι κι αν πεις, αντάριασμα αληθινό στα τεντωμένα νεύρα σου. Ίδια τότε τον νοιώθαμε τον πανικό με το αναπάντεχο, το αφηνιασμένο αντάριασμα ζώων δεμένων μες σε στάβλο, λίγο προτού ξεσπάσει συντελειακός ένας σεισμός, ή μια δαιμονισμένη, ολέθρια πυρκαγιά.
Έτσι περίπου άγρια κι ας πούμε ξαφνικά κείνη τη μέρα του σαράντα μπήκε και ρίζωσε γρήγορα και απότομα πανάρχαιο παράσιτο, αειθαλές ο πανικός, μες στην ψυχή μας την αιφνιδιασμένη. Κι άντε από εκεί και πέρα, να πούμε, να τον βγάλεις, μ’ όσες ακούγονταν, τόσο ανήσυχες φωνές.
- Μα τι συμβαίνει;
- Τι;
- Γιατί χτυπάνε οι καμπάνες;
- Τι έχουμε;
- Τι γίνεται;
- Να κάτι άκουσα για Ιταλούς, για Χίτλερ και για Μουσολίνι… πρώτη φορά φοβάμαι..
- Πρώτη φορά; Να ’τανε πρώτη, αλήθεια! Θεέ μου σε καλό μας!.... τι διαδίδεται Παρασκεύη;
- Πόλεμος. Δεν γροικήσατε!...
Πόλεμος! Πόλεμος! Λίγο το λίγο έφτασαν και σαν τις κάργιες έκατσαν επάνω στα κεφάλια μας τ’ άσχημα τα μαντάτα.
Περίλυπη, συλλογισμένη, γέρνοντας το κεφάλι, «Πόλεμος.. Πόλεμος.. Τι συμφορά μας βρήκε!» μουρμούριζε συνέχεια στο δρόμο της προς το σχολείο, στους άλλους συντοπίτες της η μικροσκοπική δασκάλα, η λεπτεπίλεπτη κυρά Ρηνιό.
- Πόλεμος! Αυτό, μας έφτανε μονάχα. Γνοιαστείτε τα παιδιά σας.
Κόσμος πολύς στη γειτονιά εκείνο το πρωινό, και το χιονόνερο να πέφτει. Τα σπίτια παγωμένα, μ’ ορθάνοιχτες τις πόρτες, έμεναν αδειανά. Όλοι στην πόλη έτρεχαν, από εδώ κι από κει, κάτι το περισσότερο μη και μπορέσουν και το μάθουν. Και μόνο τα μικρόπαιδα φαινόταν να γλεντάνε το ξαφνικό μαντάτο.
- Να παίξουμε τον πόλεμο... Λεω εγώ! Φώναζε ο Μιχάλης του Ντίνια ο γιός, ο ατίθασος, γελώντας με τ’ αστείο του, στους άλλους πιτσιρίκους. Και δίχως άλλα παρακάλια, αφού αυτός σαν αρχηγός του πετροπόλεμου της γειτονιάς έπρεπε πρώτος ν’ αρχινήσει, άρπαζε από κάτω το πιο βαρύ χαλίκι. Πόλεμος! Έσκουζε, γελώντας κι αμόλαγε την πέτρα.
- Να ’τα μας. Πάλι πόλεμος! Τ’ άκουσες κυρά - Βάσω μου; Έλεγε σκεφτική η κυρά-Γιώργαινα του Κατσαντώνα, πρόωρα γερασμένη, κι όμως, ότι κι αν πεις, όλο ζωντάνια στην ψυχή, γυρνώντας αδιάκοπα το έρμο το σφοντύλι, μ’ όση της άφηναν τα φαγωμένα δάχτυλά της, χρόνια και χρόνια, μαστοριά, έτσι που να μαζεύεται συνέχεια, διαρκώς λεπτό μα και κρουστό, στ’ αδράχτι το γυαλιστερό, το πουπουλένιο γνέμα.
- Και το ’δα εγώ, π’ ανάθεμά το, το όνειρο εψές το βράδυ, καλή μου κυρά Γιώργαινα, ανταπαντούσε η κυρά-Βάσω... Το ’δα, που να μην το ’βλεπα. Κι είδα το μαύρο θηλυκό μου, να ξεπορτίζει η κακούργα, μ’ ένα πανέμορφο φαντάρο, που δεν μου έμοιαζε δικός μας. Έλεγε κι όλο έλεγε ανήσυχη, γεμάτη φόβο η κυρά-Βάσω, απιθωμένη στην αυλή, στρίβοντας νευρικά κι απρόσεχτα σχεδόν από τη ρόκα το μαλλί της παραφορτωμένης της τουλούπας.
Κι έπειτα, λίγο πιο μακριά ο Μίδας ο ψαράς, στην πλάτη φορτωμένος με δέκα στόματα αρούπωτα παιδιών, έλεγε στον κυρ-Στράτο.
- Θα πεινάσουμε κουμπάρε... Πιότερο ετούτη τη φορά.
- Αεί στο σιχτίρ να πάνε, του κερατά οι φασίστες.
- Μισούν την Ιστορία μας, τη γλώσσα μας, το ότι υπήρξαμε, πριν απ’ αυτούς, κι έπειτα από δαύτους. Σιγοκουβέντιαζε σε μια γωνιά, ο Νίκος του Κυρ-Μιχαλιού, με τον πολύξερο καθηγητή, τον κύριο Χαρίση.
- Φοβούμαι Νίκο μου... Φοβούμαι!... Τα νέα πράγματα, φοβούμαι. Τι τα σκαλίζουνε μαθές, καλά ή κακά τα χθες, μα τ’ αύριο είναι χειρότερα και τα μυρίζομαι από τώρα. Για πες μου, πού διάολο το πάνε; Σκατά, δυο πόλεμοι μεγάλοι, δεν έφτασαν να καταλάβουν; Τόσοι νεκροί.. Τόσοι ανάπηροι.. Τόσα και τόσα χρόνια, οι άντρες μας μία ζωή ολόκληρη συνέχεια στο στρατό. Τώρα τι ψάχνουν πάλι και τόσο απερίσκεπτα, σε τόσο λίγο χρόνο; Δεν είδαν το τριάντα;
- Συμφέροντα, κύριε Καθηγητά... c’ est. la vie.
- Α! Μην το λες.. Το δίκιο...
- Το δίκιο μας... Γιατί, μωρέ γαμώτο! Τι τους πειράξαμε τους Φράγκους; Έλεγαν και χειρονομούσαν, μιλώντας μες στην αγορά, ο Σιώρης με τον Μπάμπη.
- Δεν έχει δίκιο ο φασισμός. Ξυπνάτε άνθρωποι, ξυπνάτε! Πέταξε θυμωμένη, σαν την βολίδα τρέχοντας για μια στιγμή μπροστά τους, σε αναζήτηση τραβώντας του ανάπηρου αδελφού της, όλο αγωνία η Καλλιρρόη η Μπακιρτζή.
- Φασίστες! Ναι. Φασίστες. Αλίμονο!... Αλίμονο!... Αλίμονο σε μας! Αλί και στα παιδιά μας!
- Τα παιδιά μας! Τα παιδιά μας!...
- Στα όπλα... Στα όπλα μωρέ! Φώναζε μες στη γειτονιά, ο Μπάρμπα Νιόνιος, ο Αλέστας, ξεμέθυστος σχεδόν ετούτη τη φορά, κι ας ήταν δέκα το πρωί. Στα όπλα! Στα όπλα! Μωρέ, τι κάθεστε!... Στ’ άρματα πουτσαράδες!
Πόλεμος. Ένα κουτσούρεμα ακόμη, στο δέντρο της ζωής. Εν’ άλλο λοξοδρόμισμα, απ’ το σκοπό του ανθρώπου. Το πιο χειρότερο της μοίρας μας της τωρινής. Ένα αδιέξοδο καινούργιο. Ένα βουνό θεόρατο και φοβερό, στο δρόμο μας μπροστά. Τον δρόμο τον ατέλειωτο, που τον πηγαίναμε διαρκώς, μες την αβεβαιότητα, κι όμως ακούραστοι συνέχεια, μπας κι από πάνω απ’ το πετσί μας κάποτε ξεκολλήσει τόσων αιώνων η κατάρα.
Κι όμως πόσο αστεία εν τέλει η επιλογή, του ρυθμιστή των πάντων! Τι του ζητούσαμε τόσον καιρό; Κι ήτανε τόσο δα σπουδαίο, να ορέγονται οι άνθρωποι, λίγο ψωμί περισσότερο, κάμποσα κάρβουνα για ζεστασιά και μία κάμαρη πιο στεγανή, απ’ τους αέρηδες και τις ψιχάλες! Κι έπειτα` σαν μ’ υπομονή μοιράζαμε τα ψίχουλα της ξεραμένης λειτουργιάς, στο αδειανό τραπέζι, μήπως κι η μάνα κι ο πατέρας συχνά -πυκνά δεν έλεγαν με στεναγμό λυτρωτικό, το *Δόξα έχει ο Θεός*.
- Τι σου ζητούσαμε Θεέ; Γιατί αυτή η επιλογή σου;
Μες στο σοκάκι, από μακριά, μ’ ένα ραβδί στο χέρι στρίγγλιξε, χειρονομώντας άγρια στη μάζωξη των γυναικών, θεοπάλαβη γριά, η κυρά - Κίτσαινα η αλλοπαρμένη.
- Οργή!.. οργή, Θεού!.. Οργή!
Σκύλλα γριά, τι φταις εσύ; Πιο λογικός μου φαίνεται, κι ο πόλεμος ακόμη, απ’ την οργή του δολοφόνου σου Θεού. Σκύλλα γριά, μην προκαλείς. Και μη με κάνεις να φωνάξω... «Αν είναι έτσι οι Θεοί, καλύτερα ο πόλεμος κι ότι κι αν θέλει ας φέρει».
Σαν να ’ναι μες σε όνειρο ή πιο σαν να ‘ναι μέσα σε εφιάλτη θυμάμαι εκείνο το στρυφνό, τον δυσκολοκύλιστο χειμώνα. Κείνο τον άσχημο χειμώνα, που άρχισε ο πόλεμος. Παλιόκαιρος. Έβρεχε ασταμάτητα. Κι έριχνε το νερό πολύ, με το γκιγούμι λες, στα κεραμίδια ο Θεός και στους λακουβιασμένους δρόμους. Κλεισμένοι από νωρίς μέσα στο σπίτι νοιώθαμε, σαν τα ποντίκια μες στη φάκα. Δίχως διέξοδο, περιφερόμαστε από παράθυρο σε παραθύρι, ολότελα θαμμένοι, σαν και να μην είμαστε καν ζωντανοί. Μάταια ψάχναμε μέσα στην ύπουλη σιωπή, να ανακαλύψουμε κάτι περίεργα υπαρκτό, αόρατο εντούτοις, που κι αν σαν το σκουλήκι σέρνονταν μέσα μας κι έξω από μας, μπροστά μας ακριβώς, εντούτοις όμως αδειανό, το πετρωμένο βλέμμα μας ήταν αδύνατο και να το δει.
Τα λόγια μας, απ’ τις ανάγκες της στιγμής, ήταν ξερά. Και πιο συχνά και μετρημένα. Όμως υπήρχαν δυστυχώς κι άλλες φορές, κι αληθινά δεν ήταν λίγες, που απρόσεχτες κι αδιάφορες, ακατανόητες σχεδόν γίνονταν οι κουβέντες. Και τότε το χειρότερο ακολουθούσε κι απ’ αυτό. Γιατί κάποιες στιγμές, κι υπήρχαν πάλι κι απ’ αυτές πολλές, που όλως διόλου εχθρικές μεταλλαζόταν οι φωνές μας. Τι κι αν ακούγοντας τες, εκ των υστέρων βέβαια, πράγματι μας ξαφνιάζανε, εν τούτοις τακτικά έβγαιναν απροκάλυπτες μέσα απ’ τα βάθη μας τα πικραμένα κι ίδιες σαν τις βροντές έπεφταν με μανία πάνω στα τόσο ευαίσθητα εκείνο τον καιρό τα τύμπανα της σύνεσής μας, σπάζοντας εύκολα και θρυμματίζοντας τελείως την πιο απαραίτητη, για να ηρεμούμε, περισυλλογή.
- Κάτσε να φας, αλλιώς να τα μαζέψω.
- Μάνα.. Να πάω για ύπνο;
- Βρέχει. Βρέχει κι αστράφτει θεέ μου. Πού στο διάολο, θα πάει αυτό;.. Δέκα μερόνυχτα... Λες και ξεπάτωσε ο ουρανός. Άντε και πώς να βγω στο πέλαγος θα μου τουμπάρει η γαϊτα.
- Είπα, θα φας;
- Μάνα. Νυστάζω.. θέλω να κοιμηθώ.
- Έλα παιδί μου εδώ. Κοντά στο παραγώνι. Έλα και μη μιλάς. Είναι νωρίς ακόμη.
- Θα σβήσω τη λάμπα. Το πετρέλαιο σώνεται.. Ή επειδή εσύ γέρασες και φοβάσαι να κοιμηθείς, μη δα και δεν ξαναξυπνήσεις... νομίζεις, πως θα κρατάμε τη φωτιά όλη τη νύχτα αναμμένη; Άσ’ τον να πάει, να πέσει.
- Μάνα.. πάψε... Πάψε για το θεό. Μην της μιλάς.. Την ξέρεις... Tο ξέρεις, είναι παλαβή!.. Τόσο, όσο κι εγώ ο κερατάς, κείνη την άραχνη στιγμή, που έντεσε και την πείρα.
- Βγάλε τη σκούφια σου να μας βαρέσεις. Κακόπεσες ο κερατάς! Είμαι από σόι εγώ, γνήσια Βουρλοπούλα. Χάρη σε σένα, αν το θες, κάνανε τ’ αδέλφια μου οι μουρλοί, μα εμένα μ’ έπνιξαν, στην δυστυχία.
- Στο διάολο, επιτέλους.. εσύ κι όλο το σόι σου μαζί.
- Ναι. Και κάτσε εσύ εδώ μέσα, για να βαράμε μύγες. Αύριο το στάρι σώνεται. Για ζητιανιά εγώ, μη σκέφτεσαι, δεν βγαίνω.. Ένα και ένα κάνουν δυο. Ή που δουλεύεις γρήγορα, ή όλους μας λοιπόν, μας παίρνει ο διάολος και πάμε. T’ ακούς; Αυτά ν’ ακούς... Και πάμε!
- Και πού να πάει Ελένη μου, τέτοια μια άγρια νύχτα, με τούτο το καιρό;
- Παιδί σου... Δικαιολόγα τον. Μωρέ άντε ’στε στα κομμάτια! Σαν πως σας γύρεψα μπουκιά όλη τη μέρα σήμερα, την ώρα που σας μοίραζα τα τελευταία ψίχουλα, απ’ το λειψό καρβέλι! Μωρ’ άντε κόψτε το λαιμό σας` και παρατάτε με όλοι σας.
Κι όμως δεν ήταν όλο τον καιρό τόσο κακή η κυρά - Ελένη, μα οι ανάγκες δυνατές` κι ότι κι αν πεις κι απάνθρωπες.
- Μάνα, θέλω να κοιμηθώ.
- Σκάσε διάολε... το Χριστό σας… την Παναγία σας.. Με πνίξατε. Δεν ήτανε να μην έχανα... τα δάχτυλά μου στο μουράγιο` και να ’μουνα κι εγώ μακριά. Ναι. Χίλιες φορές καλύτερα, να ’μουνα τώρα εκεί πάνω, στον πόλεμο.... Την Παναγία σας και το Θεό σας.
- Μη χολοσκάς παιδί μου.. Έλεγε σιγανά, χολοσκασμένη η ίδια, η κυρά-Γλυκερία.
Άσχημο πράγμα ο χειμώνας. Oι δρόμοι νεροφαγωμένοι, έρημοι, σκοτεινοί, και οι φωνές ανάριες ήτανε σκηνικό μοναχικό, παράξενο μες στο μονότονο χορό, που ’στηναν οι ρονιές, καθώς χοντρές σταλαγματιές νερού, απ’ τη βροχή, κυλούσανε μερόνυχτα, αργά και ασταμάτητα, πάνω κι ανάμεσα, από τα ρουπωμένα, μέρες και μέρες τώρα, κόκκινα κεραμίδια.
Η θάλασσα μουντή κι ανταριασμένη, άγρια τον πιο πολύ καιρό, έμοιαζε αποτραβηγμένη. Λες κι ακατάδεχτη πως ήταν, μακριά απ’ την ανέχεια μας, μακριά κι απ’ την ανημποριά μας. Σαν να μας μίσησε στα ξαφνικά, κι από πονετική, γνήσια καλομάνά μας, έγινε απότομα μαθές άσπλαχνη, ξένη, δίχως στοργή μητριά. Μπορεί και να ’χε δίκιο. Βλέπεις τα χέρια των ψαράδων τα ’θελε όλα ο πόλεμος. Και λιγοστά ήταν αυτά κι ανεπαρκή που ξέμειναν ξωπίσω. Τόσα και έτσι ανήμπορα που αληθινά δεν ήταν ικανά με τα επιδέξια χάδια τους, και να την εργαστούν, και να την μολαϊμίσουν.
Η φτώχεια κληρονομιά συγγενική παρέμενε, πάππου προς πάππου ας πούμε, κι απάνω μας κολλούσε όλο και πιο σφιχτά αρπαγμένη, σαν παλιοαρρώστια σύφιλης, λες κι είχε βάλει πείσμα, εκείνο το χειμώνα, σαν το λεμόνι να μας στύψει.
- Ναι. Ρημάξαμε` κι όμως, απ’ όσα βάσανα μας δίνει αυτή η ζωή, το πιο τρανό, παιδί μου, είναι ο πόλεμος κι ότι κι αν θέν’ οι κοκορόμυαλοι ας λένε!... Πάνε τα πόδια μου!... Κι έχουν περάσει χρόνια, τόσα που ξέχασα μαθές... εκεί που σταματήσαμε... στο Αφιόν Καραχισάρ... Ναι! Στο Αφιόν Καραχισάρ... Ξανάλεγε, ο Μπάρμπα Δημητρός ακίνητος, κολοβωμένος. Απιθωμένος, μοναχός, σε μια παλιά καρέκλα πλάι στην ξεραμένη ασκαμνιά, με τη ματιά σιγά, σιγά να σβήνει και να εξατμίζεται, μέσα στου άπειρου τη μαραμένη μνήμη.
Πόλεμος! Θυμάμαι εκείνο το χειμώνα, κοντά στο παραγώνι ή πάνω απ’ το μισόσβηστο μαγκάλι με τις ατέλειωτες κουβέντες, γι’ αυτά που γίνονταν μακριά, στο μέτωπο απάνω. Θυμάμαι εκείνο το χειμώνα, μέσα στα σπίτια μας με τις αργόσυρτες εκείνες νύχτες, και την αψάδα κορωμένη, για το ανήκουστο των Ιταλών του Μουσολίνι θράσος.
- Μα, αν είναι δυνατόν, να θέλουν να περάσουν! Τι το περάσανε μωρέ; Κανά σεργιάνι πρόστυχο, σαν τα μπουρντέλα τους στην Ιταλία;
Εντέλει πόσα λίγα, τώρα πόσο παράξενα, θυμάμαι, λες και δεν είχα τότε γεννηθεί. Λες και δεν είχα ζήσει εκείνο το παράτολμο, παιδιάστικο, ίσως μπορούσες να το πεις, το παραλήρημά μας, το αφελές για νίκη. Για νίκη, πάνω απ’ όλα, κυρίως ηθική. Νίκη πάνω σε μία δύναμη, που δίχως έλεος κι αρχές, αφηνιασμένη έσπρωχνε ανθρώπους και αξίες, μες σ’ ένα βάραθρο, από καινούργιες καταστάσεις, δαιμονισμένες σίγουρα` κι ας ήταν να μη γίνονταν στο τέλος κι εφιαλτικές.
Τα νέα ευχάριστα, ακόμη στην αρχή, κατηφορίζαν γρήγορα τις χιονισμένες τις κορφές, δρασκέλιζαν τα διάσελα κι από την Αλβανία λιτά, σίγουρα, σκαρωμένα σ’ ένα τσαλακωμένο, βρώμικο τις πιο πολλές φορές χαρτί, έφταναν να γεμίσουν όλο συγκίνηση τις δίχως τελειωμό ώρες της προσμονής μας.
- Πάει.. Τελειώσανε τα βάσανα. Στην Τρεμπεσίνα απάνω βαλαν τα πόδια στο κεφάλι οι κοκορόμυαλοι μακαρονάδες.
- Σε λίγο θα γυρίσουνε στα σπίτια τα παιδιά μας.
- Αμήν, Χριστέ μου. Θα ξαναδώ τον Γιώργο μου. Κι έπειτα ας μ’ αναπάψει ο Θεός` ανταπαντούσε ξέπνοη - ογδόντα χρόνων και σχεδόν τυφλή η βάβα η Φρόσω του Μαρούλη, που καθισμένη καταγής, στο τρύπιο πάτωμα του μαγειρειού, φυσούσε μ’ όση μπορούσε δύναμη ν’ ανάψει η φωτιά, μες στη φουφού, για να ψηθούν στην πυροστιά τα χέλια και οι τσουπωτές, ολόφρεσκες μαρίδες.
- Το ξέρω, θα γυρίσουν Μάνα. Ναι, θα γυρίσουν όλου του κόσμου τα παιδιά. Το ξέρω, θα γυρίσουν. Θ’ αρθεί κι ο Γιώργος μας, θα δεις….θα ‘ρθει και το καμάρι μας. Κι έπειτα, αν το ιβάρι πάει καλά, να τον σπουδάσω λέω.
- Γιατρό... Να με γεροκομάει.
- Ναι. Γιατρό, έλεγε η Παρασκευή. Και το μυαλό της βιαστικό, έτρεχε με λαχτάρα, όσο μπορούσε πιο μακριά, από το σήμερα μες στ’ αύριο, κι εάν γινότανε και πιο μακριά, εκεί να φυλαχτεί κι εκεί να ησυχάσει. Μ’ απελπισίας άλματα πήδαγε ξυπνητή τη διαδρομή του χρόνου, - που ’τανε άγνωστο, αν ήτανε να ‘ρθει, η και να μη έρθει καν - μπας και γλιτώσει απ’ τα χαντάκια. Εκείνα τα χαντάκια του ύπνου της τα φοβερά` που κάθε βράδυ γύρω της - σε εφιάλτες της - όλο και αυξανόμενα, σε πλάτος και αριθμό, την στρίμωχναν, την πίεζαν όλο και πιο πολύ` και την ανάγκαζαν γονατιστή στα πόδια ενός ρακένδυτου, σαν τον ζητιάνο, ανθρώπου να πέφτει, να ικετεύει` δίχως και να θυμάται τι του ζητούσε το πρωί…
- Δεν τα πιστεύω τα όνειρα, μα τα χαντάκια αυτά μητέρα!… έλεγε, μα δεν απόσωνε να πει. Κι έτσι στο τέλος μόνο η έγνοια απόμενε και τα χαντάκια εκείνα, σαν το ζουνάρι να κυκλώνουν, σφιχτά σα μέγγενη, με κύκλους γύρω, γύρω κείνα τα τόσο όμορφα και τόσο αισθαντικά, τα πάντα υγραμένα μελιά ματόκλαδά της.
- Ναι. Θα γυρίσουν, μάνα... Ναι, θα γυρίσουν… όλου του κόσμου τα παιδιά… Mόνο, που το δικό της το παιδί, ξεχάστηκε εκεί απάνω` κι έμεινε αγνοούμενο μέσα σε κάποια ρεματιά, όπως και στ’ όνειρο, για πάντα. Άμοιρη μάνα, δόλια!
Που χάθηκαν, αλήθεια, όλα εκείνα τα παιδιά; Οι αμπολιές δίχως ψαράδες ρήμαξαν. Κι οι καφενέδες κι οι ταβέρνες ξέπεφταν μέρα με τη μέρα, ήσυχες, αδειανές, αραχνιασμένα στέκια της πλήξης και της θλίψης αραξοβόλια μόνιμα παροπλισμένων καραβιών, χωρίς την βουερή τη παρουσία και τα υψώματα της ζωντανής φωνής κείνης της νεολαίας. Κείνης της ενθουσιασμένης, της αντιστασιακής νεολαίας, που πήρε αμέσως, λες και μ’ απόφαση αιώνων, τ’ απάτητα βουνά, να πάει να πολεμήσει. Αν και για να εξηγούμαστε, ‘μειναν και κάποιοι πίσω, όμως ελάχιστοι βεβαίως. Κι ήταν ετούτοι βέβαια στο φρόνημα αμετάπιστοι μελανοχίτωνες του φασισμού κι οι ίδιοι. Νεολαίοι σ’ απολίθωση, φανατισμένα μέλη της περιβόητης ΕΟΝ, της πιο κωμικοτραγικής οργάνωσης στην Ιστορία, που η παράνοια του Μεταξά επάνω της με τρέλα στήριζε, για το μέλλον της, το έργο το θεάρεστο της πιο στυγνής κι ηλίθιας, της μελανής του της δικτατορίας. Μα αυτοί ήταν αμελητέοι μπροστά στο σύνολο των νέων που πήραν σβάρνα τα βουνά, γι’ αυτό κι από την άλλη μέρα χαθήκανε από προσώπου γης αυτοί και οι στολές τους, σαν μια παρένθεση ελεεινή, σαν αποφόρια βρώμικα στην Ιστορία τελικά. Εν τέλει διαλύθηκαν, σκόνη γινόμενοι συμπαντική, μες στο τρισήλιο το φως, των μυριάδων των αστέρων, που ’λαμψαν πάνω στα βουνά, έχοντας τις μορφές, από τα νιάτα δανειστεί, των υπερήφανων φαντάρων του έπους του 40.
Για εκείνη τη περήφανη γενιά, μιλώ, που ξαφνικά αρμένισε σεμνά, κείνο το χρόνο, από κοντά μας, δίχως φανφάρες ύμνων και επετείων τελετών βαρύγδουπων Μεταξικών, όπως αυτές που λίγο πιο πρωτύτερα, πλένοντας και ξεπλένοντας συνέχεια εγκεφάλους, θέλανε να μας επιβάλουν. Για κείνη τη γενιά, μιλώ, που ανέτοιμη, μα και εντούτοις αποφασισμένη, επήρε στο κατόπι ένα εχθρό, όχι και τόσο αστείο, καθώς τον ήθελαν τα χωρατά. Για κείνους τους περήφανους Έλληνες στρατιώτες λέω, που πέταξαν πέρα μακριά, απ’ τις παλιές συνήθειες και τα προβλήματα της γειτονιάς. Που ξεσηκώθηκαν αυθόρμητα, προσκαλεσμένοι μόνο από φωνές παλαιικές, οι οποίες μέσα στην καρδιά τους έμεναν φυτρωμένες, λες κι από μια άγρυπνη φροντίδα, μέσα στο χρόνο αλλιώτικη, σαν κι από ένστικτο, πιο δυνατή εκείνη τη στιγμή. Τότε ακριβώς που, ναι, είχαν αλλάξει ΕΚΕΙΝΟΙ. Είχαν αλλάξει ριζικά. Κι από μια ασήμαντη ζωή, μπήκαν απότομα, αν και ανθρώπινα, σε διαστάσεις έξοχες, δραματικά μεγάλες. Ετούτη τη στιγμή τούτη οι απλοί οι άνθρωποι, που μέχρι τότε ειρηνικά τα βήματα τους ήρεμα ήταν σοφά μέσα στο χρόνο μετρημένα, δρασκέλησαν απρόσμενα τις ράχες του Ζυγού και από κει και πέρα, χάθηκαν υπερήφανα ορμώντας στο στερέωμα των ιδεών και αξιών που έτρεφαν πάντα την πατρίδα, ξαφνιάζοντας με τόλμη τους ξεφτισμένους τους πολιτικούς και τους θεούς ακόμα.
Άντε λοιπόν και να τους πιάσεις` πόσες φορές στην Ιστορία! Άντε λοιπόν και να τους βρεις, σε τόπους, που η ζωή δεν δέχεται αφέντη της και νταβατζή τη μοίρα. Εκεί, που ασκλάβωτη η ψυχή τρέχει και αντρειεύει` σπέρνοντας πίσω της σπόρο τη δύναμή της, αίμα τα όνειρά της, πόνο και στέρηση ένα αιώνιο καημό να λυτρωθεί, να αλαφρώσει, και να πετάξει όμορφη, ιδανική - τολμώ και να το λέω - προ πάντων λεύτερη, απ’ όσα τη φορτώνουνε σ’ όλο το διάβα της ψέματα και δεσμά.
Ναι. Κι ας μη γελιόμαστε, πως όλα ετούτα τα ψηλά, έχουν να κάνουν μ’ ήρωες. Όχι, δεν είναι ήρωες οι ανθρώποι. Όλοι μαζί, νομίζω, όπως ετούτη τη φορά, τούτο το ανεπανάληπτο 40 μπορεί και να γενούν.
Τότε ήτανε άνθρωποι απλοί, στο σύνολό τους αγαθοί. Είδανε ξάστερα σε μια στιγμή όλοι μαζί το πρέπον. Όλοι μαζί κατάλαβαν το μέγεθος της νέας συμφοράς. Και πάλι όλοι μαζί πήραν απόφαση, ν’ αλλάξουν. Κι άμα, όλοι μαζί πήρανε την απόφαση, δεν ήταν δύσκολο γι’ αυτούς ν’ αλλάξουν, όπως στ’ αλήθεια το ’καναν, μες την υπόλοιπη διαδρομή. Μια διαδρομή, που μόνοι τώρα ευτυχώς, δίχως τα έχει του θεού, την ακολούθησαν χρόνια πολλά, από τα τότε και μετά.
Τότε, όταν σχεδόν πρωτόγνωρα κλονίστηκε εντελώς, έτσι από μέσα μας κι όχι στα ξαφνικά, μια ιστορία ειρήνης. Ειρήνης και ας το πούμε απλοϊκά προσαρμοσμένης, με τις ανάγκες της ρηχής, μέσα στη λίμνη, διαδρομή μας. Κι αν σοφιστείς, ότι κι η δόξα ανάγκη είναι και γητειά, για όλους τους ανθρώπους, άσ’ το αυτό για άλλους. Το ξανά λέω, άνθρωποι απλοί δεν έγινε, ποτέ τη δόξα να ζηλέψουν. Δεν έχουν τον καιρό, ποτέ για τέτοια ετούτοι. Απλά διαλέξανε εκείνα τα σπουδαιότερα, που’ χουν προτεραιότητα και που γι’ αυτά επείγεται και διαρκώς τους αναγκάζει ο χρόνος. Καχύποπτοι κι αντίθετοι τη δόξα αυτοί πάντοτε κι από σύνεση την έβλεπαν στον εαυτό τους περιττή. Και μόνο απαραίτητη, στους μες στο χρόνο ανεπαρκείς κι αμετανόητους, για ότι άλλο, εκτός αυτής, δικούς της επαγγελματίες.
Τέτοιους αμετανόητους της δόξας επαγγελματίες, όπως όλους εκείνους τους φωστήρες, που σαν τα σαλιγκάρια, ξεφύτρωσαν στα ξαφνικά, αυτές τις μέρες του σαράντα, κι άρχισαν πάλι τα μεγάλα λόγια. Και σαν γραμμόφωνα βραχνά κι άσχημα κουρδισμένα τ’ άπλωναν στη διαπασών, πάνω απ’ τα μπαλκόνια, γυρεύοντας να καρπωθούν τη δόξα του οδηγού, στη νέα απόφασή μας.
Τότε ερασιτέχνες τέτοιοι, της δόξας ζηλωτές, ήταν με τη σειρά – αξιολύπητοι, άλλος λιγότερο και άλλος πιο πολύ - ο Νικολός ο δάσκαλος κι ο χοντρό Παπασταύρος, και πιο επιτήδειος από κοντά, στο τέλος παίζοντας ρόλο εντελώς κακό θεατρικά ας πούμε, παντιέρα μια ζωή, ο δήμαρχος ο κύριος Παντελίδης.
- Το Έθνος κινδυνεύει. Η τιμή και η αξιοπρέπεια, της φίλης μας πατρίδος, διακυβεύεται ταύτην την ιεράν στιγμήν, απ’ άκρου εις άκρον, εις άπασαν την των Ελλήνων επικράτειαν. Νυν υπέρ πάντων ο αγών. Φώναζε καμαρώνοντας μέσα στους άδειους πλέον δρόμους, στεγνός και στο κορμί και στην ψυχή με πλούσια τη συντήρηση στο αφρισμένο στόμα του, ο γέρο δάσκαλος, ο Νικολός
Γι αγώνες μίλαγε εξ άλλου, νταβραντισμένος κι ο Παπάς. Γήινος, μες στα πάχη του, και μεταφυσικός στα ολόχρυσα τα άμφιά του, ο Παπά - Σταύρος ο Μπομπώτης, έκανε κήρυγμα ξεσηκωμού, συχνά-πυκνά, κείνες τις μέρες της αντάρας. Μονολογούσε βέβαια, με λόγια αφ’ υψηλού, θρησκευτικά μονόπλευρα κι ως πάντα στερημένα απ’ τη ζωντάνια που μόνο ό αντίλογος των λαϊκών ίσως μπορούσε να γεννήσει. Έκλαμπρα κυκλωμένος από την απαστράπτουσα αίγλη του εξαίσιου σκηνικού - που αποτελούσε ο άμβωνας, - έμοιαζε όμοιος κι αυτός με τον παραστεκούμενο, λίγο πιο πάνω του - τόσο ωραία βολεμένο! - στο θόλο Παντοκράτορα. Ας τονιστεί βεβαίως ότι απ’ το σύνολο της έκφρασης όλης ετούτης της εικόνας και σαν κοινό στοιχείο, τόσο του Παπά -Σταύρου όσο και της τεράστιας μορφής που δέσποζε από ψηλά σ’ όλη την εκκλησία, έβγαινε κι απλωνότανε σ’ άψυχα και έμψυχα υλικά μια κάποια αυστηρότης. Φαίνεται αυτονόητο, ότι η καλή ζωή και η λίγη αυστηρότης σπάνια έλειψε, σαν μαϊντανός, απ’ το χαρμάνι των προτύπων. Προ πάντων, από τα μυστικά της συνταγής των μάγων της αγάπης. Το θεϊκό καλό, για να κατέβει χαμηλά, ή το ανθρώπινο κακό, για να ανέβει επάνω, μοιάζει να έχει ανάγκη μέσα σε δρόμους μαγικούς ν’ ασθμαίνει αιωνίως. Από τη μία η χλιδή, κι από την άλλη ο φόβος. Κι αν πεις και για τους άλλους, αυτούς που περιμένουν κάτω, από τη μια η βολή, κι από την άλλη τέλεια η αφασία, του τραγικού εγκεφάλου..
Και φώναζε ο παπάς.. Κι έπεφτε η φωνή του, σαν κεραυνός, απ’ του άμβωνα τα ύψη. Και κραύγαζε ο Παπάς.. Κι ήταν τα λόγια αλλόκοτα, βαριά κι ανίερες έμοιαζαν να ’ναι οι φοβέρες.
- Μα κι οι Ιταλοί; Ξέρω, πως είναι Χριστιανοί.. Κι έπειτα τι δουλειά, στον πόλεμο να’ χει η Παναγία!.. Άκουγε μουδιασμένος και σκέφτονταν δισταχτικός, ο Μπάρμπα Δημητρός.
Μ’ αφηνιασμένος ο Παπάς έλεγε λόγια ξέφρενα` που λες κι έπαιρναν σάρκα, πετσί κι οστά κι έτοιμα ήταν να παλέψουν, με την καρδιά κάποιων αφορισμένων χριστιανών, που αιώνια, καθώς το έλεγε αυτός, έμελλε βάναυσα να τυραννιούνται στης κόλασης τα βάθη. Στης κόλασης τα βάθη, προς δόξα τίνος πράγματος; Κι ίσως εδώ με πονηριά, θα ’τανε εξυπνότερο, αφού σκεφτείς, και το καλύτερο να πεις, προς δόξα μιας δίχως έλεος και οικτιρμό, ίδια μπαμπούλας τελικώς, κι όχι ανθρώπινης θρησκείας.
- Μιαροί κι ορδές κτηνών τυμπανιαίων οι αλλόθρησκοι, οι πράκτορες του Πάπα, θέλουν την πίστη μας…. την πίστη των πατέρων σας να ξεφτιλίσουν, να μολύνουν. Αδέρφια μου ξυπνάτε, ζωστείτε τ’ άρματα και ετοιμαστείτε.. Κι ως *εξ Αγγέλων στρατιές* δια ρομφαίας και οργής στο πυρ το εξώτερο κι αυτούς και τη γενιά τους να ρίξτε, να καούνε. Τελείωνε επιτέλους, σαλιοσωσμένος ο Παπάς, και σαν φονιάς σ’ εκτέλεση με κίνηση δραματική, έδειχνε με το χέρι του, τη μια ψηλά στο θόλο αγέρωχο τον τιμωρό, την άλλη κάτω απ’ του άμβωνα τα πόδια, τη ζοφερή, μαύρη και κατακόκκινη σαν πυρκαγιά, εικόνα της κολάσεως. Κι απόσωνε τους κεραυνούς να ρίχνει, κλείνοντας την αυλαία με μια σπαραξικάρδια κορώνα κι εντολή.
- Εδώ ο παράδεισος.. Κι έδειχνε τα ελέη του παντοκράτορα, στο θόλο. Και να κι η κόλαση, μπροστά σας. Μαθές, και ο καθείς στο χρέος του να τρέξει.
Όσο για τον αιώνιο - χρόνια και χρόνια – δήμαρχο, του ένδοξου Λιμνοχωριού, τον κύριο Παντελίδη, ή όπως, απ’ την κούνια του, τον είχανε βαφτίσει οι έρημοι δημότες του, «τον κύριο Παντιέρα», - ανέμιζε συχνά, προς όλους τους καιρούς, όπου φυσούν οι άνεμοι, ανάλογα και σταθερά με τ’ άπληστο συμφέρον του, - και τούτος, όταν τους άφηναν οι άλλοι, έπλεκε επίσης θεατρικά ακόμη πιο σφοδρούς, δικούς του τους πασίγνωστους για το εύκολο το σκάρωμα τους, τους περιβόητους ρητορικούς Φιλιππικούς, κλέβοντας έξυπνα ωστόσο, από το δάσκαλο - τα Ελλήνων - και πονηρά απ’ τον Παπά - τα χριστιανών - τα ­ιδεώδη. Μα για κινδύνους εθνικούς, καπάτσος όπως ήτανε και θέλοντας να τους κρατάει για ατού, -στο πίσω, πίσω ουδέποτε τον έβλαψε μία καλά σιγουρεμένη πισινή- έκανε όση μπορούσε αφαίμαξη στη φραστική, την δήθεν έξαψή του.. Κι έλεγε ήρεμος, να πούμε...
- Ναι! Κινδυνεύει η Ελλάς. Μαζί της κι η θρησκεία.. Μα τώρα που ’φυγαν οι άντρες και τα αδέλφια, κι αν είναι μάλιστα να καταφθάσουν κι οι εχτροί, δεν λέω, αλλά το περισσότερο νομίζω πως κινδυνεύει τώρα η ίδια η οικογένεια.. Κι αν θέλετε να πω.. να....η τιμή και η υπόληψη των γυναικών σας.. μα και των κοριτσιών σας. Αυτό μπορώ και να το λέω. Και το ’λεγε γελώντας, σαν να ’τανε κανένα χωρατό, ξένο απ’ την περίσταση. Μια και το ήξερε καλά, πως δεν θα το ’φερνε η ανάγκη, κανείς απ’ τους δημότες του, μ’ αυτόν ν’ ασχοληθεί. Δεν θα τολμούσε βέβαια, κι είχε τη σιγουριά αυτός, ότι κανείς απ’ τους φτωχούς, με τη δική του την τιμή, περσότερο απ’ όσο έπρεπε, ούτε στο ελάχιστο θα το τολμούσε και ν’ ασχοληθεί. Σαν ισχυρό και τοκογλύφο, ποιος είχε κότσια να του πει, ή να τον καταγγείλει, για όλα εκείνα τα κορίτσια, που ο ίδιος με λογιών, χιλίων λογιών μπαξίσια, ρουσφέτια - πάντα με τ’ αζημίωτο - κόλπα κι αισχρούς εκβιασμούς, τόσες φορές είχε ξεπαρθενέψει, μες στο ισόγειο γραφείο, πάνω στις βαθουλές και πρακτικές, για έρωτα βολικό, τεράστιες, πέτσινες πολυθρόνες.
Τότε έτσι περίπου ουρλιάζανε, εις τα μετόπισθεν και επί του ασφαλούς όλοι οι κύριοι αυτοί. Κι ουρλιάζανε συχνά - πυκνά εκείνα τα κοράκια, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, διαρκώς, μερόνυχτα δίχως κανέναν συγκρατημό, παντού όπου κι αν βρίσκονταν, κακοί θεατρίνοι οι τρεις τους.
Όμως είχανε φύγει, στα σύνορα ευτυχώς, όλης της πόλης μας οι άντρες. Κι έτσι κούφια και περιττά, δίχως να τους αγγίζουνε, εκεί ψηλά που ήταν, παρέμεναν τα λόγια. Τα λόγια αυτών που λίγοι, εν σχέσει στους πολλούς και οπωσδήποτε ασφαλείς εν σχέσει με τους άλλους, έμεναν πάντοτε ξωπίσω τελείως ανενόχλητοι, σαν τα κοκόρια φουσκωτοί, εύκολα να τα λένε.
Τότε λοιπόν ήταν που πήρε ξαφνικά το δρόμο το σωστό ετούτη η γενιά, και ας το πούμε απλά, από περίσκεψη και μόνο. Τ’ άλλα, τάχατες οι μεγάλες σκέψεις, δεν ήταν της ανάγκης τους. Είναι αλήθεια εν τέλει, πως τίποτα απ’ όλα αυτά, που με κιλά μελάνη λούζουν παράκαιρα, το αληθινό κατόρθωμα ενός λαού, οι διάφοροι γραφιάδες, δεν ήτανε σωστό, για εκείνη τη στιγμή. Αντίθετα, τίποτα τ’ ανεξήγητο, τίποτε το περίπλοκο δεν ήταν, δεν υπήρξε, για την απόφαση εκείνη. Κι ηλίου φαεινότερο τίποτα περισσότερο δεν είναι απαραίτητο να τους καταλογίζουν από την ταπεινή, τη βιωμένη ελπίδα, που πήγαζε ακριβώς βαθειά, απ’ την βαθύτερη ανάγκη γι’ αγώνα δίκαιο στη ζωή, για περηφάνια, λεβεντιά, τίμια περίσκεψη κι εκτίμηση του κόσμου.
Πρώτο αγαθό λοιπόν, ήτανε η περίσκεψη. Και από κει και πέρα ο ρόλος, που διαλέγει την κρίσιμη στιγμή καθένας κι όπως αυτός τον εκτιμά. Σκλάβοι της δύναμης, σκλάβοι και της αδυναμίας. Ο ρόλος ήταν και θα είναι, πάνω απ’ όλα δυστυχώς, μέσα στο χρόνο δεδομένος` τόσο γι’ αυτούς που μένουν άκαπνοι, προφυλαγμένοι πίσω για να καθοδηγούν, όσο το ίδιο και γι’ αυτούς, που δίχως να μετρούν τις άχρηστες των πρώτων παραινέσεις, προχώρησαν και προχωρούν μπροστά αλλάζοντας και γράφοντας καινούργια Ιστορία. Εκείνοι αμετακίνητοι μέσα στα τέλματα βαθειά της ιστορίας τους χωμένοι. Οι άλλοι άξιοι, ομόψυχοι, αγκαλιασμένοι πάντα με την περίσκεψη, μονάχοι τους κι όλοι μαζί ενωμένοι, με καύσιμα το αίμα τους και με σκοπό το όνειρό τους, να δημιουργούν έπ’ άπειρον, μέσα στους στατικούς, τους δαίδαλους της τύχης, την κίνηση και την εξέλιξη της Ιστορίας των αθανάτων των Λαών, του αθάνατου Ανθρώπου.
Έτσι ακριβώς απλά, συμβαίνουν τα μεγάλα τις κρίσιμες στιγμές. Παρ’ όλο που αργότερα, γι’ άλλα τυρβάζει ο κόσμος. Κι είναι πασίγνωστα τα παραμύθια και τα ανόητα μπλα-μπλα, για δήθεν φουσκωμένες σαν το προζύμι αξίες κάποιων, - ίδια και απαράλλακτα μ’ αέρα όμως φουσκωμένων κι όχι αληθινών-, δήθεν ιδανικών λαών. Οι ιδανικοί λαοί είναι εφεύρημα της προσδοκίας, και μάλλον τέχνασμα φθηνό των αιωνίως εκμεταλλευτών τους. Οι υπαρκτοί λαοί, που εξελίσσονται εσαεί, δίχως να δέχονται, μπλοκαρισμένοι μέσα τους από την ίδια τη φθορά τους, το εύκολο να αφανιστούν, είναι αγώνας κι αγωνία. Τ’ άλλα είναι και λίγα στους αιώνες, και ασταθή μες στον καιρό. Σάλτσα και καρυκεύματα, αξίες και ιδέες, όλα μαζί και με τα χρόνια χρήσιμα μονάχα υλικά, στα χέρια κάποιου μάγειρα, που βελτιώνει λίγο - λίγο τη γεύση της ουσίας, και του καλού και του κακού, μέσα στη σούπα των αιώνων.
Ας ησυχάσουν επιτέλους όλου του κόσμου οι γραφιάδες, που πάντα ανήσυχοι, πονετικοί, παράκαιρα ταλαιπωρούν τη σύλληψη, στην εύκολη την ερμηνεία, της πιο απλής κι αληθινής, μοναδικής ιδέας, της νόησης τάχα των λαών! Τη νόηση του κόσμου δηλαδή, του να παλεύουν να επιζήσουν, πιο πέρα απ’ το καλό, πιο πέρα απ’ το κακό, μπροστά κι από την ίδια τη φθορά τους. Ο Λόγος είναι των λαών. Κι αν βάλλεται ο Λόγος, ετούτος, αιωνίως` κι είναι αλήθεια αυτό` κάθε διαστροφή εποχής, θα είναι απ’ τους λαούς, αναγκασμένη πάντα ν’ ανακαλύπτει νέα όπλα, ανάξια κι άχρηστα εν ολίγοις για να τον πολεμά και να τον σταματήσει στην ανηφόρα της φοράς του. Όμως κι από την άλλη τη μεριά, παρηγοριά ας δεχτούν, όσοι αμφισβητούνε την άχρονη ύπαρξή Του, ότι δημιουργία αληθινή θα ’ταν αδύνατο να γίνει, χωρίς την συνεχή αγωνία και τον αγώνα μέχρι εσχάτων του ανθρώπου. Αλλά, οι λαοί και τούτο το γνωρίζουν. Λόγος και πόνος δυστυχώς, δεν ήρθε η ώρα τους ακόμη, πέρα για πέρα, ως πρέπει, να αναμετρηθούν. Όλα τα άλλα είναι, αν τα κοιτάξεις πιο βαθειά, τόσο μικρά, όσο μεγάλα σου φαντάζουν. Γι’ αυτά πραγματικοί οι φύλακες, όταν υπάρχουν κι αγρυπνούν. Μα οι ιστορικοί εχθροί τ’ Ανθρώπου, για ένα να ’ναι σίγουροι, πως θα τους βρίσκουν πάντοτε ανυποχώρητους μπροστά τους όταν εκείνοι κρίνουν πως είναι η πρέπουσα στιγμή.
Έτσι ακριβώς και τώρα οι φύλακες εκείνης της γενιάς, δίχως το κούρδισμα των αξιών που αλήθεια δεν τις πρόβαλε στην κρίση τους ιδανικές ο δεδομένος χρόνος, κατάλαβαν πολύ καλά το οριακό της αδυσώπητης στιγμής. Κι άφησαν δίχως σκέψη, αυθόρμητα την ησυχία και τις συνήθειες μιας ζωής και μίας βασανισμένης εποχής, κι έβαλαν το χακί, να παν να πολεμήσουν. Τ’ άρβυλα και το δίκοχο, τ’ όπλο κι από κοντά η καραβάνα, άντε και κάποιο χωρατό, τ’ αντιπροτείνανε για ιδέα, γνωρίζοντας απ’ την αρχή, πως μόνο έτσι θα γραφτεί πάνω στο σώμα τους, μέσα στο αίμα τους, ο νέος ο χαμός, αλλά και η νέα τους η Ιστορία.
Αυτή ήτανε λοιπόν` κι αν είναι κάποια Ιδέα. Η Ιδέα του Λαού εκείνης της στιγμής! Βέβαια αξίες και ιδέες, κι άλλες υπήρχαν δυστυχώς εκείνο τον καιρό. Κι ο Μεταξάς υπήρχε. Κι υπήρχε κι από πάνω πάντα η επικρατούσα τάξη. Η Νέα Τάξη των Πραγμάτων, που πάσκιζε μανιωδώς με κάθε τρόπο θεμιτό κι αθέμιτο αδιακρίτως για το καλό του Έλληνα, να στερεώσει σίγουρο, απ’ άκρου σ’ άκρη της Ελλάδος, τον πιο ανόητα εκπεφρασμένο, ανόητο φασισμό.
Κι αν ήρθε η ώρα, να σταθούμε στην κρίσιμη στιγμή, και μάλιστα, ξύπνιοι εμείς να δούμε, τι αποφάσισε σπουδαίο κείνη τη νύχτα νυσταγμένος, ο εθνοπατέρας Μεταξάς, τότε τα πράγματα ακριβώς παίρνουν τη μια κι αληθινή τροπή, κι αποδεικνύουν πάλι, ότι η τύχη ενός λαού ήταν και θα ’ναι ευτυχώς, παρά τις αντιδράσεις, δικιά του υπόθεση και μόνο. Έτσι κι αν είχε γελαστεί ο Μεταξάς - δύσκολα να το πούμε, η ιστορία του αλλιώς τον περιγράφει - δικό του πρόβλημα. Εμείς πονόψυχα να το δεχτούμε και το παράλογο αυτό. Όμως, ας επιστρέψει τότε, κι αυτός κι όσοι παρέα του υπήρξαν, κι ας εξηγήσει, πως; εκείνο το δικό του - όχι - της τελευταίας κείνης της στιγμής, ήταν αυτό που έφερε, σαν θαύμα τον ξεσηκωμό της 28ης του Οκτώβρη του 40! Αλλά τι να τα λέμε πάλι κι ιδέες, ναι υπάρχουνε, και αρχηγοί σαφώς. Όμως οι σκέψεις των λαών είναι το αίνιγμα της σφίγγας. Τ’ άλυτο όμως αίνιγμα της σφίγγας των αιώνων. Άλυτο ιδιαίτερα, όπως εγώ νομίζω, γι’ όλους όσους και πάλι απ’ αυτούς σκέφτονται αβασάνιστα, με ευκολία τον λαό, δίχως να θέλουν μέσα του, να σκύψουν και να δουν τα τραγικά διλήμματα του!
5 Νοεμβρίου Σαμαρίνα.
«Σεβαστή μου μάνα, σεβαστέ πατέρα, Είμαι καλά. Το αυτό και για εμάς επιθυμώ. Προψές τους διώξαμε τους Ιταλούς, από τη Σαμαρίνα. Τώρα καθόμαστε.. Κι είναι καλά... Μην κλαις μανούλα, είμαι καλά... Γρήγορα θα γυρίσω... Να μου προσέχεις το Φρωσί... Κι εσύ πατέρα τη γαϊτα... Κι έπειτα τι τα θέτε, καλά είναι κι εδώ... Έχει και χάζι εδώ πάνω... Να... Ο λοχαγός μας.. είναι, του Λυμπιεράτου ο ανεψιός, ο Αλέξης... Που να στα λέω, μάνα, όλο κρυώνει ο φουκαράς. Και χλαίνη και αμπέχονο ... γοίκος σωστός... και δεν τον φτάνουν... Άσε που τον φιλεύω διαρκώς, απ’ τις δικές μου, τις σταφίδες... Μάνα, να μη φοβάσαι. Δεν θα περάσουνε οι μούλοι, οι ρουφιάνοι, οι Ιταλοί φασίστες. Σε λίγο ο πόλεμος θα τελειώσει... Το γράμμα με βοήθησε και το ’γραψα ο Αλέξης. Δεν χωρατεύω... Αλήθεια σας το λέω!»
Έτσι σκεφτότανε, εκείνες τις στιγμές, κι έτσι περίπου έγραφε τις σκέψεις τις απλοϊκές εκείνη η γενιά, επάνω στης Ηπείρου τα παγωμένα βράχια. Με τέτοιο τρόπο απλό κέρδισαν και καρπώθηκαν ετούτοι την κληρονομιά, όπως ανέκαθεν στο παρελθόν τόσοι και τόσοι προγόνοι τους, την ίδια, απ’ την πατρίδα, είχαν με την αξία τους κερδίσει.
Κι ήταν πικρή κι αόρατη, αυτή η κληρονομιά, σαν αρετή κι ενέργεια θεϊκή, όμως, όσο κι αν ήταν ταπεινή για τις ανθρώπινες ανάγκες, πλούτο μοναδικό τους κληροδότησε, το θάρρος, την πίστη στα ιδανικά και την ελπίδα ανανεωμένη, στο δίκαιο ενός πανάρχαιου αγώνα.
Έτσι, αρματωμένοι εκείνοι πέρασαν πέρα κι απ’ το μύθο. Πέρασαν πέρα κι απ’ το ανώνυμο το πλήθος` και πέρα ακόμη, πιο μακριά, από λογαριασμένα κι αλογάριαστα στο νου, λύνοντας γι άλλη μια φορά το αίνιγμά τους στους αιώνες. Σώθηκε έτσι η τιμή κι η αγωνία της Πατρίδας. Κι εκείνοι ξεδιψάσανε τη δίψα τους - αν και αιώνια διψασμένοι - με τη δροσιά να πολεμούν περήφανοι, γι’ ότι θα ήτανε καλό πάντοτε μες στο χρόνο τίμια, ναι, και μόνο τίμια να τους ζήσει.
Κατά τα άλλα, πόσοι δεν χάθηκαν! Και πόσοι έμειναν στο χιόνι! Ποιους να σκεφτείς; Αυτούς που έφυγαν, ή εκείνους που έμειναν ορφανεμένοι πίσω!
Μπόρες... Συνέχεια μπόρες. Νύχια που χώθηκαν με πόνο κατάσαρκα, μέχρι να τα ματώνουν τα πένθιμα, τα αυλακωμένα πρόσωπα των απροστάτευτων μανάδων. Των κοριτσιών, που μάταια ακόμη μέχρι τώρα έμειναν, ν’ αγναντεύουν, πίσω απ’ τις γρίλιες κι ανάμεσα απ’ τους βασιλικούς, πάνω στους μότζους, πέρα στο δρόμο να φανούν... Ο Γιάννης της Χρυσούλας, 22 χρονών παιδί, ίδιο αετόπουλο, μοναδικό καμάρι.... Του γέρου Πρεβεζάνου ο Χρήστος... Του Κατσαντώνα ο Λάκης, κι ο ευαίσθητος, ο τρυφερός ο λοχαγός, που όλο γελούσε στη ζωή κι έκανε χωρατά, σ’ όλους τους συντοπίτες του, ο αδερφός της Βούλας και ανεψιός του Λυμπιεράτου, ο εικοσπεντάχρονος, ο Αλέξης.
Τόσοι και τόσοι που έσβησαν με μιας, που διαλύθηκε η μορφή τους, που απόστασε το σχήμα τους και η κίνησή τους όλη.
Σταμάτησαν, λες και μαρμάρωσαν για πάντα, μακριά από τους δρόμους και τις γειτονιές, κι ακόμη, αλίμονο πιο μακριά από το νόστο τον πικρό της ξεχασιάρας πολιτείας. Λίγοι απέριττοι σταυροί γι’ αυτούς, που έμειναν μοναχικοί, μα γαντζωμένοι αιώνια, σε λύσσα κι έκπληξη εκείνων των εχθρών μας, πάνω στα βράχια της Πατρίδας. Και μόνο ανάριες έμειναν μοναχικές οι μνήμες, των φίλων και των συγγενών, γι’ όλους ετούτους που χαθήκαν, μέσα στις ερημιές και τα φαράγγια των συνόρων.
Στα σύνορα, ναι εκεί ακριβώς απάνω. Στα σύνορα τα έρημα, εκεί ακριβώς που αντιλαλεί τυραννισμένη, αιώνια προδομένη, άγια η λαλιά αυτού του τόπου. Του τόπου και του αίματος, στις άκριες του εξανθρωπισμού όλων των ιδεών. Του τόπου και του αίματος, που το ’να, στους αιώνες, μεταλαμβάνοντας το άλλο, μέσα στο χρόνο έγιναν αδιαίρετα, τίμιο αίμα και τίμιο σώμα του Θεού. Εκείνου του Θεού, που λέγεται Έλληνας πρώτα, και μετά απ’ αυτόν, Ελλάδα.
Ητανε άνοιξη, παραμονές του Πάσχα` Η στέρησή μας είχε αρχίσει για καλά. Που σκέψη για Ανάσταση, για κόκκινα αυγά και για αρνί στη σούβλα.
Νύχτα Μεγάλης Πέμπτης.
Το μέτωπο κατέρρεε, στου Ρούπελ τα οχυρά. Και οι Τεύτονες ακάθεκτοι και επηρμένοι πλέον - μια καλοκουρδισμένη από ατσάλι μηχανή. Ψυχροί και δίχως έλεος κανένα, σ’ ότι η ανθρωπιά, χιλιάδες χρόνια πριν, είχε με κόπους καταφέρει, χυμάγανε άγριοι, σαν μύρια ασκέρια σιδερόφρακτων φονιάδων και ληστών, με απονιά να το γκρεμίσουν, με μίσος να το καταστρέψουν.
Νύχτα Μεγάλης Πέμπτης
Πάνε επιτέλους οι θεοί. Διαλύθηκαν, έγιναν κονιορτός. Ζήτω η καινούργια η φυλή! Ζήτω η νέα ράτσα! Με τη βοήθεια των εξορκιστών, τόνων απαίσια κάκοσμου λιβανιού, πράξεων βίας και ιδεών απάνθρωπων, μες στα χυτήρια των Γκρούπς έτοιμοι, νατοι φτιάχτηκαν, - χαράς ευαγγέλια - οι νέοι άνθρωποι, η νέα η φυλή, των νέων των θεών και των καινούργιων ημιθέων. Τι σύγχυση και ποιά η ανάγκη επιτέλους! Πιο πάνω από όλα η ηδονή της δύναμης, μαζί κι η ματαιότητα η αισχρή της απληστίας των πραγμάτων. Πιο πάνω απ’ όλα η ηδονή μιας δύναμης, ανάξιας των ανθρώπων. Μιας δύναμης ξένης και εχθρικής στη φύση των ανθρώπων. Μιας δύναμης άρρωστης, μολυσματικής, χωρίς κανένα δισταγμό, σ’ ότι ηθικό, σ’ ότι ανθρώπινο, κοιλοπονώντας γέννησαν τόσοι αιώνες πριν.

Wednesday, October 10, 2007

Μεσολόγγι


Απ’ το βιβλίο του Άγγελου Κότσαρη
«Επιστροφή στο αρχοντικό του Κρόνου»


1 Τέμπερα Άγγελου Κότσαρη

- Να και η τρόμπα!…. Η βρύση με το χερούλι της σπασμένο.. Χωρίς νερό στεγνή.. Εδώ που ξεδιψάγανε, θυμάσαι, οι γειτόνoi

2 Φωτογραφία Άγγελου Κότσαρη «Παλιά γειτονιά με βρύση»

- Πόσα και πόσα δεν θα δούμε... κι άλλα θα είναι ευχάριστα, κι άλλα απ’ αυτά θα μας φοβίζουν. Πολλά θ’ αλλάξουν απ’ το χθες. Κι όμως, ότι κι αν πεις, εμένα με φο-βίζουνε, μόνο αυτά, που κατά βάθος δεν αλλάζουν. Τότε ακόμη μ’ άρεσε, σαν ήμου-να παιδί, τριγύρω φέρνοντάς το, να βλέπω το αρχοντικό. Με γέμιζε με περηφάνια, μα κατά βάθος το φοβόμουν. Κοίτα το…. Ακόμη στέκεται ορθό!
- Εμένα με φοβίζανε τότε τα βατραχάκια, που ξεπηδάγανε απειλητικά σαν καλικά-τζαροι απ’ τις βουρλιές.. Με φόβιζε κι η μάνα μου, σαν ήταν να με δείρει.... Μα τώρα πια το βλέπω… είχε προβλήματα πολλά.... Κι ήμουν κακιά εγώ.. Είχε προβλήματα πολλά και το χειρότερο ήταν που φεύγοντας τα πήρε άλυτα μαζί της.
- Έλα, μην τα θυμάσαι τώρα... Θα ‘ρθει η ώρα, τόσα πολλά που ‘χει η ζωή, που θα μπορείς να θυμηθείς. Να, κοίτα το λιμάνι.... Η θάλασσα… Κι ο ήλιος ο μελένιος, που βιαστικός πάει να δύσει.... Που πάει να χαθεί, πίσω από την όμορφη Οξιά. Κοίτα τα

3 Φωτογραφία από βιβλίο του κου Γιώργου Κοκοσούλα «Μεσολόγγι»

σάλτσινα, η ώρα πλησιάζει, όπου και να’ ναι θα γεμίσουν, απ’ τα ζευγάρια των παρα-νόμων εραστών..
- Τα σάλτσινα... Ο Ταρζάν.... Όχι δεν με φοβίζουν πια... Τόσο καιρό κουράστηκα να θέλω να ξεχάσω. Είναι ωραία τ’ αρμυρίκια. Τον Αύγουστο, μοσκοβολάει ο τόπος.. Αργά το απόγευμα, στα σάλτσινα μυρίζει άρωμα θάλασσας κι αλμύρας, και λίγη πί-κρα ροδοδάφνης, σαν τ’ άρωμα της μάνας μου, σαν γύριζε από εκεί...

4 Φωτογραφία της παλιάς κι αξέχαστης ηθοποιού Κάθριν Χέμπορν

- Η Ελένη!... Ας τους... Ήταν η ώρα τους... Όλοι αναπαύονται.... γαληνεμένοι τώρα πια, μια κι επιτέλους θα ξεχάσαν.
- Όχι, μην το νομίσεις, πως τα φοβάμαι ακόμα. Αλλά ποιός από τότε να ‘ξερε, ότι ο φόβος θα περάσει; Ποιός τότε το ‘ξερε, ότι o φόβος ήταν η ουσία του παιδιού; Ήμουν κακιά. Δεν ήθελα να καταλάβω. Κι όταν μεγάλωσα ακόμη, δεν πίστευα πως το πηγά-δι, που μες σ’ αυτό εκείνη απελπισμένη, η φτωχή, με κράταγε από τα πόδια ανάποδα, μετέωρη και πανικόβλητη, δεν ήτανε της κόλασης, αλλά της ίδιας της ζωής!…Ήμουν κακιά.. Κι ήθελα περισσότερο, απ’ όσο μ’ έφτανε ψωμί. Κι εκείνη τότε ήταν που είχε πρόβλημα.... πολλά προβλήματα....Ήτανε τότε ακόμη που’ θελε η δύστυχη να φύγει. Κι έπειτα έφυγε με κείνονε τον Ιταλό.. Και πήγε στην Αθήνα… και μ’ άφησε μονά-χη.... Τότε, πολλά προβλήματα. Γιαυτό σου λέω πάλι, τώρα λυτρώθηκα …έπαψα…. ναι, και δεν φοβάμαι πια.

5 Ορφέας κι Ευριδίκη (από παράσταση Λυρικής σκηνής)

- Δύσκολα χρόνια ήτανε...Ήτανε σίγουρα κι η κατοχή. Ναι, έτσι είναι πάντα!... Δεν ξέρω πότε παύουμε να είμαστε παιδιά. Πότε τελειώνει η φυγή και πότε σβήνει ο φό-βος. Μήπως την ώρα που γυρνάμε; Μήπως κι αυτό, δεν είναι σύγχρονα η αιτία και το αιτιατό της κάθε επιστροφής;
- Μην πας να τα εξηγήσεις... Σου το’ πα... τώρα πια τα πέταξα τα φάρμακα κι ανώ-φελα παιδεύτηκα τόσο καιρό με εξηγήσεις. Τώρα στο λέω είμαι καλά. .. Κατάλαβα. Ήρθε η ώρα πάλι, να ξαναρχίσουμε απ’ την αρχή.
- Ναι έτσι είναι, θα ξαναρχίσουμε απ’ την αρχή. Αύριο λοιπόν πρωί, πρωί, θ’ ανέβου-με χαράματα πάνω στον Αϊ-Συμιώ.

6 Αϊ Σιμιός Μεσολογγίου

«Στον Αϊ-Συμιό τον Πλάτανο. Το’ θελα τόσα χρόνια! Ήτανε, μες στη μνήμη μου διαρκώς, η πεντακάθαρή του εικόνα. Για μένα ανέκαθεν όλα, εκεί πάνω στο βουνό, είχανε πάντα φρέσκια, στη μνήμη μου και στους καημούς μου, την καθαρότητα και την ζωντάνια που αποπνέει το άχρονο. Πάντα με μάγευε εκείνη η πανάρχαια σιωπή, του δάσους του Αϊ-Συμιού` και μ’ ένα μούδιασμα γλυκό αλάφρυνε χαρούμενα τις σκέψεις, μέσα στο μυαλό μου. Δίπλα απ’ την Βάβα Γιώργαινα, πάντοτε εκεί οι μυ-ρουδιές και τ’ απαλό το θρόισμα τ’ αγέρα, μέσα απ’ τα αιωνόβια, τα δροσερά πλατά-νια, μαζί με τις αμέτρητες φωνές όλων των όμορφων πουλιών, του γκιώνη, τ’ αηδο-νιού, των γρύλων και των κούκων, μ’ έκαναν να αισθάνομαι παιδί ευτυχισμένο.
7 Δάσος Αϊ Συμιου

Το νοιώθω ακόμη τώρα αυτό, λες και βρισκόμουν ακριβώς στα πρόθυρα του παρα-δείσου. Δυο μέτρα απ’ τον παράδεισο ένοιωθα τότε εκεί πάνω, μακριά παραμερίζο-ντας απ’ το μυαλό τη μάχη, τη μάχη να επιζήσω. Μ’ ακόμη πιο σωστότερα, παραμε-ρίζοντας δικαίως όλη την περιέργεια, που μ’ έτρωγε παράκαιρα, να προσπαθώ να μά-θω τα μυστικά τ’ ανθρώπινα και τις αλήθειες των θεών. Κι όμως πραγματικά, μονάχα εκεί πάνω μπορούσα να ξεφεύγω από της γνώσης τη σκοτούρα. Κι ένοιωθα λεύτερος πρωί, πρωί, σαν έτρεχα απ’ το πηγάδι ως το λευκό Σταυρό` κι όταν κυλιόμουνα, γε-μάτος ξεγνοιασιά, μουσκίδι μέσα στις πυκνές, τις υγραμένες φτέρες.
Τι απογεύματα μαγευτικά, μες στη γαλήνια φύση` και πόσο ασκητική η χαρά, στα όρια της βλογημένης της επάρκειας του ταπεινού ανθρώπου, που ξαπλωτός πάνω στη γη ξέρει καλά κι απλά να ζει, απλός κι ο ίδιος μέσα του, χωρίς της απληστίας του α-νάγκες κι απαιτήσεις! Λίγη κουλούρα και ντομάτα, το τρίμμα του τυριού κι οι ελιές ήταν το μέτρο το καλό, στο μερτικό της ευτυχίας. Μίας επάρκειας ψυχικής, που λίγο είχε να κάνει, μ’ όσα μας έκανε η ζωή από εκεί κι έπειτα, τέτοια ακατανόητα κακά` έτσι που να μη νοιώθουμε πού σταματάει ο κορεσμός στα αισθήματα, στην όρεξη και τέλος και χειρότερο και στον ανθρωπισμό μας. Και να ‘ταν όλα αυτά κόλπα, που τα ‘κανε εδώ ευσπλαχνικά η φύση, θέλοντας λες να μας γλυκάνει τη μοναξιά και τα αι-σθήματα άφεσης, που προκαλεί ο φόβος ο πρωτόγονος και η ερημιά του τόπου; Όχι! Τ’ αντίθετο. Μονάχα εκεί πάνω νοιώθαμε άνετα, να ζούμε, μετρώντας συνετά όλο τον πόνο του ανθρώπου, και συνετότερα όση περίσσευε χαρά. Τι γέλια! Τι πειράγμα-τα! Και πόσες ιστορίες, που η απλοϊκότητα του μέτρου ήξερε να τις μετατρέπει, από πικρόχολες, σ’ αστείες.»
- Τι φώναζε κυρά-Ρηνιό η Καίτη απόψε στα πλατάνια; Κι ήταν αλήθεια με τον Λιά μες στην κουβέρτα του χωμένη;
8 Renoir

- Μα το Χριστό σας λέω... Λαψάνες, φώναζε. Λαψάνες....
- Χα, χα, χα, χα..
- Λαψάνες, φώναζε, κι αγκομαχούσε η σκύλα.
- Χα, χα, χα! Η αθεόφοβη… της φέρνει όρεξη ο Αϊ-Συμιός. Κακό χρόνο να’ χει η μουρλή. Χα, χα, χα.... Άκου λαψάνες η μουρλή... Μοιάζει να της αρέσουνε, όσο και τ’ αποτέτοια του αμορόζου της, του Λιά. Χα, χα, χα...

9 Toulouse Lautrec

- Το’ χε στο αίμα της από μικρή` και είναι δύσκολο γι’ αυτή, να κάθεται να σκάει. Αλιά από κάποιες άλλες, ονόματα δεν λέω, κι ας ειν’ και δω μαζί μας ... Κι έπειτα, ας είν’ καλά κι ο κερατάς ο άντρας της ο Μήτσος, που δεν σκοτίζεται μ’ αυτά. Χα, χα, χα... Καίτηηηηηηη....λαψάνες... λαψάνες..
10 Picassο

Τι αλήθειες δεν ειπώθηκαν στις στρωματσάδες του Αϊ-Συμιού, και κάτω απ’ τα Πλατάνια. Και πόσα, απ’ τους σωρούς τα μυστικά τους, δεν βγήκαν εκεί πάνω στη φόρα με τη βοήθεια τ’ Αϊ-Συμιού; Κι όχι πως πράγματι, το κάτι τέτοιο ήταν γι’ αυτές απλό` ή πως και το χειρότερο, τ’ ότι μέσα απ’ αυτό καθόλου δεν τους ενοχλούσε η όποια κι αν τους γίνονταν από τους άλλους, για την ζωή τους, κριτική. Αντίθετα ανά-λαφρα κι όχι πολύ αναγκασμένες, με τους καιρούς το πείραγμα εκεί πάνω το’ χαν εν τέλει αποδεχθεί, ως απαραίτητο συνήθειο. Και περισσότερο ειλικρινά πάντα το περι-μένανε. Και κάπου επίσης ίδια το θέλανε, να γίνεται, μια και το ‘βλεπαν δίκαια, σαν πληρωμή και σαν αντίτιμο μικρό, που ‘πρεπε μέσου αυτού αυτές, δίχως κακία βέβαια με τούτο να πληρώνουν, για εκείνη τους την άμεση κι απ’ την ψυχή τους μέσα αληθι-νή επικοινωνία, για ένα βαθύτερο, μέσα απ’ το σύνολο των μεταξύ τους επιτρεπόμε-νων αποκαλύψεων, εξαγνισμό.
11 Αϊ Συμιός- Προσωπική φωτογραφία 1957

Ένα εξαγνισμό, που τους ξαλάφρωνε στ’ αλήθεια, απ’ όσα ανεπίτρεπτα έκρυβαν μέσα τους, βαθιά. Κι έτσι, παρ’ όλα τα όσα αναγκαζόντανε, ν’ ακούσουν όλοι απ’ όλους, μεταξύ τους, στο βάθος όλα αυτά απλά τα διασκέδαζαν κι εύκολα τα μετέτρε-παν, καλά ή κακά, σε μια ατέλειωτη χαρά, σ’ ένα σπουδαίο γιατρικό της κουρασμέ-νης της καρδιά τους. Γι’ αυτό εξάλλου όλοι αυτοί και τα δεχότανε εκεί πάνω, χωρίς αντίρρηση επί τόπου, καλοπροαίρετα, ντρέστα κι ανθρώπινα αληθινά. Μα πέρα κι απ’ αυτά και μάλιστα τ’ ανθρώπινα, εκείνο που ‘ταν εκεί πάνω σίγουρα καταπληκτικό, δίχως καθόλου, αν συμμετείχες με ψυχή, να σε ξαφνιάζει αληθινά, ήτανε η ολόπλευ-ρη, η πιο βαθειά επικοινωνία όλων με όλα τα έμψυχα και τ’ άψυχα της πλάσης! Άλ-λοι κανόνες κι άλλοι νόμοι` ακόμη κι άλλη ηθική.
Η τάξη των ανθρώπων ξέφευγε εκεί πάνω, από την αυστηρότητα και την υποκρισία, τους πέτρινους κανόνες μίας πρωτόγονης συνήθειας` κι άφηνε να κυριαρχεί, άκομψος μεν, μα ένας βαθύτερος μες στην απλότητά του ανθρωπισμός. Ένας βαθύτερος αν-θρωπισμός που σέβονταν το ίδιο, ίδια τη φύση απ’ τη μια, και ίδια τους ανθρώπους κι ότι άλλο επί πλέον, στο αναμεταξύ τους, αθέατο παρεμβαλλόταν.

12 Φωτογραφία Άγγελου Κότσαρη στον Αϊ Συμιό

Του Αϊ-Συμιού στη χάρη του, όλοι εκεί πάνω, μες στη φύση πειράζονταν χορεύο-ντας και με μεράκι τραγουδούσαν. Οι πίπιζες των γύφτων και το νταούλι κι ο ζουρ-νάς, οι αρχαίοι οι χοροί, το εσώψυχο τραγούδι και το κρασί που έρεε δυο μέρες και μια νύχτα, άγνοιαστους όλους με χαρά τους μεταφέρανε διαρκώς σε μια επιστροφή μέσα απ’ τον κόσμο και τη φύση, σ’ άλλες πανάρχαιες εποχές` νηπιακές να πούμε στην ιστορία του ανθρώπου.
Θα το ’λεγα καλύτερα σε μια σωτήρια επιστροφή, όλως διόλου μαγική, που λες και με μια δύναμη εσώτερη, ιερή, έκστασης θα ‘λεγα και λευτεριάς, διατρέχοντας σαν αστραπή το χρόνο, όλους τους ξαναγύριζε αγνούς σχεδόν και πάλι απ’ την αρχή, σ’ εκείνους τους χαμένους μες στον καιρό, του σύμπαντος τους παραδείσους. Ναι, όλα εκεί πάνω ήτανε σχεδόν ειρηνικά, κάθε φορά του Αϊ-Συμιού. Κι αν ήταν κάτι άσχημο για τους πανηγυριώτες, ήταν η σκέψη να γυρίσουν στη μαγκουφιά της πόλης.
- Μωρέ να κάτσουμε, αλλά το βράδυ είναι να έρθει o Ηρακλής με άμμο απ’ τον Αλυσό... και δεν θα βρει κανένα στο σπίτι να τον περιμένει.
- Ας τονε, και τι έγινε, δεν θα χαθεί ο κόσμος. Φαΐ θα του’ χει η Θοδώρα... Π’ ανά-θεμά την, την χαμένη, με τίποτα δεν την τραβάει ο Αϊ-Συμιός. Ξέρουνε πού βρισκό-μαστε` και δεν θ’ ανησυχήσουν.
- Μπας και δεν νοιάζουμαι εγώ; Δυο μέρες τώρα άφησα μονάχη της, τη Στέλλα, στον αργαλειό και στο κουμάντο.
- Όχι! Βραδάκι... Σας το λέω. Θα ‘μαστε έτοιμες με τη δροσιά, να κατεβούμε προς την πόλη. Έτσι κι αλλιώς οι υπόλοιποι, μαζί με τους πανηγυριώτες, θα φύγουν με τα άλογα και τις καρότσες τους, από νωρίς. Πρέπει κι εμείς μετά απ’ αυτούς, όπως εξάλ-λου κάθε χρόνο, να συγυρίσουμε τα πάντα. Τα πάντα εδώ πάνω και περισσότερο την Εκκλησία.
Έτσι κι αφού λογομαχούσαν, για το ποιά ώρα ακριβώς έπρεπε να επιστρέψουν, κά-ποτε παίρνανε του γυρισμού το δρόμο κι αποχαιρέταγαν τον Αϊ- Συμιώ. Κάποτε κα-τηφόριζαν το δρόμο της επιστροφής, πάντα χαρούμενες και πάντα τραγουδώντας, γυ-ρίζοντας ευτυχισμένες, μία φορά το χρόνο, πάντα στην ίδια πολιτεία.
Τούτη την πολιτεία, που από μακριά κατηφορίζοντας την αντικρίζεις, μπροστά απ’ την απότομη, την ασημένια Παλιοβούνα, στην αγκαλιά του καστανού Ζυγού. Ενώ πάνω και κάτω, γύρω της, βλέπεις ανάλαφρα να χύνεται και να κυλά, σ’ απόσταση και χαμηλά μέχρι τη θάλασσα, πανέμορφος ένας γαλήνιος κάμπος.
13 Εξοχή Μεσολογγίου

Γκάμες του πράσινου και σκάλες ιχνογραφημένες, αργυρές, πλέκονται και μακραί-νουν, πέρα για πέρα απ’ τα βουνά, ως τα βαθειά νερά του μολυβένιου κόλπου` γρά-φοντας σ’ όλη διαρκώς τη διαδρομή, μες στο νεκρό τοπίο, εικόνες απαράμιλλης χα-ράς, χρωματικές εκφράσεις μιας σταθερής κι ευγενικής ειρήνη14 Εξοχή Μεσολογγίου
Ένα ποτάμι σμαραγδί, από χιλιάδες λιόδεντρα, ξεχύνεται πλατύ, αντίκρυ στις βε-λούδινες, δαμασκηνιές πλαγιές των χαμηλών λοφίσκων` κι έτσι κυλάει ακύμαντο κι ειρηνικό, χιλιάδες μέτρα κάτω, ψηλά από το φαλακρό βορρά, μέχρι το δασωμένο νό-το. Εκεί μπερδεύεται, εδώ νωθρό, αλλού σβησμένο εντελώς, μες σ’ ένα δαίδαλο από σκιές πράσινου δυνατού, και κάπου, κάπου, λουλακιού. Ετούτες οι βαριές σκιές με τη σειρά τους πρόθυμες παίρνοντας μες στα χέρια τους εκ νέου τη σκυτάλη της πλούσι-ας ομορφιάς, κατηφορίζουνε βιαστικά, απλώνοντας πονετικά παντού στο πέρασμα τους, έντονα χρώματα ψυχρά, σαν μες σε δρόμους δροσερούς να θέλουν να το προ-στατεύσουν το άσωτο ταξίδι της βλογημένης γης, μέχρι τις ασημένιες πύλες του ήμε-ρου πελάγου.
14 Εξοχή Μεσολογγίου



15 Φωτογρ. Από βικιπαίδεια

Ανάμεσα σ’ αρώματα, άνθια λευκά της λεμονιάς, χρυσά γεννήματα πορτοκαλιάς κι αισθήσεις πλάνες, δυνατές, που ολόφρεσκες μαγεύουν, ξαπλώνει ολόκληρη - ένας πελώριος κήπος - πανέμορφη, η Αιτωλική πεδιάδα.

16 Bouguereau

Σαν στέκεσαι απόμακρα, απ’ όλα τα ανθρώπινα` κι από ψηλά αγναντεύεις το θάμα ετούτο το φτωχό της δεντρωμένης γης` όταν το μάτι σου κυλά, μέσα να ταξιδέψει στην απεραντοσύνη του Ιονίου πελάγου, πάνω απ’ τη θάλασσα, για να χαθεί στ’ ατέλειωτο μυστήριο του γαλανού ορίζοντα` ναι, τότε αβίαστα κι αληθινά τη νοιώθεις ξέχειλη σχεδόν και μεθυσμένη την καρδιά σου, απ’ τ’ άγιο αίμα το γλυκό εκείνης της μετάληψης και της ειρήνης των πραγμάτων του Θεού.

17 Από μπαλκόνι Αγίας Κυριακής Μεσολόγγι

Καθώς, διάπλατη η ματιά σου βυζαίνει αχόρταγη σταλιά, σταλιά, τούτο το πανηγύ-ρι, ανακαλύπτεις ξαφνικά, μπορεί λιγάκι απορημένος, απόμερη σε μια άκρη του χα-μένη, μέσα στη συμμετρία του ομαλού τοπίου, κι ίσως αλλόκοτα εκεί σπαρμένη, ό-μως σα γέφυρα αρμονική, την γκρίζα πολιτεία. Αυτή την όμορφη την πόλη που σαν το γύφτο καλλιτέχνη, μάστορα επιτήδειο στη καλαθοπλεκτική, τόσο καλά και τόσο επιδέξια πλέκοντας και δημιουργώντας, δένει απαλά γης κι ουρανό, στεριά και θά-λασσα, κι ανθρώπων τις φωνές με τις σιωπές του Πλάστη.

18 Ψάρεμα στα παγανά

Όπως θυμάμαι τώρα, ετούτη η πολιτεία δεν ήταν όμορφη στ’ αλήθεια. Έτσι καθώς παλιά λογάριαζε, παλαιωμένη, φτωχική, σα γη βασανισμένη απ’ την πολύκαιρη επα-φή της καταλύτρας θάλασσας, δεν είχε διόλου τότε ακόμη επίπλαστη των θηλυκών τη τσαχπινιά, για να μπορεί να σε γοητεύει αμέσως. Ετούτη η πόλη η νερένια που ‘ταν σκαμμένη απ’ άκρη, σ’ άκρη, από θολά και βρώμικα αυλάκια, έδειχνε όμοια εντελώς με μια ρυτιδωμένη γριά ψαρού, που ενώ την πήρε σβάρνα ο καιρός, απτόητη αυτή, άφηνε ελεύθερη στο έλεος του θεού, δίχως κακά ξεσυνερίσματα, την κουρασμένη της καρδιά σιγά, σιγά να σώνεται μες την αψάδα των καημών και τα σκαμπανεβάσματα της άμοιρης ζωής της. Χωρίς κι εντούτοις, μ’ όλα αυτά, και να το βάζει κάτω. Να την σκουριάσει άφηνε μακρύ κι ατέλειωτο το παρελθόν, στο μέλλον αιωρούμενη η ίδια στωική, πάνω από τα βλέμματα τα ερωτικά του αλμυρού νερού, εκείνης της πλατειάς κι άβαθης λιμνοθάλασσας που απλώνονταν μπροστά της.

19 Από το βιβλίο του κου Γεωργίου Κοκουσούλα «Μεσολόγγι»

Πριν πεντακόσια χρόνια, όπως μολόγαγαν οι πιο παλιοί, μέχρις προτού, λίγο το λίγο πάνω στη λίμνη εν τέλει ριζώσει για καλά η τωρινή η πολιτεία, πάντοτε κερδισμένη στο τέλος έβγαινε η ξηρά, μέσα απ’ το πάλεμα το ερωτικό που αιώνες είχε πιάσει, δίχως καμιά ανακωχή, με το γαλάζιο πέλαγος.
Κι ήτανε πράγματι, τότε στα χρόνια τα παλιά, τούτο το πάλεμα στεριάς και λιμνοθά-λασσας ανάλογο σχεδόν μ’ ένα παιγνίδι ερωτικό, μια κι οι ανθρώπινες του διαστά-σεις, κυρίως ταπεινές, δεν ξεπερνούσαν τα όρια που από εκεί και πέρα στείρα κι ανα-φροδίσια διέφθειρε τον έρωτα, σ’ επίθεση ανεξέλεγκτη βρισκόμενη διαρκώς, σαν ά-λογο αφηνιασμένο, η ανθρώπινη η απληστία.
Κι υπήρχαν τότε βέβαια εκείνοι οι μακριοί και τόσο ειρηνικοί οι καιροί, που η χα-μηλή στεριά και το νερό της λίμνης έφθαναν και σταμάταγαν χωρίς να προχωράνε, δισταχτικά για λίγο, σαν μέσα σε σφιχτή και τρυφερή εφηβική πανέμορφη αγκαλιά, τονα στα μπράτσα του άλλου. Συμμαζεμένη η ξηρά απ’ την αρχή σε χαμηλά νησάκια, έρημα και μικρά, γεμάτα από βουρλιές, ξανοίγονταν αργά, αργά, απαρατήρητη στο χρόνο, ανθρώπινα χωρίς παραφορά, ενώνοντάς τα όλα, μέχρις εκεί μακριά, όπου το ευλογημένο πέλαγος άρχιζε λίγο το λίγο να βαθαίνει, κρεμώντας βαθυγάλαζα και διά-φανα νερά, δεκάδες μέτρα κάτω.
Το μέτρο το ανθρώπινο τότε υπήρχε ακόμη! Κι όμορφος τότε πάντα ήταν κι αδια-σάλευτος κρατούσε μες σε γαλήνη απόλυτη ο γάμος των ανθρώπινων με το δικαίωμα της φύσης. Τότε, στα ήρεμα τα χρόνια που έζησα ωσάν παιδί εκεί, μέσα σ’ ισορροπία φυσική ελεύθερη, χωρίς εμπόδια πια και δίχως τα μετέπειτα τα αντιαισθητικά μα-ντρώματα από τις βάρβαρες στη περιφέρεια της πεζούλες, συνταιριασμένη τέλεια απ’ την φροντίδα των καιρών σ’ ένα πανέμορφο τοπίο στο σύνολο της η ξηρά άφηνε ένα γύρο της λαχταριστή και διάπλατα ανοιγμένη την τρυφερή αγκαλιά της, τις άκριες της στη θάλασσα, να παίζουν και να τραγουδούν παιχνίδια φιλικά και σιγαλούς σκο-πούς κυματολικνισμένους μες στ’ αργοβάδιστα γλυφά νερά της λίμνης, που σαν του ονείρου πλάσμα και της μαγείας θηλυκό ανοίγονταν και ξάπλωνε μαγευτικά μπροστά

20 Από το βιβλίο του κου Γεωργίου Κοκουσούλα «Μεσολόγγι

της, μες στα διάφανα τα ασημιά και τα γαλάζια πέπλα της, διαρκώς αργοσαλεύοντας όλο καμάρι και χαρά το φιλντισένιο το κορμί της.
Όπως και να την πεις, όλη σχεδόν εκείνη την πλατειά την έκταση του αργοκίνητου νερού` που αρμέγει αχόρταγη, από τη μια τις αμπολιές, κι από την άλλη απέναντι, δύο τσιγάρα δρόμο με γοργοτάξιδη γαϊτα, το μακρινό κανάλι` δεν θα’ χεις δίκιο φα-νερό. Γιατί, μοιάζει με λίμνη, ότι κι αν πεις. Αφού εκεί που τρέχει πανέμορφος κι α-γριωπός, ο μακρινός Πατραϊκός, κλείνεται απ’ αυτόν, σ’ ένα τεράστιο γύρο, από μι-κρά νησιά και τις χιονάτες αλυκές.
Όμως η Λίμνη ετούτη είναι και θάλασσα συνάμα, μια κι απ’ τις μπούκες τα νερά, σαν πιάνει η μπασσά, ορμητικά λες και με άγριο θυμό, ίδια σα φοβισμένα φίδια, μπουκερνουν πίσω απ’ τα νησιά, κι αμέσως έπειτα κι αφού μέσα από στενά περάσμα-τα στα βιαστικά τα διατρέξουν όλα καθώς σερνάμενα κυλούν, χύνονται και μακραί-νουν ολοταχώς μπροστά, ταξιδεμένα ν’ απλωθούν μες στη γαλήνη της απλοχωριάς, για ν’ ατονήσουν τέλος στην αγκαλιά της Κάϊνας, στους μυρωδάτους κόρφους των σάλτσινων, της απαλής στεριάς.

21 Γαϊτα και πίσω Σάλτσινα

Εδώ, ανάμεσα σε κόλπους κι ακρογιαλιά, σε ξύλινες καμάρες και στενοδρόμια μα-κρινά πάνω στη θάλασσα στερεωμένα, ατάραχη αρμένιζε η ειρήνη και η γλυκιά ανα-κωχή της χαμηλής στεριάς και των ρηχών νερών. Έτσι, δυο πόδια πάνω απ’ το νερό φύλακες της ειρήνης, μαλαματένια σάλτσινα γεμάτα αρμυρίκια, όπως αντρίκεια στή-θια στη σειρά, με ασημένιους θώρακες, σφυροπλασμένους, μαλακούς, λες κι ήταν ξαπλωμένα ανάμεσα απ’ τη ξηρά, και πίσω τους από τη Λίμνη. Τούτα τα συνταιριά-σματα, γόνοι της θάλασσας και της ξηράς, τα πλαστικά και τα εξαίσια τούτα της φύ-σης τα κεντίδια από πηγμένη γλίνα, πλουτίζοντας συγχρόνως με μια λουσμένη καθα-ρή γαλήνη το τοπίο, σε μια στενόμακρη απλωσιά μπροστά απ’ τη πολιτεία, πρώτη φορά στη πλάση, έσμιγαν και έδεναν απαλά το πείσμα των νερών και τη δοκιμασμέ-νη, τόσο πολύ μες στο καιρό, την αντοχή της στέρεας γης ξωπίσω τους, δίχως και-νούργιες άσκοπες και ασίγαστες αμάχες, που προκαλούσαν άγριοι, μα εντέλει ξορκι-σμένοι, οι άστατοι καιροί παλιά.

22 Καμάκια Στη Κάϊνα

Όπως η φύση ένα γύρο, έτσι και οι άνθρωποι εδώ ήταν φιλήσυχοι, καλόβουλοι ψα-ράδες. Πρόσφυγες της φτωχολογιάς οι πιο πολλοί απ’ τα γειτονικά νησιά, του Ιονίου πελάγου, και κάποιοι οι λιγότεροι, απ’ το Μοριά` ήρθαν και ρίζωσαν σιγά, σιγά, λίγο πιο πάνω από τα υπόγεια λασπονέρια των γιαλών, στις απλωσιές της γλίνας. Εκεί πο-τίζοντας την ύπαρξή τους, και τους φτωχούς καημούς τους με τ’ αλαφρό κι ολόγλυφο νερό των πηγαδιών τους, ανακλαδίστηκαν, έσμιξαν και μπερδεύτηκαν με τα πολύ-κλωνα ευωδιαστά αλμυρίκια. Πέταξαν φύλλα, θέριεψαν, και σκέπασαν τις αμπολιές και τους πλατιούς τους μόλους, με παιδικές φωνές, με όμορφες πελάδες, με ταπεινά πλεούμενα, προ πάντων με διάθεση ζωής να προχωρεί ακούραστη μπροστά. Μπρο-στά κατά τη δύση, έστω κι αν κολυμπούσε διαρκώς, ξέψυχη, μούσκεμα συνέχεια στον ιδρώτα και στην κακομοιριά ριγμένη. Δίχως δικαίωμα να έχει να σταθεί, ούτε στιγμή μέχρι το τέλος κάπου. Κάπου για ν’ αναρωτηθεί, ή μόνο απλά να ξαποστάσει.
Από τα τότε όλοι εκείνοι, στον τόπο αυτό, φώλιασαν για καλά. Κι έτσι, καθώς τα κλωσοπούλια, χωρίς μεγάλες αξιώσεις, για λίγο ψωμοτύρι και για καμιά αλμυρή ελιά, έριξαν άρμενο σκαρί, απ’ τον αγώνα τους μέχρι τ’ αγριοκαίρια επάνω, το ηλιοψημένο δέρμα τους και την τυραννισμένη από τη φτώχεια απλή ψυχή τους. Κι έτσι ολόρθοι και στητοί τράβηξαν το στενό το δρόμο, πoυ όρισε γι’ αυτούς μονόδρομο, φτωχιά και σφιχτοχέρα, μοναδική αφέντρα η μοίρα.
Το δρόμο αυτό, μη βρίσκοντας κανένα άλλο στη ζωή τους, τον διάβαιναν όλοι μαζί υπάκουοι, σαν μια σειρά νεοσύλλεκτων. Ετούτος πάλι ο πικρός, ξεκίναγε στενός, από την καλαμένια αυλή της αχυρένιας τους πελάδας, κι έπειτα ανέβαινε βιαστικός, αφού περνούσε πρώτα από ενδιάμεσους σταθμούς, βγάζοντας τελικά κατά τα μνήματα του Αϊ-Λαζάρου. Εκεί, κάτω απ’ την πλατειά σκιά των ευκαλύπτων και των ψηλόκορμων κυπαρισσιών, όλα τελείωναν με μιας, και δρόμος και σκοτούρες. Κι όλα επιτέλους έδειχναν εξηγημένα, παστρικά, όπως ξεμπερδεμένο παραγάδι.

23 Φωτογραφία Άγγελου Κότσαρη

Μα οι δόλιοι, δεν τον γνώριζαν τον τελειωμό αυτό` κι έτσι απ’ την αρχή θελαν και συνηθίσανε, ή μάλλον κι ας το πούμε, θελαν και παραθέλανε να’ ναι απ’ αυτούς, αυ-τός ο δρόμος ο πικρός, έπ’ άπειρον αγνοημένος. Ήθελαν ακριβώς, καθόλου να μη σκέπτονται πως μέχρι εδώ, κι ότι από εδώ κι εκεί τίποτα άλλο πια δεν θα ’τανε μπρο-στά τους απ’ το μοιραίο τέρμα.
Αυτή τους η επιφύλαξη όταν συνόδευαν κανένα αγύριστο κιβούρι, τους έκανε συ-χνότερα, να το ακολουθούν σύντομα και τάχα αμέριμνοι πως είναι. Ένα μπουλούκι άνθρωποι καλοντυμένοι με τα γιορτινά, χαζολογούσαν πάντοτε κι έλεγαν αδιάκοπα σ’ όλο το δρόμο της κηδείας αστεία, ρίμνες, χωρατά, ή έκαναν ψιθυριστά ανώδυνο κουτσομπολιό ο ένας πλάι στον άλλονε, και πιο συχνά από τα χέρια αγκαζέ σίγουρα κρατημένοι. Κρατιόνταν και δενότανε, γελώντας μεταξύ τους, από τον φόβο τους οι πονηροί, μην τάχα εκείνος που έφευγε εύκολα τους παράσερνε, και με μανία τους τραβούσε, μες στο σκαμμένο λάκκο του, αν τύχαινε κι ήτανε κακός, ή αν αγάπαγε σαν τον βρικόλακα, όπως εξάλλου αυτοί τόσο πολύ αγαπούσανε, με πάθος τη ζωή.
Τότε παλιά έτσι ήταν πάντοτε ετούτοι. Ποτέ τους δεν ξεχνιόντανε. Και δεν παρέδιναν ποτέ σε τέτοιες περιστάσεις την ύπαρξή τους όλη, μοναχική και εμπιστευμένη στο βάθος και την άπλα της σκέψης του θανάτου.

24 Από την πάνδημη κηδεία του γιατρού Κανδυλιώτη Φωτογραφ. Άγγελου Κότσαρη

25 Νεκροταφείο Μεσολογγίου

Τον τελευταίο αυτό, δεν τον εγνώριζαν βεβαίως. Από μικρά παιδιά έπαιρναν το συνήθειο, όταν αυτός κάπου στη γειτονιά περνούσε, μέσα στην κάσσα αγέλαστος, κρύος, τεζαρισμένος, να τρέχουν και να κρύβονται βιαστικά και φοβισμένα πίσω απ’ τις ολόκλειστες, αμπαρωμένες, τις τρύπιες πόρτες των σπιτιών τους. Και μόνο μέσα απ’ τις μικρές τούτων τις χαραμάδες, που πάντα υπήρχανε σ’ αυτές, να τον θωρούν απόμακρο, ξεθωριασμένο και μουντό, πραγματικά αόρατο κι ανύπαρκτο σχεδόν.

25 Αναπαμός

Κόσμος παράξενος στ’ αλήθεια! Όπως αντιμετώπιζε με την ανώφελη φυγή το τελευταίο του ταξίδι, έτσι το ίδιο άτσαλα, σοφός ή ανόητος ποιος να το πει; έπαιρνε και ξεδιάλυνε μες τους πολλούς σταθμούς και τη πικρή ζωή του.
Τέτοιοι σταθμοί, υπήρχανε πολλοί. Κι ένας ονομαστός σ’ όλη την πολιτεία, ήτανε κι η ταβέρνα 0 Ήλιος, ή αλλιώς των πρώτων βοηθειών, καθώς το έδειχνε καλά, φρέσκια μια δεύτερη επιγραφή γραμμένη με το χέρι, του γέρου Μοραΐτη.


26 Φωτογραφία Άγγελου Κότσαρη

Όλα και όλα, είχε για έπιπλα το μαγαζί, δέκα τραπέζια ξύλινα και κάμποσες καρέκλες ψάθινες, λιγδιασμένες. Όμως από κρασί κι από μεζέδια εκλεκτά, ήτανε άφθαστος και μερακλής ο παχουλός, με τα σακουλιασμένα μάτια του, γέροντας Μοραΐτης. Μαύρο κρασί, γλυκό σαν κοινωνιά κι ανάλαφρο σαν χάδι. Ξάστερο, άσπρο, πιπεράτο, που μούδιαζε απαλά κι ανάπαυε δροσιστικά τα διψασμένα σωθικά. Γαρίδες και καβούρια, ροδοψημένα στο τηγάνι. Γίδα βραστή ή κοκκινιστή, που έλιωνε στο στόμα. κρασάτο μοσχοχτάποδο. Νόστιμες, φρέσκες αχιβάδες κι όμορφα λεμονάτα χάβαρα και κυδώνια. Όλα αυτά και άλλα καλούδια πιο πολλά ήτανε λίγα κι εκλεκτά από τα φάρμακα και τα σωτήρια γιατρικά, που γελαστός, καλαμπουρτζής, πρόσφερε μ’ αρχοντική απλοχεριά, ο γέρο ταβερνιάρης, σ’ όλο εκείνο το δοβλέτι. Σ’ εκείνο το δοβλέτι που απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ αργά, περίμενε πολύ συχνά και στην ουρά ακόμη να πάρει και να γιατρευτεί, μες στην τεράστια κάμαρη ετούτου του μακάριου, και κατά τ’ άλλα λες πραγματικού, σταθμού των πρώτων βοηθειών.
Εδώ καθόταν κι έπινε ο Γιάννης, της Ειρήνης, που’ χε το παρατσούκλι, όχι και τόσο ταιριαστό για το στενό του μέτωπο, ο κιαράτας. Τούτο του το ’χανε κολλήσει, γιατί

27 Alayos Gyorgyi Giergl

η Ειρήνη του, γυναίκα πεταχτή, σκερτσόζα φλογερή, μ’ έρωτα αστείρευτο, βαρύ και δυνατό σα το σερμπέτι, κέρναγε πρόσχαρη διαρκώς μ’ αυτόν, πάντοτε ακούραστη αυτή, όλου του μαχαλά τα ξαναμμένα παλικαριά. Και μόνο σαν ξεμπέρδευε, καμιά φορά μαζί τους, φρόνιμη και μετανοούσα σαν τη Μαγδαληνή, μάζευε τότε λες και σα για μια ύστερή της των γηρατειών κληρονομιά, όλου του πάθους της τα κόπια. Κόπια περίτεχνα μαθές, κόπια δουλειάς χρόνων πολλών και χρόνων και νύχτας και ημέρας. Κόπια με προσοχή βαλμένα σε μια κασέλα σκαλιστή, δήθεν από τον κόσμο μυστική, που κάθε λίγο και λιγάκι, μέχρι σκασμού, διαρκώς η ίδια με στοργή έμπαζε ένα, ένα τα απόκρυφά της όλα, με χάρη μέσα στοιβαγμένα. Κειμήλια ανεκτίμητα είχε η κασέλα μέσα, τόσο ιερά γι αυτή, τι κι αν αντίθετα αυτά τα φυλαγμένα τρόπαια για τον φτωχό τον Γιάννη αποτελούσανε αισχρά κειμήλια πόνου και ντροπής. «Κόπια και μάλιστα τι κόπια!» Λέγαν χαζοχαρούμενες οι φιλενάδες της Ρηνιώς. « Νομίζω πως τα παραλέτε. Σιγά, μπας κι ήταν κόπια!» Κάποιες φορές σαν ήτανε στα κέφια της, γελώντας πονηρά η Ρηνιώ, έτσι εξηγούσε απλούστερα στις φιλενάδες της που για τον μόχθο της ανησυχούσαν « Τι κόπια χαζοβιόλες εύκολα ξεπετάγματα και μάλιστα απλά!». Ναι ξεπετάγματα απλά, τίποτα πιο πολύ από ένα μπέρδεμα ηδονικό μες το μυαλό της το φτωχό, που ευχάριστα το μεταμόρφωνε γλυκά, σ’ ένανε τεράστιο και καλά στη φαντασία της κρυμμένο απόκρυφο σωρό, από χιλιάδες κέρατα, χοντρά, κοντά, μακριά, ίσια, ακόμη και λοξά ή και στραβά άλλοτε προς τα πάνω κι άλλες φορές παράξενα στραμμένα προς τα κάτω.

28 Bouguereau

Μάλιστα αυτά τα τελευταία, λέγαν οι γλώσσες οι κακές, ότι ακόμη πιο πολύ τα προτιμούσε εκείνη. Πάντως, ότι κι αν ήτανε για εκείνη όλα ετούτα τα φτωχά, τα ερωτικά κειμήλια στ’ ατέλειωτα κι ακόρεστα τα τσιλιμπουρδίσματά της, έτσι που τα περιέγραφε με χάχανα συχνά στις φιλενάδες της, «όλα εν τέλει τύχαινε να ‘ναι λες και μοναδικά, και εξάπαντος από λειασμένο άριστο φίλντισι φτιαγμένα». Εξάλλου έτσι ακριβώς κι ολόιδια τα χαρακτήριζαν συχνά στη γειτονιά, τάχατες έκπληκτες κι ανίδεες απ’ αυτά, στις συζητήσεις τους και στα κουτσομπολιά τους ζηλόφθονες κι ανέραστες, οι πιο πολλές της γειτονιάς, οι άλλες οι γυναίκες.

29 Αφροδίτη,Έρως και Σάτυρος

Πιο εκεί, μες τη ταβέρνα, ο ήλιος, καθότανε φτιαγμένος, βρώμικος πάντοτε και μοναχός, αναστενάζοντας, όταν σπανίως δε ρεύονταν, στραβός κι ολότελα σακάτης, ο ξεπεσμένος δάσκαλος, απ’ την τρανή γενιά του καπετάν Βουρλά, ο Γιώργος ο λεβίθας. Τον έλεγαν λεβίθα, όχι γιατί της έμοιαζε αδύνατος ως ήταν, αλλά επειδή με το κρασί, σαν συνοδεία στο στομάχι, κατέβαζε ολόκληρα λοβιά, αμάσητα σχεδόν, από πλεξούδες σκόρδα, που τύχαινε εκείνο τον καιρό, να’ ναι σπουδαίο γιατρικό, για τ’ αφιλότιμα, ετούτα τα σκουλήκια.
Σε μια γωνιά μέσα στο μαγαζί, πάντα στο μισοσκόταδο, απόμερα χωμένος κοντά στον μπεζαχτά, ξεχώριζε σα φάντασμα, ανάμεσα απ’ τους καπνούς, ολόασπρος, μπαμπακιασμένος πια, o Σπύρος ο ψαράς. Αλλοτινά ο πιο τρανός, μες στο χωριό λεβέντης` που’ χε το παρατσούκλι ο Κόμης. Τούτον, τότε ακόμη που ήταν άξιο παιδί, στα γκέμια του, τον είχανε για καύχημα όλοι στη γειτονιά. Μοναχοπαίδι, τίμιος και άξιος ψαράς καθώς λογάριαζε στην αγορά, ξεχώριζε πρώτος ανάμεσα σε όλους. Ψηλός κι ωραίος σαν θεός, μελαχρινός, σπαθάτος άναβε κι άπλωνε φωτιές και κόρωνε τους πόθους σ’ όλο το πέρασμά του.

30 Vincent van Gogh

Πίσω απ’ τις γρίλιες τις κλειστές, στους μόντζους και τα ξύλινα του μαχαλά τα όμορφα μπαλκόνια, όλα μελώνανε και γουργουρίζανε χαϊδευτικά, σαν ήταν να περάσει αυτός. «Ο Σπύρος έρχεται!» Φώναζε, μια σταλιά κορίτσι, η Ταβιθά στην ταραγμένη αδερφή της, που μέτραγε απ’ ώρα, κρυφοδιακρίνοντας από τα μακριά, πάνω στο καλντερίμι, τη δυνατή και σίγουρη αντρίκειά του περπατησιά.
Τον είχαν βγάλει Κόμη, γιατί περήφανος ως ήταν, φορούσε πάντοτε, σαν γύριζε απ’ τη δουλειά κι έβγαινε στο παζάρι, μαζί με τ’ ακριβά κουστούμια του κι ένα αραχνοΰφαντο πάνω του αγέρα αρχοντιάς, που δεν τον μύριζες ποτέ, στους άλλους, του σιναφιού του, τους βρώμικους συνήθως, από τη θάλασσα, ψαράδες.
Αλλά, σαν πέρασαν τα χρόνια, κι όπως ανύπαντρος, απ’ την πολλή του περηφάνια, είχε απομείνει σκονισμένος στο μαύρο ράφι της σκληρής της μοναξιάς, τον πήρε μπάλα η ζωή και τον επέταξε μ’ ορμή, ίδιο κουρέλι ξεφτισμένο, μέσα στη μούχλα του καιρού και μέσα στο σκοτάδι εκείνης της ταβέρνας, που’ χε το παρατσούκλι ο Ήλιος.
Εδώ, μέσα στο μαγαζί, μαζεύονταν ολημερίς όλης της γειτονιάς οι άνδρες. Άλλοι με ντέρτια και καημούς κι άλλοι από άλλη κάποια ανάγκη. Ανάγκη που φορτώθηκαν, από την πλήξη και της ζωής την ανοστιά. Απ’ ότι η μοίρα τους πικρό το’ χε στο δρόμο τους, από μικρά παιδιά, να βάζει. Όλοι εδώ ξεπέζευαν, βρίσκοντας κάποια λύση μέσα στο φως του Ήλιου. Το φως αυτό το δυνατό που θόλωνε, απ’ την πολλή του λάμψη, αχόρταγη και διψασμένη όλο και περισσότερο με την ψευδαίσθηση της μέθης, τη φτώχεια τους, την έγνοια τους, και την παιδιάστικη χαρά τους.
Έτσι, ο δρόμος τούτος, άσωτος ως το μακρύ του τέλος, ξεπρόβαινε θολός και ζαλισμένος πάντα, απ’ την ταβέρνα ο Ήλιος. Κι έπειτα στη συνέχεια ολόιδιος κι ασταμάτητος, ξενερωμένος λίγο, τρικλίζοντας πλέον μονάχα ελαφρά, αργά, αργά τραβούσε πέρα, μέχρι τα μαρμαρένια, της Εκκλησιάς τ’ άγιου - Σπυρίδωνα, τα πεντακάθαρα τα σκαλοπάτια.

31 Άγιος Σπυρίδων – Μητρόπολη Μεσολογγίου

Εκεί προσκύναγε σεμνά κι έκανε ευλαβής ένα μικρό σταθμό τις Κυριακές. Πότε ν’ ανάψει ένα φτηνό κερί, και πότε, αφού μουρμούριζε ξέφαλτση μια βιαστική ευχή, να κάνει το σταυρό του. Λίγο για να παρηγορηθεί, να ξελαφρώσει λίγο.
Κι έπειτα κι απ’ αυτό, τράβαγε τώρα πιο ελαφρύς, λιγότερο βαλαντωμένος, ολόισια ως το πολύχρωμο και βουερό παζάρι, πάνω στ’ όμορφο γκρίζο κι ασημί, στρωμένο από πέτρες του βουνού, της αγοράς το καλντερίμι, που σαν το θέρμαινε ο ήλιος μύριζε δυνατά ψαρίλας.

32 Ψάρια και παραγάδι

Πάγκες δεξιά, πάγκες ζερβά, γεμάτες ξέχειλα απ’ ασημένια ψάρια. Εδώ γυναίκες και παιδιά, ένας θολός, συγκρατημένος κόσμος. Ένας ευλογημένος, μα τόσο αδικημένα μαγικός ντουνιάς, κάθε πρωινό γέμιζε με φωνές, με γέλια και νόστιμα πειράγματα, το γελαστό παζάρι. Εκεί, φώναζε ο Σιώρης ο χοντρός. Εδώ, διαλαλούσε ο Μίδας. Πιο παρακάτω o Μπάμπης γελαστός, ο πλούσιος μεταπράτης, ο χασικλής κι ο μορφονιός, όπως τον έλεγαν στην αγορά, δίπλα στη φορτωμένη πάγκα του, έκραζε συνεχώς και ασταμάτητα καλούσε όλο τον κόσμο κι όλο τον ντουνιά, με τη βραχνή και κουρασμένη του φωνή, απ’ τον αλύπητο κι εύκολο παιδεμό της μαύρης, να πάρει, ν’ αγοράσει όλα τα πλούτια της Νεκρής κι όλα τ’ αλμυρά στολίδια, της όμορφης αρχοντοπούλας Κάϊνας, να πάρει να γευτεί.
- Πάρε κόσμε, πάρε ντουνιά, τζάμπα τα’ χω, τζάμπα τα δίνω σήμερα.
Κι έπαιρνε ο κόσμος, ο ντουνιάς, κι έτρωγε κι ευφραινότανε. Κι έτρωγε και μεγάλωνε όλο το παιδολόι` για να μπορεί ν’ αντέχει` για να μπορεί να πορευτεί κι αυτό την αύριο ημέρα, πάνω στ’ ακούραστά του πόδια, τον ίδιο τον ανήφορο, όμοιο και απαράλλαχτο τον δρόμο των γονιών του.
Δύσκολο κάθε βήμα μας, στο δρόμο αυτό, όταν δεν ξέρεις από πριν το τέρμα που σε βγάζει. Μα ακόμη πιο χειρότερο, όταν μετράει επώδυνα τις ώρες της επιστροφής, που αδούλευτες μες τον καιρό, έχουν ξεμείνει πια ξεθωριασμένες πίσω.
Για να επιστρέψεις άτρωτος, κι ακέριος για να αγκυροβολήσεις στ’ αραχνιασμένο το λιμάνι` εκεί που τ’ άραχνα τα νυχτοπούλια, μόνιμοι τώρα νεκροφύλακες πετούν ανάμεσα στα ξεραμένα χνάρια της πρώτης σου ζωής, πρέπει να ταξιδέψεις, γαλβανισμένος μ’ αντοχή` και προπαντός πρέπει να επιστρέψεις, μόνο με διάθεση παιδιού. Παιδιού, που όλα μπορεί και τα τολμά, δίχως ακόμη η αίσθηση του φόβου να’ χει προλάβει να το αρπάξει. Παιδιού, που ‘μεινε συνεχώς άμαθο απ’ τις πονηριές` και από αγνότητα, δύσπιστο στις κακόβουλες κι εν γένει εχθρικές των κουρασμένων τις αλήθειες. Ελεύθερο μονάχα, εύκολα να φαντάζεται` κι όχι από τα πριν προετοιμασμένο να δεχτεί, τ’ ότι μπορεί και να πονέσει στ’ αντίκρισμα τ’ ανόθευτο, το καυτερό, που φέρνει μες στα μάτια του η κάθε επιστροφή στην αναλλοίωτη αλήθεια των ξοδεμένων πια, εκείνων των παλιών καιρών.
Έτσι μονάχα γίνεται, να αξιωθείς να δεις` όταν, μέσα από μια ατέλειωτη κορδέλα δρόμου, γυρίσεις άτρωτος στο πόνο και πάλι πίσω στη πηγή σου, αφού προηγούμενα έχεις περάσει και διασχίσει, σαν το παιδί και μόνο, τη μνήμη ολοκάθαρη όλων αυτών των περασμένων, - όλα τα ανθρώπινα, - που απ’ τα πριν στη διαδρομή σου μέσα σου τόσο και καλά στο παρελθόν τα είχες μάθει.
Τότε στο τέλος, ναι, εκεί που έχεις φθάσει, εκεί που τελειώνουν όλα, και πάλι μόνο σα παιδί, έστω κι αν είσαι πια από το χρόνο τσακισμένος, τότε και μόνο τότε αναζητώντας τα διαρκώς, δίχως να τα φοβάσαι τα παλιά, μέσα στη μνήμη σου βαλμένα αληθινά μ’ αγάπη, θ’ αξιωθείς να δεις όλα εκείνα τα κρυμμένα, όλα εκείνα τ’ ακριβά κι εκείνα τα πολύτιμα. Όλα εκείνα εκεί, που πράγματι υπήρξανε κι ήτανε πράγματι αληθινά. Όλα εκείνα τελικώς, που ’τανε και πραγματικά κι ανθρώπινα, καλά η κακά, μα εν τέλει αγαπημένα!
Τότε και μόνο τότε, έτσι ατσαλωμένος, άτρωτος κι έτοιμος να διάσχισης τα παλιά, σαν πρώτη εικόνα θαυμαστή, αναθυμάσαι μαγεμένος τη θολωτή, χορταριασμένη πύλη της στοιχειωμένης πολιτείας. Μετά απ’ αυτή, ελεύθερες οι μνήμες, σαν τ’ αναμμένα τα κεριά σε μια ατέλειωτη σειρά, μετρούν λες με τη φλόγα τους τα βήματά σου αργά, συμμαζεμένα, σοβαρά, μ’ όση ταιριάζει σε χώρο αρχαίου δράματος, πάνω στην πίστα της ασάλευτης ζωής, θεϊκή μεγαλοσύνη.

33 Πίνακας αείμνηστου Ηλία Πασίση

Σπίτια, που ρήμαξαν με τον καιρό. Άνθρωποι, που ασπρίσανε. Δρόμοι, που φάρδυναν κι άπλωσαν. Ονόματα σε τάφους ρημαγμένους που τα ξεχάσανε στη αγορά. Κι ήχοι τιμωρημένοι λες, που απόμειναν βουβοί. Καινούργια και χαμένα, τίποτα δεν αλλάζει το σκηνικό της καταδίκης, να’ ναι αυτά που είναι. Όλα τα ίδια, σε μεγέθυνση ή σε μικρογραφία, δεν φτάνουν να το ελευθερώσουν, αγκιστρωμένο μες στο τετράγωνο κλουβί της εγκαρτέρησής σου, το μυστικό της ευτυχίας. Μα τι μ’ αυτό; Αφού εκείνο που μετρά, τώρα για σένα μοναχά, είναι μονάχα η αλήθεια.

34 Picasso

Άνθρωποι δίχως όνειρα, κι άλλοι μ’ ελπίδες μάταιες σ’ ένα σωρό από σκουπίδια στοιβαγμένες. Όλοι τους έζησαν και ζουν και δεν θα πάψουνε να ζούνε. Αιώνια συμβιβάζονται, γεννοβολούν και φεύγουν, δίχως να καταλάβουν τίποτα, πολλές φορές χωρίς να αναρωτήσουν μέσα τους το φορτικό «γιατί»! Μα τι μ’ αυτό; Αφού η ζωή υπήρξε. Κι αφού, για σένανε μετρά «το ότι η ζωή, ότι κι αν είναι αληθινά, αξίζει να υπάρχει»!
Έτσι γινόταν μάτια μου, πάππου, προς πάππου το ίδιο. Τι να τ’ ανασκαλεύεις; Και τύχη υπήρχε, κι ατυχία` και δίκιο, κι άδικο στον κόσμο. Και πάντα ο άνθρωπος περαστικός.

35 Ανδρέας Καραγιάν – Η μάνα του Ζωγράφου

Έτσι, τι άλλο οι άνθρωποι οι φτωχοί να ‘καναν στη ζωή τους; Μόνο την τελευταία τη στιγμή, κι αφού σταυρώνανε κρύα τα ξυλιασμένα χέρια τους, κι αφού προλάβαιναν να πουν σαν με παράπονο για τελευταία φορά το πολυφορεμένο «έχει ο θεός», έπεφταν και ξεψύχαγαν, πολεμιστές μιας μάχης, σαν και με άσφαιρα πυρά. Μιας μάχης δίχως στόχους, και παρά πέρα έστω χωρίς παραφροσύνη, χωρίς καμιά λογική` μια και τ’ απόρθητα οχυρά μπαλσαμωμένα έμεναν γι αυτούς, κούφια, oλόρθα κι άπαρτα εκεί πάντα στην ίδια θέση, ακίνητα και εφιαλτικά αιώνες και αιώνες` μη επιτρέποντας, το ευτύχημα, σ’ αυτούς να καταλάβουν πιο πολλά, απ’ όσα χρειαζότανε για να μπορείς να ζεις. Αυτό, κι αν είναι ομορφιά!
Είναι αστεία η πάλη! Ένα γελοίο χωρατό η ζωή. Κι όμως, δίχως αυτή να δίνει λόγο και εξηγήσεις σε κανένα, κι αυτό είναι το όλο δράμα, η ίδια συνεχίζεται` κι αδιάφορη μες στον καιρό μακραίνει.
«Έτσι` κι αυτή είν’ η ζωή. Χωρίς καμιά αλλαγή, χωρίς καμιά απάντηση, ίδια βουτά κι ολόιδια αναδύεται από το χωνευτήρι και την άσωτη λαύρα των καιρών. Τούτων των άγριων καιρών που μόνο αυτοί αρμονικά ξέρουν και συνταιριάζουν, με τσαχπινιά βίδα τη βίδα επάνω στη ζωή, σιωπηλά ψυχή με την ψυχή, ολόκληρη την ομορφιά και αιώνια τη δροσιά της τόσο σπλαγχνικής της μάνας μας της πλάσης.

36 Picasso

Και νάτο μάτια μου μαθές στο τέλος το άγνωστο και το κρυμμένο μυστικό, που’ ναι και καταντά μάταιο το πόνο των ανθρώπων. Και νάτο, αν θες και πάλι, που’ ναι και καταντά, και πάντοτε στο τέλος, των άλλων των βιαστικών, ανόητη τη σπατάλη, την απληστία για υπερβολές κι άχρηστες μες τη ζωή επιδιώξεις!»
Μ’ αυτές τις σκέψεις στο μυαλό της πάνσοφης, γριάς Φανής` διαβαίνοντας την πύλη, πλάι στο σταθμό του τραίνου κάποιο συννεφιασμένο δειλινό, γύρισα πίσω μαγεμένος στην πόλη ετούτη τη μικρή. Στη πόλη αυτή που οι άνθρωποι, όλοι εκεί, ξωμάχοι οι λιγότεροι κι οι πιο πολλοί απλοϊκοί ψαράδες, την ονομάζουν Λιμνοχώρι.

37 Φωτογραφ. Άγγελου Κότσαρη

Καθώς είχαν περάσει πάνω μου σαράντα χρόνια ξενιτιάς, ως ήταν φυσικό, όλα εδώ τα βρήκα αλλαγμένα. Πράγματι τώρα πια, τα τσατμαδένια, γκρίζα χαμόσπιτά της ήταν ερείπια από καιρό, κι απόμεναν χαλάσματα, σκιές του χθες τραυματισμένες με αγωνίας ήχους και σιωπές, σαν να ‘ταν, μες απ’ το χαμένο χρόνο, ψυχορραγίσματα παντοτινά. Κάποια άλλα σπίτια, φίλων και συγγενών μου από παλιά, όσο κι αν τα αναζήτησα, μ’ αγάπη, αλίμονο είχαν χαθεί, δίνοντας θέση και ζωή σ’ απρόσωπα και θλιβερά απαρτμάν. Οι χωματόδρομοι με τις λακκούβες, τα καλντερίμια τα στενά με τις ωραία σταυρωμένες πλάκες, όλα σκεπάστηκαν βαθειά από πηγμένο, ίδιο σα λειψάνου τη φορεσιά, ολόμαυρο κατράμι.
Οι φτωχογειτονιές ξεπέρασαν τα φυσικά τους όρια, χαντάκια βρώμικα, ακάθαρτους χαλέδες και τέλματα από φυλακισμένα βρόχινα νερά, κι ενώθηκαν με δρόμους παστρικούς κι αμέτρητες μονότονες πλατείες. Πεντ-έξη χουρμαδιές, δέντρα παράξενα στο Ελληνικό τοπίο, κι όμως γεμάτα ομορφιά, πανύψηλες μουριές, βαρύσκιωτες συκιές, όσο κι αν τα ‘ψαξα, είχαν χαθεί ξεριζωμένα πια μαζί με τους ανθό-σπαρμένους κήπους και τις βουερές αυλές, που έζωναν τριγύρω, με μια ολόχρυση καλαμωτή, τα φτωχικά, παλιά μονόπατα, σπιτάκια.

38 Πλατεία Μεσολογγίου

Τραβώντας απολαυστικό το μακρινό σεργιάνι, στις δαντελένιες αμπολιές` είδα με θλίψη δυνατή εκεί, ελάχιστες τις αλαφρές γάϊτες και τα γεροδεμένα, ξύλινα σκαριά των προιαριών, ερείπια να μένουν μέσα στους μόλους του γιαλού, ακαλαφάτιστα και εγκαταλειμμένα, δίχως βαφές ξεθωριασμένα κι από το χρόνο ρημαγμένα, έτσι που τελικά να διαλύονται αργά, αργά, μες τα σφιχταγκαλιάσματα της γλιτσερής αλάπας, και την αχόρταγη αδηφαγία των άπονων στρειδιών.

39 Το πριάρι Άγιος Συμεών του Ηρακλή Κότσαρη

Καθώς τα κοίταζα και τούτα, πάλι με λύπη μου βαθιά θυμόμουνα, κι όλο ξανά, κι όλο ξανά, τα λόγια της ξερακιανής γριάς, θείας Φανής` που έσερνε στην τουρλωτή καμπούρα της, χρόνια και χρόνια αμέτρητα στον στραγγισμένο νου, πείρα και πόνο απύθμενο, βαρύ, χαροκαμένη ως ήτανε κι από τα τρία της παιδιά. Τη βλέπω ναι και τώρα ακόμη μελαγχολική, κι άβολα καθισμένη εκεί στην αμπολιά, κάποια μουντά πρωινά να μου μιλά απλά, χαρούμενα, ζεστά. Κατάχαμα συμμαζεμένη την ξεδιακρίνω πάλι, σαν μια μπαλίτσα εύθραυστη, δείχνοντας όσο της ήταν δυνατό με το κομποδιασμένο δάχτυλό της, απ’ τα αρθριτικά, σε μια σειρά απλωμένα, όλα μαζί κείνα τα γοργοτάξιδα, στο βλογημένο πέλαγος, τα ξύλινα σκαριά.

40 Vincent van Gogh « Η γριά Ψαρού»

Κείνα τα πλούσια, τα σμάρια` που επέστρεφαν γεμάτα, με τ’ άρωμα της θάλασσας, με το σπαρταριστό κι ολόφρεσκο ξέδουλειο, από το ψάρεμα της νύχτας. Το’ να κοντά στο άλλο, όπως όλο μαζί ένα κοπάδι τουμπανιάδες, με τ’ άσπρα τους πανιά ανοιγμένα, μέσα στην ησυχία και τη μεγαλοσύνη του απλωμένου πίσω τους πελάγου.
- Τα βλέπεις δα, πως αρμενίζουνε μαθές, μάτια μου, τόσο ωραία μέσα στην Κάϊνα τα βλογημένα τα πουλιά. Χωρίς αυτά τι θα γινότανε, ποιός ξέρει, η δόλια η φτωχολογιά! Δόξα σοι ο θεός! Ο Ανέστης έρχεται... Νάτος… παιδί μου… φτάνει. Σ’ αφήνω, με χρειάζεται….Να ’ναι ο Θεός μαζί σου. Κι έπειτα, αμέσως ξέκοβε στο κοντινό μουράγιο σβέλτα, βιαστική, πράγμα παράξενο για την ασθενική της κράση, ν’ αρπάξει το πανέρι του γέρου της ασίκη, για να τον ξεκουράσει. Κι ήταν βαρύ και ξέχειλο το βλογημένο το πανέρι, από χρυσές μαρίδες τσουπωτές, άργυρο-πλουμισμένα, μισοκαδιάρικα λαβράκια, από σπαρταριστές λίγδες αδύνατες, σπάρους ξεγυρισμένους, και μπάφες ετοιμόγεννες με τα χρυσά τους μύρια αυγά.
- Δόξα σοι ο θεός, την άκουγα να λέει από μακριά. Χιλιάδες δόξες να ’χει, για όλα τα πλούτια του πελάγου, γι όλη τη καλοσύνη του, για μας να νοιάζεται και ν’ αγρυπνά!
Ναι, ας είναι δοξασμένο τ’ όνομα ετούτου του θεού, μονάχα απ’ τη φτωχολογιά, από ξυπόλυτα παιδιά. Ας είναι δοξασμένο, από παιδιά που ’χαν, στην ευσπλαχνία του, θεόγυμνες και νηστικές κοιλιές, που τσαλαβούτηξαν ολόκληρη ζωή, δίχως ποτέ να λερωθούν, μέσα στις μυρωδιές του βούρκου. Από μανάδες μαυροφόρες, δόξα σοι ο θεός, που ξέβγαλαν μέσα βαθιά στη γη, ότι ακριβό τους έδωσε η φύση.

Α Michel Delbos

Τέλος απ’ άνδρες παιδεμένους κι ορφανούς, ας είναι δοξασμένος τούτος ο ίδιος ο θεός, που ρούφηξαν μες στις ταβέρνες της ζωής τους, νεκρές τις πιο απλές κι όμορφες ψευδαισθήσεις.
Δυο μέτρα, απ’ τα μάτια σου, το ριζικό της πόλης` κι όμως, όσος ο αριθμός απ’ τα κοχύλια, τις αχιβάδες και τα φύκια του βυθού της ψαρομάνας Κάϊνας, τόσα τα δόξα σοι ο θεός, που βγήκαν χρόνια και χρόνια τώρα, από τα κουρασμένα αυτά, τα μαραμένα εκείνα χείλη, όλων αυτών των μακαρίων και πάντα αιώνιων παιδιών της Λιμνοθάλασσάς μας.

41 Από το βιβλίο του Γεωργίου Κοκουσούλα «Μεσολόγγι»

Δόξα σοι ο θεός, κι όταν καμία φορά έφτανε βλαστημώντας, μες στη συγυρισμένη, την ταπεινή την κάμαρη, σκνίπα απ’ το ολονύχτιο μεθύσι, ασθενικός, ο ακριβός μοναχογιός της κυρά-Κλεονίκης. Δόξα σοι ακόμη ο θεός` κι όταν όλα εδώ μέσα τα ‘βλεπε, από τη ζάλη του κρασιού, πιο θολωμένα, πιο έρημα, πιο θλιβερά, απ’ όσο τα’ χε επιθυμήσει.
Η Κυρά-Κλεονίκη, μια αγαθή γριά, πλέκοντας ακατάπαυστα με τις λεπτές βελόνες της το ατέλειωτο, ολόμαλλο ζουνάρι, ή τις χοντρές φανέλες, κάτω από το λιγοστό, τρεμάμενο και τσιμπλιασμένο φως της καλογυαλισμένης της, από μπακίρι, λάμπας, με γλύκα τον απόπαιρνε, και με στοργή τον πολεμούσε, αν ήταν δυνατό, από τη μοίρα να τον σώσει!


42 Φωτογρ. Από την Κατοχή των Γερμανών

- Μη βλαστημάς Μανόλη μου. Κούφια η ώρα που σ’ ακούει` Ευλογημένος ο Θεός, έτσι, το ριζικό μας δεν τ’ αλλάζει. Κι έπειτα αλλοπαρμένη, ως είναι όλοι οι απλοί, οι αγαθοί ανθρώποι, σκέφτονταν και ξανάλεγε σαν για να πάρει θάρρος.
«Πάντως, σαν φτάσει η χάρη του, του Αϊ-Γιαννιού του Ριζικάρη, θα ρίξω, λέω η άμοιρη, μες στο αμίλητο νερό τ’ ασπράδι των ελπίδων μας. Και θα μας πει ο άγιος της μοίρας τα μελλούμενα, αυτά που θα ‘ρθουνε ταχιά, κι εκείνα που θα γίνουν. Κι έτσι, Μανόλη μου, θα δεις, και θα ξεδώσεις γιόκα μου. Και θα προλάβουμε από πριν κι αυτή τη συμφορά, που πάνω μας σαν θύελλα όλο και μας ζυγώνει.

Β

Πανώριες νιες, με τις λεπτές κορμοστασιές, σαν από υδράργυρο τα σώματά τους καμωμένα μες στο ποτήρι τ’ αψηλό, οι μοίρες γελαστές θα ‘ρθουν, χορεύοντας να σου ευχηθούν, και τραγουδώντας θα σου δώσουν υγεία, δύναμη, ζωή κι όσα κι αν θέλεις πλούτη!... Αλλά τι κάθεσαι; Έλα καμάρι μου... Κι αφού την θέλεις μάτια μου!... Πάρτη, τη Φρόσω, γιε μου. Ν’ ανοίξουμε κι εμείς πανιά, διάπλατα μέσα στου κόσμου τη χαρά και στο έρμο σπιτικό μας. Να δω αγγόνια ένα σωρό. Να βγούμε απ’ το μαράζι κι απ’ τη μιζέρια τούτη, αυτή που χρόνια ολόκληρα σα το χτικιό μας τυραννά` κι αφορμισμένη αλυχτά, σαν το σκυλί της γειτονιάς, ολημερίς κι ολονυχτίς, μέσα στα έρμα σωθικά μας. Μονολογώντας, στα τελευταία τα ‘λεγε τώρα στα γρήγορα, μα πια μουρμουριστά, αφού δεν τόλμαγε ανοιχτά, να πει στα ίσια η ίδια τίποτα παρακάτω. Μια κι ήθελε γνωρίζοντας, μα πάντοτε επίτηδες ξεχνούσε πάνω στο θέμα αυτό, τόσα και άλλα τόσα λόγια πικρά, κακόβουλα... Λόγια του κόσμου όμως του κακού!... Λόγια που έφθαναν ευθύς, σαν τις βροντές, στ’ αυτιά της, έτσι που εντέλει αθάρρευτη μέσα στου κόσμου τη βουή, άλαλη ν’ απομένει, πνιχτή και λυγισμένη η δόλια της μιλιά. Και μόνο η σκέψη της ν’ αποτολμά, δίχως απόκριση, με αγωνία να ρωτά, για χίλια μύρια πράγματα, αμπαρωμένα που έμεναν, να καίνε σαν φαρμάκι πίσω απ’ το στόμα το κλειστό και πίσω από τα μπλάβα, τα σφραγισμένα της, τα χείλη... Κι έπειτα ξεθαρρεύοντας ξαναμιλούσε πάλι μα μόνο στη ψυχή της. Άσ’ τους λεβέντη μου καλέ!…Άσ’ τους κι ας λένε ότι θένε.. Τι περιμένεις, απ’ αυτούς; Ετούτοι δεν χρωστάν καλό!... Τίποτα δεν πιστεύω. H Φρόσω μας είναι αγνή, σα μια σταλιά βροχής, που πέφτει στο κανάλι.... Aφράτη είναι μάτια μου, όπως η άσπρη αφρίνα μες στα ζεστά τηγάνια, πέρα στις αλυκές, κάτω στ’ Αραπογυάλι... Αμ’ καρπερή να πεις, όπως το γάλα το γλυκό, απ’ τ’ αργυρό στεράδι. Συνέχιζε να σκέφτεται, δίχως να προσπαθεί, άοπλη τώρα πια, με την ψιλή φωνή της να την μερέψει, και να την ατενίσει άγρια και βαθειά τη θάλασσα του μίσους, άγρια και ανελέητα θολή μες στην αντάρα της ζωής, την τρικυμία της αγάπης. Την τρικυμία του μεγαλύτερου καημού που μέσα της παράδερνε, χωρίς ελπίδα λυτρωμού, ο ακριβός της γιος. Την τρικυμία του καημού, του να αγαπάς δίχως να αγαπιέσαι` που έμοιαζε διαρκώς να αγκομαχά, δίχως ποτέ να σβήνει, μέσα στην ξέχειλη, λες κι από αίμα πάντα υγρή, την πάντοτε ερωτική, λυμένη τη ματιά του αγαπημένου της, του γιου.
Κι εκείνος τι να έκανε! Και που αλλού να απαντήσει; Πόσες φορές ν’ ανταπαντήσει, στη μάνα του βεβαίως και πάντα φουρκισμένος... Ετούτη η σκύλα έφταιγε που μες στο κόσμο ετούτο, τον απ’ τα φάσκια του κακό, ανυπολόγιστα εντελώς τον είχε γεννημένο

43 Vincent Van Gogh

- Να… Πάρε ετούτο το πανί, που είναι κόκκινο γριά, βαμμένο σαν το αίμα μου. Το αίμα ετούτο το πικρό, που τρέχει απ’ τα μάτια μου, και που τα ίδια τ’ άθλια βλέπουνε το κακό μου... Έλα, να το πανί!... Πάρ’ το.. τι περιμένεις; Μη δεν ακούς; Πάρ’ το και σκέπασε μ’ αυτό, ότι φωτίζει μοναχή, φτωχή, η δική σου η αλήθεια. Με λύσσας γρύλισμα, έμοιαζε οχιάς και σφύριγμα από συμπιεσμένο ατμό, η απάντηση του γιου της. Χοχλακισμένη υγρή, μέσα στο στήθος το στενό, λες σαν και να ’τανε η φωνή του. Κι όπως το άγριο το ουρλιαχτό, μέσα στην κοιμισμένη νύχτα, τ’ άγριο, το θανατερό κάποιου τραυματισμένου, ετοιμοθάνατου σκυλιού, ήταν το ξέσπασμά του. - Σκύψε βαθειά γριά, και δες αλήθειες κι είδωλα στον πάτο. Μες στο πηγάδι δες γριά, σκιές κι όλα τ’ αχνάρια του θεού, που άξια, άξιος πάντα γι όλα αυτός, της κάθε μιας στιγμής τα δύσκολα προβλήματα, έτσι κι αν αφεθείς με σιγουριά στα χέρια του, πάντα ετούτος με χαρά, πονετικός στα λύνει. Έτσι, μη δα και δεν πιστεύεις; Και μια και ξέρω, πως φοβάσαι, σαν μες σε μαγικό καθρέφτη κοίτά τα όλα εδώ, έστω και ξώφαλτσα μέσα απ’ τα μάτια μου, αυτά που γίνονται αληθινά. Και δες και εσύ γριά, αυτά που εύκολα εγώ τα διακρίνω γύρω μου, κι ακόμη πιο μακριά, ανάμεσα στο κόσμο. Κοίτά το ακόμη εν τέλει όλο το ριζικό της βυθισμένης, μέσα στα βρώμικα νερά, τούτης της πολιτείας. Να’ το` εδώ περνούν οι άδικοι, χαρούμενα γελώντας. Πιο κάτω διατάζουν της εξουσίας οι τρελοί, οι γνωστικοί σκυμμένοι, αμήχανοι σωπαίνουν ενώ μόνο τα θεότρελα παιδιά βάζουνε τα στήθια τους μπροστά απ τα κανόνια.

44 Πολυτεχνείο

Εκεί ορκίζονται οι ψεύτες. Στους δρόμους και στα μαγαζιά, όλα πουλιούνται μάνα. Για όλα εδώ μέσα, δίνει και παίρνει ο παράς. Κι αν θες κι εκεί απέναντι, κάτω από τις ετοιμόρροπες του μαχαλά τις πλαγιασμένες τις σκεπές, φουντώνει λες πεισματικά, κι ανόητα πιστεύω, ακούραστο κι όμως και κουρασμένο, ένα ασταμάτητο, τόσο φθηνό γιορτάσι. Ένα γιορτάσι θλιβερό, από γεννοβολήματα αξιοθρήνητων παιδιών, κι από μπολιάσματα ψυχών, που ’χουν ταχθεί, - τι άλλο; - μια κι εξαρχής και μια για πάντα να μεγαλώνουνε μονάχα, λες ναι μονάχα με το φως και την ανάσα του πελάγου. Απόκληροι, καταντισμένοι που απλώνουν ρίζες απαλές, μες στη σκληρόπετση, μακρόχρονη συνήθεια, να κάνουν οικογένειες κατά το θέλημα του πλάστη, να θεμελιώνουν πόλεις, να συνεχίζουν τη ζωή, δίχως κανένα εφόδιο. Πάντα μέσα στον πόλεμο ριγμένοι οι φτωχοί, και μες στην αγωνία.
- Παντρέψου γιόκα, να χαρείς, κι έχει ο θεός για όλους, αντιλαλούσε στο βουβό της σκέψης το παιχνίδι, δαρμένο με πεντάδιπλη τριχιά, μα εντούτοις απ’ τη συνήθεια ακάματο κι ανθεκτικό το ψυχικό εκείνης.
Έχει ο θεός για όλους. Ακόμη κι όταν του Αϊ-Γιαννιού, μες στο πηγάδι της αυλής, σκυμμένη πάνω απ’ το λαιμό του` και σκεπασμένη ολόγυρα, μ’ ένα σταχτί πανί, όλο χαρά η Φρόσω, της γειτονιάς μοναδικό κι ολόδροσο λουλούδι, στο πείσμα και τη σύνεση των δύο καλών γονιών της, που συμπαθούσαν τίμιο κι ακέραιο τον χαρακτήρα του Μανόλη` εκείνη τόσο αντίθετη, λαχανιασμένη, κόκκινη από περίσσεια και καυτή ερωτική λαχτάρα, σαν μέσα σ’ ένα σύννεφο ξεδιάκρινε θολή, μελαχρινή και τέλεια, προ πάντων υπαρκτή, μες το νερό να πλέει, - πράμα παράξενο για να’ ναι αληθινή, - τόσο ωραία τη μορφή του Λάμπρου, του ψαρά.

45 Picasso

Ναι τον αγάπαγε η τρελή. Και πάντως, κι όσα κι ότι κι αν έλεγαν οι πιο πολλοί γι’ αυτόν, ότι πραγματικά δεν ήτανε καλός γι’ αυτήν, αυτή τόσο στο φουλ ερωτευμένη, ανταπαντούσε σκυλιασμένη « Ας λέτε ότι θέλετε, είναι αδύνατο αυτό! Δεν ήταν δυνατόν να’ ναι, ο καλός της, ο αγαπημένος της κακός.» Κι έπειτα μες στη σκέψη της μπερδεύοντας με ευκολία καλό κακό μαζί, έβγαζε το συμπέρασμα, « Ε κι αν έτσι έτυχε και τι μ’ αυτό; Τόσο γλυκιά και καλοτάξιδη του Λάμπρου η καρδιά, ευκίνητη έστω και αλανιάρα, εκείνη ετούτη λάτρευε. Τι έγινε κι αν άλλαζε του Λάμπρου η καρδιά συνέχεια ρότα και λιμάνι; Κάποτε θ’ άραζε παντοτινά σ’ αυτή. »

46 Picasso

Στ’ αλήθεια ο Λάμπρος ο ψαράς είχε καλή, μα άστατη εν τούτοις και κατεργάρα την καρδιά. Μια πονηρή καρδιά είχε ο Λάμπρος ο λεβέντης, φτιαγμένη λες κι επίτηδες να ξελογιάζει ο γόης, στ’ άψε-σβήσε, κάθε ανίκανο ν’ αντισταθεί σ’ αυτή, της γειτονιάς μας θηλυκό. Ναι, έξυπνος κι όμορφος πολύ, τα ‘ριχνε εύκολα, παντού και σ’ όλες τις ασπράδες, τα δίχτυα ο Λάμπρος, ο ψαράς, και με αγάπη πλάνευε, και μ’ έρωτα πανέξυπνα καπρίτσια έπιανε σαν το ψάρι μέσα στο σταφνοκάρι του, κάθε κορίτσι άβγαλτο που θα’ χε ασυλλόγιστα την ατυχία, ή και την τύχη αν θες, δίχως περίσκεψη στη γοητεία ετούτου, δίχως αντίσταση να αφεθεί. Κάθε κορίτσι που γι αυτόν στο κάτω, κάτω της γραφής, πάμφθηνα πλήρωνε σ’ αυτόν - λες και από πάνω απ’ τα σπασμένα - λύτρα ατίμητα, ακριβά, σαν τίμημα της πλανεμένης του τιμής, τόσα και τόσα χάδια περίπλοκα, καυτά και ολόγλυφα σαν πετιμέζι άδετο ερωτικά φιλιά. Χωρίς βεβαίως και ποτέ, ακόμη κι ύστερα απ’ όλα αυτά, αυτόν τον αθεόφοβο, τον πλάνο της αγάπης, καμιά αγαπημένη, όπως η Φρόσω η κουτή, να δικαιούται να τον δέση.
Έχει ο θεός` έστω κι αν έλιωνε στα πόδια του ορθός, από αγάπη και κρασί, από ένα μίγμα δυνατό όπως το δηλητήριο, ο γιος της χήρας Κλεονίκης. Αφού, έτσι κι αλλιώς όλα τα προηγούμενα τα γνώριζε καλά, τόσο από φίλους έμπιστους, αλλά το ίδιο εντούτοις κι ίσως και περισσότερα απ’ τους γνοιασμένους του εχθρούς. Γνωστά του ήταν όλα τα δύσκολα κρυμμένα τάχατες μυστικά κι όλοι οι άτυχοι καημοί της ανθισμένης Φρόσως του Βουρλά.
Και είναι αλήθεια πράγματι τούτα τα μυστικά, όσο καλά κι αν ήτανε κρυμμένα, σαν τον αέρα ανάλαφρα ως ήταν στην αρχή, εν συνεχεία μάνι-μάνι ανέβαιναν απ’ το πηγάδι απάνω και χύνονταν μετά, γεμάτα γλύκα κι ηδονή ψιλοκοσκινισμένα, σαν διαλείμματα σχολείου στη πληκτική τη γειτονιά, για να βουτήξουν από εκεί και πάλι τελικά, σαν το μολύβι ασήκωτα, μεταλλαγμένα τώρα, κι όχι με τρόπο μαγικό, σε γνήσιες ταφόπετρες βαριές και φορτωμένες από αβάσταχτο καημό, πάνω στο μαρασμένο, το δόλιο στήθος του Μανόλη.

47 Picasso

Τώρα σε τούτη τη χαμένη πολιτεία` που πριν πενήντα χρόνια είχα, περίπου, γεννηθεί` από όλα εκείνα τα πηγάδια, που πότιζαν τη δίψα μας, και μια φορά το χρόνο, του Αϊ Γιαννιού του Κλείδωνα, τη στεγνωμένη και άπορη ψυχή μας με τις γλυφές ελπίδες, φέρνοντας σβάρνα όλους τους νέους τους σταθμούς, τους δρόμους και τις ωραϊσμένες γειτονιές, με έκπληξη διαπίστωνα πως δεν απόμενε κανένα. Είχαν στερέψει, άχρηστα στις νέες τις συνήθειες. Κι είχαν χαθεί κι αυτά μαζί με τους παλιούς νοικοκυραίους του Λιμνοχωριού, κάτω από πλάκες γκρίζες, τόνων μπετού, και παγωμένα μνήματα μονότονου μαρμάρου.
Βέβαια, όχι ότι υπήρχανε κι από τα πριν πολλά πηγάδια, μες στην πόλη` μια και η μάζωξη από γυναίκες και παιδιά με τα σατήλια στο κεφάλι, τις πεντακάθαρες, τσίτινες φορεσιές, ή με τις μάλλινες τις μπέρτες, ιδίως το χειμώνα, ή ακόμη με τις σκούρες, δροσερές ρόμπες το καλοκαίρι` ναι, όλες τις ώρες της ημέρας, τούτη η μάζωξη τους, γύρω απ’ τ’ ανοιχτό των πηγαδιών το στόμα, ήτανε πάντοτε μεγάλη, και κάποιες ώρες υπερβολική.
Ετσι, θυμάμαι, πως στις περιπλανήσεις μου, μες στους γειτονικούς στο σπίτι μαχαλάδες, κάθε φορά που τ’ άλογο μου το καλάμι κουράζονταν, απ’ την πολλή πορεία` έκανα ενδιάμεσο σταθμό, για να το ξεδιψάσω, πότε στο ολοστρόγγυλα χτισμένο το πηγάδι της συχωρεμένης Γιώργαινας, της αγαθής γριούλας πλάι στη μουριά, και πότε μέσα στην αυλή της Κυρά-Σπυριδούλας, με τα χοντρά τα πισινά και τα μεγάλα στήθια` κι άλλοτε σπάνια, σαν ήταν και ξεμάκραινα, με κίνδυνο αν θα το μάθαινε η μάννα μου, να φάω ξύλο της χρονιάς, πέρα στα γύφτικά, κάτω απ’ τον ίσκιο της συκιάς, στη λασποκάλυβα απέξω της αραπίνας, κυρά-Χάιδως.
Τότε καθώς μεγάλωνα, έφευγα και ξεμάκραινα όλο και πιο συχνά, θυμάμαι. Έφευγα, ναι θυμάμαι, πάντα γυρίζοντας, δίχως σταματημό, απόκοτα ολόγυρα τις γειτονιές και τα στενά σοκάκια, σαν ένα αστέρι πλάνο.

48 Μεσολόγγι

Δίχως σταθμούς ανθρώπινους να έχω, έστω και παιδικούς, περιφερόμουν γρήγορος και αδέσμευτος μέσα στο φως και στις σκιές της γης, μέσα σε κάθε τι υπαρκτό, που μου υπόσχονταν, μέσα απ’ τη γνώση του, καινούργιες περιπέτειες, άγνωστες εντυπώσεις κι άγνωστα μυστικά. Στ’ αλήθεια τότε, είναι και τούτο γεγονός, μου ‘λειπε πάντοτε αυτό, που λένε ευφυώς οι άνθρωποι οι απλοί, «ανάγκη ριζωμού». Γι’ αυτό, πάνω σαν ήμουν στ’ άλογό μου, σαν το καχύποπτο τ’ αγρίμι περιφερόμουνα παντού, χωρίς στιγμή να σταματάω` δίχως να ξεπεζεύω, γύριζα κι οσμιζόμουνα, έψαχνα κι ανασκάλευα, μες στους μικρούς συνοικισμούς, όλο τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη με βιαστικό ρυθμό, ρυθμό κατατρεγμένου, με την ανάσα μου αφηνιασμένη, λαίμαργη και πάντα απαιτητική.
Τόσο γοργά πετούσε ο νους μου, από το ένα όραμα, το ίδιο στ’ άλλο βιαστικός, λες κι ήτανε όλο το υλικό του η κίνηση και ο σκοπός του μόνο και μόνο το ταξίδι. Ένα ταξίδι όμως, που άλλαζε διαρκώς, σαν και πουλί, τα σύνορα` κι από τη μια παραμυθένια χώρα, ορμητικός κι ακάθεκτος, μ’ άνεση θαύματος ο νους μου, διάβαινε για την άλλη.
Έτσι ακριβώς στο πλάι απ’ το Γυμνάσιο, μέσα στο βάλτο που άπλωνε, κλεισμένος ο γιαλός από τα σάλτσινα ολόγυρά του, μία πολύχρωμη από αγριόχορτα αθημωνιά, κάποιες φαρμακερές βουρλιές και θάμνοι απ’ ανθισμένα αλμυρίκια, σαν από θαύμα μαγικό κι ενώ ο νους μου μίκραινε όλα εκείνα μεγαλώναν. Μεγάλωναν, μεγάλωναν κι ανέβαιναν ψηλά` κι άπλωναν τα κλαδιά τους, σαν από δέντρα θεόρατα, που έφθαναν στο τέλος ελεύθερα να αγγίζουνε σχεδόν τον ουρανό. Έτσι τρανά τριγύρω μου, όλα μαζί ανταμωμένα, ως τον ορίζοντα μακριά, σιγά, σιγά αβγάταιναν και πύκνωναν στο τέλος μέσα σ’ απέραντες εκτάσεις. Ενώ την ίδια τη στιγμή, λες κι από μάγια μέσα μου, γεμίζανε τ’ αυτιά μου, άλλοτε από πολεμικές φωνές κι άγρια ουρλιαχτά θηρίων κι απαίσια στριγκλίσματα πουλιών αρπαχτικών.

Γ Παλιά Χαλκογραφία Άγγελου Κότσαρη

Ενώ κι άλλες φορές, οι πιο καλύτερες μου, άγνωστες της Ανατολής, έφταναν μες τ’ αυτιά μου, εξαίσιες μεθυστικά πανάρχαιες μελωδίες. Τόσο γλυκές και απαλές, λες κι από ουρί του παραδείσου αγγελικά τραγουδισμένες, ενώ σε συνοδείες έρχονταν νότες πρωτάκουστες, σαν ακομπανιαμέντο, όλο αρμονία ερωτικές από γλυκολαλούμενα ουράνια πουλιά.

9 Henri Rousseau

Στο τέλος, όλα τα ανύπαρκτα ετούτα, σαν μέσα από όνειρο και ξυπνητό, γύριζαν στο μυαλό μου και με συνέπαιρναν εκστατικά, μες σ’ ένα υπαρκτό κι όχι της φαντασίας μου παραμυθένιο κόσμο. Πράγματι τότε όλα αυτά της φαντασίας μου τα θαυμαστά, με μιας μέσα μου ζωγραφίζανε, πότε εικόνες φωτεινές, χαρούμενες, ζεστές` κι άλλοτε πίνακες μουντούς, πίνακες σκοτεινούς, γεμάτους μ’ ίσκιους ύποπτους, που μου ‘φερναν κάποια στιγμή και ταραχή και δέος.

50 Henri Rousseau

51 Henri Rousseau

Όλοι οι θάμνοι εκεί, μέσα στο βάλτο τον ονειρικό, παράξενα κι όμως αληθινά έπλαθαν στο μυαλό μου πίνακες ζωντανούς, από πολύβουες κι άγριες ζούγκλες ξωτικές, που μέσα τους δισταχτικό, με προσκαλούσαν να χωθώ και να τις ερευνήσω.

52 Henri Rousseau

Άλλες φορές, απέναντι, λίγο πιο μακριά, στους λόφους που σχημάτιζε η ασημένια γλίνα, στις σκοτεινές καμάρες και τις θολές νεροσυρμές, μεταμορφώνονταν παράξενα το ίδιο, όπως κι αλλού, μες στο μυαλό μου ο τόπος. Κι εκεί, που ήταν οι μικροί σωροί, ξεφύτρωναν μες στη στιγμή στα ξαφνικά πανύψηλα βουνά, και τόποι με γιγάντιες, για το μυαλό μου, διαστάσεις.
Ναι, βουνά θεόρατα στέκονταν μπρος μου μαγικά, αυλακωμένα όλα στο μακρινό ορίζοντα, από βαθειά φαράγγια, από απότομους γκρεμούς και σκιερές, γεμάτες παγωνιά, απύθμενες χαράδρες. Βουνά και τόποι εξωτικοί απλώνονταν μπροστά μου, που πάνω τους, σκαρφαλωμένα στέκονταν κάστρα βαθύσκιωτα της Βενετιάς κι απάτητα

53 Πύργος -Ρουμανία

καστέλια, με κιούπια κάργα θησαυρούς και φίδια φτερωτά, φύλακες άγρυπνους φρουρούς, να τους φυλάν για πάντα.
Εξ’ άλλου, για τέτοια κάστρα μυθικά, με το σοφό της παραμύθι, με ξάφνιαζε συνέχεια, θυμάμαι από τα τότε πονόψυχη κι αλλοπαρμένη, η Βάβα μου, η γριά.

54 Breton

- Ήτανε, λέει, μια φορά.... Ετσι, όπως γοργής ανέμης τα φτερά άρχιζαν να γεμίζουν κλωνά, κλωνά, από νήματα, ένα σωρό κουβάρια, το ίδιο, λόγο το λόγο κι η γιαγιά έπλεκε με σοφία, σαν την αράχνη τον ιστό και τ’ ακριβό του μύθου το υφάδι, αλαφροΐσκιωτο κι απλό, κλείνοντας απαλά, συνέχεια στην πλέξη της μ’ όση μπορούσε καλοσύνη, όλο το βάθεμα κι όλη του κόσμου την αποκοτιά.
- Ήτανε, λέει, μια φορά δυο πρίγκιπες και μια αρχοντονιά. Ο ένας ήταν, μάτια μου, αλέγρος και μελαχρινός. Ίδιος και απαράλλαχτος, όπως το γύφτικο τσουκάλι. Ο άλλος άσπρος και λιγνός, σαν μαρμαροκολόνα. Κι εκείνη η νια, η αρχοντονιά, ψηλόστητη κι απλή, ίδια σαν μεστωμένο και χρυσό, καλοδεμένο αστάχυ.

55 Άδωνης

Το μελαψό αρχοντόπουλο, που ήταν γιος του Ήλιου και της γαλήνιας Κάϊνας, το έλεγαν «Γυφτάκι». Τ’ άλλο, που ’χε για μάννα του τη γης και τα απόκρημνα, θεοσκότεινα φαράγγια, εκείνο το απόπαιδο το παραπεταμένο, που’ μοιάζε γκρίζο και βαρύ σαν σύννεφο χειμώνα, το ’χαν βαφτίσει «Ανήλιαγο».
Ο πρώτος είχε σπιτικό ένα πανύψηλο καστέλι, χτισμένο σε μια έκταση μακριά, πάνω στην άπλα του Βασιλαδιού. Δαρμένο από το πέλαγος και ποτισμένο όλη μέρα, από ηλιότρομπες χρυσές του γελαστού ουρανού, τούτο το μέγαρο, τ’ αρχοντικό είχε τα τοίχια του λαμπρά, πλασμένα από αλάτι, τα παραθύρια ξάστερα, τις πόρτες πεντακάθαρες με τέχνη πλουμισμένες, από χιλιάδες όστρακα, της αμμουδιάς γεννήματα, γυαλιστερά στολίδια.
Τριγύρω απ’ το χαρούμενο, βασιλικό, παλάτι, μέχρι τα δροσερά νερά του σμαραγδένιου καναλιού, που ειρηνικά απλώνονταν μπροστά του, χορευτικά κυλούσε στην αγκαλιά τ’ αγέρα, απέραντη μια ξέφραγη, μεταξωτή κοιλάδα, από κρινάκια άσπρα, γαλάζια και μαβιά και λυγερόκορμες βγουστίνες` που ο μόσχος τους, παιδί μου, κανέλλα και ροδόσταμο, όταν φυσούσε φρεσκαδούρα ή απαλός μαΐστρος, τραβούσε πέρα για πέρα, ως τ’ άλλα τα νησιά.
Ο Ανήλιαγος ο Βασιλιάς, θρέμμα αμύριστο του σκοταδιού, ζούσε βαλαντωμένος` όμοια σαν τυφλοπόντικας σ’ ένα βαθύ, μέσα στη γη, λαγούμι` που ο πάτος του αόρατος απ’ τους περίεργους θνητούς, βαριά συννεφιασμένος, θεοσκότεινος κατέβαινε, δίχως αχό, βουβός, όλο και πιο βαθειά, μέχρι τα τάρταρα, το έρεβος να πούμε.
Εδώ διστακτική λάρωνε και ταραγμένη λίγο σταυροκοπιόνταν η γιαγιά. Μα αμέσως έπειτα βιαστική, συνεπαρμένη από την ίδια της την πεταχτή λαλιά, συνέχιζε ν’ αρμέγει, όπως τ’ ολόγλυκο το γάλα απ’ το βυζί της μάνας, το μύθο του Ανήλιαγου, στη δίψα της ψυχής μου.
-Κι απέ, γιαγιά; Προλάβαινα, λαίμαργος και μέσα σ’ έκσταση εγώ, μες τη βιασύνη μου να μάθω.

56 Lebrun

- Εκεί, που λες παιδί μου, χιλιάδες δούλοι νηστικοί, άφωνοι, στραγγισμένοι, ίδιοι σαν πνεύματα αλαφρά ή αδειανά κουφάρια, με όψεις κέρινες νεκρών, κρατώντας μες στα χέρια τους γερά, από ένα ηφαίστειο αναμμένο, που αγκομαχούσε μανιασμένο σαν μια μεγάλη πυρκαγιά, έκαναν γύρω του ένα κύκλο. Κι όλοι μαζί, π’ ανάθεμα τους, με προσοχή στο κέντρο τους είχανε κυκλωμένο, πάνω σε θρόνο από χλομό κι ανόθευτο χρυσάφι, γκρίζο και σοβαρό, αδάμαστο απ’ τη χαρά, το ρήγα τους Ανήλιαγο. Με τη φωτιά τον ζέσταιναν, με τις λαμπάδες τον φωτίζαν. Με υπομονή και σέβας, ολονυχτίς κι ολημερίς, τον λάτρευαν και τον υπηρετούσαν.

57 Picasso

Αν πεις, για την πριγκίπισσα, που την φωνάζανε Ζωή, λένε πως ζούσε μοναχή, απόμερα, σ’ ένα κρυστάλλινο παλάτι, σιμά στα χοχλασμένα τα νερά του ποταμού Αχελώου, πάνω στην πλούσια κι απλωτή την πεδιάδα δίπλα, που ακουμπά και φθάνει, απέναντι απ’ το Τρίκαρδο, μέχρι το νεραϊδάλωνο του κάβου της Κυράς. Ετούτη, μάτια μου, η Αυγή, είχε δεμένα όμορφα τα πλούσια μαλλιά της σε δυο χοντρές πλεξούδες, που κύλαγαν στις πλάτες της, με χρώματα μεταξωτά, ολόχρυσα και μ’ απαλές σκιές μελιού, κι έφταναν ως τη μέση της, λάμποντας σ’ όλη την όμορφη διαδρομή, όπως το κεχριμπάρι. Τα μάτια της μυστήρια, αχόρταγα θαρρούσες, μεγάλα και μυγδαλωτά μοιάζανε με μια θάλασσα, ήμερη, απέραντη, βαθειά. Αμή, τα χείλη της τα τορνευτά, αβίαστα σμιγμένα, ήτανε, νόμιζες, δυο δροσερά, μ’ αγάπη αγκαλιασμένα, ρόδινα δροσοστάλαχτα και μοσχομύριστα μπουμπούκια. Κι όλο το υπόλοιπο κορμί της, λογάριασε παιδί μου, ωριμασμένο, τριανταφυλλί, όμοιο αφράτο και γλυκό με μια καλοψημένη, πάνω στην ανθρακιά, φραντζόλα αχνιστού ψωμιού.
Κι όμως, εδώ τα γύριζε απότομα η γριά, φέρνοντας τα σκεβρωμένα χέρια της στ’ αυλακωμένο πρόσωπό της.
Έτσι, κι όπως μολόγαγαν κι οι πιο παλιοί γι’ αυτή, τη δόλια τη Ζωή, όσα απ’ τα κάλλη του ο θεός τα ‘στρωσε στο κορμί της, με άλλα τόσα μάγια του κακού, σαν ήτανε να γεννηθεί, κάτι βασανισμένες κι άσχημες γριές, ζητιάνες, παλιομοίρες ράντισαν και φυλάκισαν μες τους καημούς μ’ αυτά, την άλικη ψυχή της. Κι ενώ δεν ήτανε κακιά, κι ενώ εκείνη θα ’θελε να είναι πάντα ωραία, μανταλωμένη η δόλια της καρδιά, μέσα στα πλάνα χέρια ενός αόρατου και πονηρού αφέντη, είπαν του Ταξιάρχη του κακού, άλλοτε έμοιαζε βαρεία, συννεφιασμένη, αλλόκοτη, κι άλλες φορές χειρότερα άσχημη, φοβερή, κριματισμένη, αμαρτωλή.
Εξάλλου, λες κι ανάθεμα τη λιάνιζε σκληρό, και λες και την χαλούσε μέσα κι απ’ έξω συνεχώς, έτσι που τυραννιότανε άσχημα ταλαιπωρημένη, με κόπο έτρωγε, με ιδρώτα έπινε, κι όλο το θαύμα του Θεού, μες τα γαλάζια μάτια της, το εύρισκε ανούσιο.
Τις νύχτες μες τη σιωπή, αλαφιασμένη σα παιδί, απ’ τις παχιές σκιές του σκοταδιού, κι από την κρύα παγωνιά, που έσερνε μέσα στις μύριες κάμαρες μ’ αφόρητη υγρασία το κοντινό ποτάμι, δυστυχισμένη η Ζωή υπέφερε πολύ` και φοβισμένη τριγυρνούσε στ’ άδεια δωμάτια έρημη, καρδιοσωσμένη, μοναχή, σαν λιόντισσα μες σε κλουβί βαριά τραυματισμένη. Μα έτσι αθάνατη, όπως την είχε πλάσει γενναιόψυχα η φύση, παιδεύονταν χρόνια και χρόνια, αμέτρητα, δίχως καμιά απολύτρωση απ’ το κακό να βρίσκει. Μέχρι, που μία μέρα φωτεινή, μέρα λαμπρής σαν να ‘ταν, πονόψυχος και δίκαιος ο αφέντης της, Θεός, καθώς την είδε από ψηλά, να σκίζεται ολομόναχη και να βογκάει πονεμένη, με κατανόηση ο ίδιος, πολύ την ελυπήθηκε και σκέφτηκε σωστά, απ’ τους καημούς να την γλιτώσει.

58 Αρχάγγελοι Γαβριήλ και Μιχαήλ

Σκάρωσε αμέσως, γρήγορα, ένα χρυσόβουλο φιρμάνι. Φώναξε αμέσως έπειτα δυο καλοτάξιδα, του ουρανού πουλιά, που’ χαν, γαλάζιες το’ να, μενεξελιές το άλλο, φτερούγες δυνατές, κι όρισε ο ίδιος ο θεός, ολόιδιο το μαντάτο αυτό, που έβγαλε στην ευσπλαχνία του αυτός, αυτοί αυτοπροσώπως να το διακομίσουν, το ένα στον Ανήλιαγο, και τ’ άλλο κατευθείαν στα χέρια του Γυφτάκη.
Με φόβο και με σεβασμό, σκυμμένος ως το χώμα, πήρε απ’ τα χέρια του Θεού το σφραγισμένο διάταγμα ο ήμερος, ο ειρηνικός μαντατοφόρος Άγγελος, ο Ταξιάρχης Γαβριήλ, και πέταξε με φόρα, σαν χάδι ερωτικό, μες τα βυζιά της θάλασσας, μέχρι το Βασιλάδι. Από την άλλη πάλι, ο Ταξιάρχης Μιχαήλ, σαν αστραπή ξεχύθηκε, μες στο απύθμενο λαγούμι. Κι όταν στον θρόνο βρέθηκε μπροστά του άρχοντα του πόνου, διάβασε ατάραχος και δυνατός με την βαριά και αυστηρή φωνή του την απαράβατη παραγγελιά, που έστελνε, μέσα απ’ την καλοσύνη του, ο ίδιος ο Θεός, στο βασιλιά Ανήλιαγο.
Και τότε ακούστηκαν καλά, πέρα ως πέρα στα βουνά, τούτα τα λόγια, γιε μου, ενώ την ίδια τη στιγμή ο αέρας γέμιζε με αστραπές, και φως από χιλιάδες ήλιους, κίτρινους, μπλε και κόκκινους, μ’ όλα τα χρώματα τα καθαρά των ουρανίων τόξων.
- Προστάζει ο θεός, ο άρχοντας των όλων, των όλων και των τίποτα, και διαταγή του είναι, «να σώσετε την βαρυοφορτωμένη από τα βάσανα πριγκίπισσα Ζωή. Μόνο εσείς οι δυο διατάζει να το κάνετε, που απ’ τους άλλους γιους του, είσαστε μόνο εσείς οι πιο σωστοί, πορφυρογέννητοι και μοσχαναθρεμμένοι. Κι υπόσχεται ο αλάθητος θεός, σ’ όποιον, από τους δυο σας, θα’ βρει τον τρόπο σωτηρίας της κακοπαθιασμένης και άμοιρης Ζωής, να δώσει ταίρι του παντοτινό και αξιοχέρα σκλάβα του, ετούτη την παρθένο». Και τελειώνοντας εδώ ο φοβερός ο Άγγελος τη φωτισμένη ανάγνωση του, μήνυσε ακόμη πιο αυστηρά στον ξαφνιασμένο ρήγα, την τελευταία θέληση του πάνσοφου Θεού. «Όλα να γίνουνε καλά, κατά τη θέληση Αυτού, που εξουσιάζει τις στρατιές των άχραντων αγγέλων, τα χερουβείμ, τα σεραφείμ και τα εξαπτέρυγα πουλιά, όλου του παραδείσου».
Σε σκέψη έπεσαν βαρεία, σαν πήραν το χαρτί στα χέρια τους, οι δυο Θεοσεβούμενοι και ταπεινοί αφέντες. θέλημα του Θεού και άρχοντά τους ήταν. Δεν γίνονταν να αρνηθούν, να δώσουν κάποια λύση. Είχαν χρεία και έπρεπε, ναι, με μια λύση να απαντήσουν. Μια λύση, όποια κι αν θα ’βγαζε σωστή, σαν τη στημένη λεμονόκουπα, ο τρυφερός o νους τους. Δίχως κουβέντα, έπρεπε ετούτοι ν’ απαντήσουν, μια κι ήτανε, μόνο αυτοί, μέσα στον κόσμο οι πιο σοφοί.
Σκέφτηκε ο Γυφτάκης, λογάριασε ο Ανήλιαγος, μα πράμα δύσκολο να πούμε η σωτηρία της Ζωής. Έμοιαζε ψύλλο στ’ άχυρα, σαν να ‘ταν να γυρεύεις.
Κι έτσι πέρασαν μήνες βροχεροί, άνθισε η γη, μαράθηκε. Κι έπειτα, στη συνέχεια πέρασαν και ταξίδεψαν στα μάτια τους πολλοί καιροί, καιροί νωθροί, καιροί φουρτουνιασμένοι. Κι ήρθανε κι άλλοι έπειτα, ήρεμοι μήνες κι εποχές και χρόνια και περάσαν. Κι ο χρόνος που δεν έλεγε ποτέ να σταματήσει, έφευγε μπρος τα μάτια τους, συνέχεια βιαστικός. Κι όμως, όσο κι αν πέρναγε ο καιρός, όσο κι αν έκαναν λογαριασμούς, κανένας, απ’ τους δυο τους, δεν είχε βρει μια λύση. Είχανε μείνει άλαλοι, άυπνοι, νηστικοί, οι δυο καλοί μας πρίγκιπες, στύβοντας ως τη φλούδα και σκάβοντας όλο και πιο βαθειά το γνωστικό μυαλό τους.
Χειμώνες, καλοκαίρια, άνοιξες και χινόπωρα, περνούσαν βιαστικά και μες την αγωνία, κι εν τούτοις λύση δεν υπήρχε. Έως ότου` κάποιο πρωινό που o μελαψός Γυφτάκης ολόιδιο λείψανο ως ήταν, απ’ το πολύκαιρο, μαρτυρικό ξενύχτι, κι ενώ αφηρημένος μάλλον, μόνος, κακοδιάθετος έμενε και αγνάντευε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο του Καστελιού, βλέποντας όμως απ’ ανάγκη εμπρός του να τινάζονται πελώρια και βουερά τα κύματα του καναλιού, που ανταριασμένα αυτά, ακράτητα τη μία απλώνανε μπροστά, κι έπειτα πάλι αμέσως γεμάτα από δύναμη τινάζονταν ψηλά, πετώντας και λικνίζοντας μέχρι τον ουρανό γλώσσες και χέρια κάτασπρου, όπως το χιόνι, αφρού` φώναξε ξαφνικά, λες κι από λήθαργο ο δόλιος τώρα να είχε βγει.
- Αφρός! Αφρός! Αλάτι!
- Ναι. Αφρός, αφρίνα, αλάτι. Φώναζε σαν τρελός κι έτρεχε πρώτη του φορά χοροπηδώντας, ίδιος με ξένοιαστο παιδί, μες στα πανέμορφα σαλόνια, δίνοντας την εντύπωση και το δικαίωμα στους υπηρέτες του να λένε έκπληκτοι μουρμουριστά, «ότι τρελάθηκε ο Βασιλιάς.» Μα εκείνος, που να ακούσει! Ούτε που νοιάζονταν σταλιά. Έτρεχε ακατάπαυστα στις κάμαρες, στους κήπους, κι όλο χαρά ξεφώνιζε συνέχεια σαν τρελός, «Αφρός, Αφρίνα, Αλάτι!» Ναι, βρήκα επιτέλους λύση` σκέφτονταν τώρα όλο χαρά. Τ’ αλάτι το κρουστό, τ’ άσπρο ακριβώς όπως το γάλα. Κείνη η νόστιμη ευλογία της Θάλασσας και του αλμυρού του κύματος που ομορφαίνει το φαΐ, που προκαλεί την όρεξη και την τραβά απ’ το νάζι` που τσουχτερό, ψήνει και γιάνει την πληγή. Αυτό ήτανε λοιπόν εκείνο το πολύτιμο και το σωτήριο γιατρικό, που θα ’στελνε σα δώρο. Σαν δώρο ανεκτίμητο, σαν μποναμά ακριβό, και θα την έλυνε με μιας μαγιοδεμένη τη Ζωή απ’ τη φριχτή κατάρα.

59 Αλυκές Μεσολογγίου

Κι έτσι, αφού υπολόγισε σωστά όλη τη δύσκολη δουλειά, διέταξε χαρούμενος και βιαστικός συγχρόνως χίλιους εργάτες, δούλους και μύριους παραδούλους, να μασούν απ’ το πέλαγος όλο τον παιχνιδιάρη αφρό. Κι όταν τον πήξουν για καλά, μες στα καυτά τηγάνια του γελαστού πάτερα του, του φωτοδότη Ήλιου, κάτω εκεί στο νερολείβαδο του Αγραπηδιού, σιμά στην Μπαμπακούλα, να τον σωριάσουν γρήγορα σ’ ένα πανύψηλο βουνό, κι έπειτα σαν κι αυτό το ξετελέψουν τέλεια, να το κινήσουν βιαστικοί, εκείνο τ’ άσπρο το βουνό, πάνω στα στιβαρά τους χέρια, και να το παν’ ολοδρομίς, τρεχάτοι ως το παλάτι της Ζωής. Ως το παλάτι τ’ άραχνο, το σκοτεινό του Αχελώου.
- Ο λόγος του, διαταγή. Είπε και έγινε, παιδί μου. Μέρες δουλεύανε οι φτωχοί και χρόνια μες τον ήλιο ιδροκοπούσαν όλοι. Έως ότου κλείσουν τα τηγάνια, μέχρι να υψώσουνε βουνό θεόρατο απ’ αλάτι, δούλευαν και δουλεύανε και τελειωμό δεν είχαν. Κι όταν το είχαν δέσει, σε όγκο και σε ύψος, ίσα με τη Βαράσοβα, άργησαν μήνους εκατό, για να το σύρουνε λαμπρό, σαν τ’ ασημένιο ρέμα, από το Νερολείβαδο, μέχρι την γκρίζα πύλη του ωραίου καστελιού.
- Και θα ‘λεγα παιδί μου, τέλος καλό... σαν είναι όμως και καλά όλα τελειωμένα..... Αλλά, πού τελειώνει το κακό; Κανείς δεν τ’ ανακάλυψε, μέχρις στιγμής ακόμη. Ετσι κι εδώ, σαν έφτασε όλη εκείνη η πομπή, τι συμφορά, αντί καλό, τους βρήκε; Άλλο να βλέπεις μάτια μου, και άλλο να αγροικάς. Πάνε οι κόποι τους χαμένοι, γιατί μεγάλο ξαφνικό, βρήκαν σα φίδι φλογισμένο, που αγκομαχούσε βιαστικό και τούτο μάλιστα μπροστά τους, δύο βήματα απ’ τα μάτια τους, έτσι απρόσμενα να τους προσμένει.
Χιλιάδες άλλοι δούλοι, κάτασπροι κι ιδρωμένοι έφταναν σε αντάμωση της όμορφης, του καστελιού Κυράς. Κι ήτανε πλέον βέβαια πολύ, πολύ κοντά της, με αναμμένους πύρινους δαυλούς, μύριους τον αριθμό, με θυμιατήρια ολόχρυσα, που έκαιγαν αλύπητα χούφτες απ’ ακριβό λιβάνι` λιβάνι μοσχολίβανο και μαλακή μαστίχα. Σε μια σειρά ατέλειωτη, σα λάβα ηφαιστείου, έφταναν ψέλνοντας και σοβαροί οι δούλοι του Ανήλιαγου, στα πρόθυρα του καστελιού. Κι είχαν τα χέρια τους γεμάτα, με δώρα πλούσια και ζεστά, ολόφωτα και πυρωμένα, για τις ατέλειωτες και παγερές τις νύχτες τις μοναχικές της κακομοίρας της Ζωής, ταξίματα σωτήρια, σχεδόν κι αυτά μοναδικά.
Κι έτσι, καθώς με μιας όλοι εκείνοι ανταμωθήκαν, μαζεύτηκαν για μια στιγμή στ’ αλήθεια απορημένοι, κοιτώντας, τους από εδώ οι μεν, τους από εκεί οι δε.
- Τι είναι τούτα;
- Τι είναι αυτά; Μουρμούριζαν οι δούλοι του Ανήλιαγου, βλέποντας τους απέναντί τους σχεδόν ενοχλημένοι στην αρχή, λες και να βρίσκονταν εκεί ετούτοι οι τελευταίοι άχρηστα κι αναίτια, δίχως τη θέλησή τους καν, και από απάτη κάποιου τρίτου. Ύστερα όμως στη στιγμή κοιτάχτηκαν καλά, καλά, για λίγο βέβαια στ’ αλήθεια, κι είδαν το τι κουβάλαγαν εκείνοι οι θεότρελοι που στέκονταν απέναντί τους. Στα ξαφνικά εννοώντας το, πως δώρο ήτανε κι αυτό, στα σοβαρά πλέον αλλάξαν τακτική μες στην επόμενη στιγμή κι απότομα μεμιάς έγιναν κάτι πιο πολύ κι από αιφνιδιασμένοι. Σαν κι από αντανάκλαση αναφτερούγισαν λοιπόν προκλητικά αμέσως, όπως τα οργισμένα, τα ετοιμοπόλεμα κοκόρια, πανέτοιμοι αυτόματα από εδώ και μπρος στα σοβαρά να απειλήσουν, αν χρειαζότανε, τους άλλους τους απέναντι. Σπρωγμένοι τελικά από κακό φιλότιμο σε ένα πόλεμο αντρίκειο κόρωσαν και ανάψανε και γέμισαν τα στήθια τους από εχθρότητα κι οργή γι’ όσους στεκόντανε απέναντι τους. Μα πάλι κι ύστερα από λίγο, κατάματα κοιτώντας τους άλλους τους απέναντι, φοβούμενοι πιο νευρικοί, λες κι από κάποια που άρχισε να εκδηλώνεται απειλή, οπισθοπάτησαν πρώτη φορά και βιαστικά, πιο ταραγμένοι τώρα, κι αμέσως ξεχωρίσανε, από τους άλλους μακριά, σε δύο παρατάξεις. Δούλοι τ’ Ανήλιαγου από εδώ, δούλοι του αφέντη τους Γυφτάκη στήθηκαν απ’ την άλλη. Στα γρήγορα, σε δευτερόλεπτα λοιπόν πόλεμος ετοιμάστηκε κι όπου κι αν είναι φθάνει. Κι έτσι τι άλλο τώρα να σκεφθείς, απ’ το ηλίθιο το κακό

60 Edouard Manet

που ανώδυνα κι επαίσχυντα, ανοίγοντας τα σκέλια της, γεννοβολά ακόμη, ακόμη κι η στιγμή! Έτοιμοι οι ανόητοι κι εύκολα χωρισμένοι. Όσο κρυφαγναντεύονταν κι όσο περνούσε η ώρα, κι όπως το αίμα και η οργή θέριευε συνέχεια θερμασμένη μες στην ολόμαυρη ψυχή τους, κι όπως επίσης τώρα πια βγήκε στα φανερά η έχθρα η κρυμμένη και όπως άρχιζε γοργά, γοργά το μίσος σαν και μια θάλασσα από ατμό να χοχλακίζει, με βουητό πολεμικής αντάρας στο ξαναμμένο τους κεφάλι, τόσο πιο ανδρειωμένο κι ακόμη πιο σκληρότερο το αναπόφευκτο κακό γεννιόταν, μέσα στο μυαλό τους σαν ένα αποκρουστικό από την κόλαση βγαλμένο τέρας. Το μαύρο τέρας του πολέμου, που από εκεί και πέρα θρασύ και ανεξέλεγκτο διαστροφικά αψήλωνε συνέχεια εχθρικά, κι έκοβε το ηλίθιο κλότσους και λύσσας μπάτσους, στον αέρα.

61 Brugel Πόλεμος

- Χαράς το πράμα!… Αλάτι φέρατε μωρέ, να την παστώστε τη Ζωή; Φώναξαν πρώτοι δυνατά, με τις ψιλές φωνές τους, στριγκλίζοντας κι αναγελώντας περιπαιχτικά οι δούλοι του λευκού, του μαραμένου Βασιλιά.
- Κι εσείς φωτιά, μωρέ! Φωτιά για να την κάψετε!…Φωτιά από έχθρα φέρατε, μωρέ τελώνια του κακού, στη δόλια τη Ζωή; Το ίδιο αντιμίλησαν ερεθισμένοι οι ζωντανοί, με τη βραχνή φωνή τους.
Οι άλλοι ανταπάντησαν όλο και πιο ψυχρά, φανατισμένοι τώρα και με οργή μεγάλη` εκείνοι που’ ναι, μες στους αιώνες των αιώνων, ατάραχοι μοναδικά και ήρεμοι για πάντα.
- Θνητοί... απαίσιοι λεπροί!
- Κι εσείς νεκροί, που η μπόχα σας βρωμάει γόμπιο και χωματίλας... Τι θέλετε;... Κάτσ’ τε καλά, μη δα το κρύο αίμα σας ζητάει να χυθεί!
- Πόλεμο! έσκουξαν οι άλλοι. Τι είχανε να χάσουν;
- Ναι! Πόλεμο εφώναξαν κι ετούτοι πιο ξαναμμένοι οι κουτοί.
Κι ω συμφορά ολόμαυρη, πηχτή! Αμέσως βγήκανε με βιά, απ’ τα όλο-κεντητά, τα πέτσινα σελάχια, δίκοποι ασημοσουγιάδες, μαχαίρια μαυρομάνικα, μαλαματένιες πάλες. Κι αστράψανε ευθύς, μέσα στο πρωινό, ακονισμένα απ’ το χάρο σαν τα ξουράφια τα τσεκούρια. Κι έπειτα, στη στιγμή βροντήξανε με μιας, κι ανάψανε φωτιά τα ασημοσκαλισμένα καρυοφύλλια. Κι όλα τα όπλα του κακού άρχισαν να βαράνε` κι όλοι τους άγριοι, σαν τους φονιάδες του ντουνιά, πάνοπλοι ως τα δόντια, χιμήξανε για να πιαστούν σε μια αφηνιασμένη αμάχη.
Δόξα σοι ο Θεός. Δεν πρόλαβαν, γιατί, λες και από θαύμα ξαφνικό άνοιξε η πόρτα η βαριά, η πόρτα η άραχνη, η πικρή, του κρυσταλλένιου κάστρου. Και φάνηκε πάνω στο κεφαλόσκαλο, απρόσμενα μπροστά τους, πανώρια χήρα, ομορφονιά, καρτερική, η δόλια, η αρχόντισσα η Ζωή. Και τότε αμέσως τσιμουδιά, όλοι λουφάξανε μπροστά της, κι έμειναν άλαλοι επί τόπου, στ’ αντίκρισμα της το στητό και τέλεια πλασμένο. Εκείνη πάλι η Πηγή, αφού τους κάρφωσε με μιας, γνήσια αμαζόνα, με την αλύγιστη κι αστραφτερή ματιά της, φώναξε μ’ όλη τη γλύκα του μελιού, μ’ όλη τη σοβαρότητα της Παναγιάς παρθένου.

62 Delacroix

-Σταθείτε δούλοι ανέμυαλοι, κι όλοι οι παραδούλοι. Ο πόλεμος με σφάζει. Σταθείτε υπηρέτες, γιατί είναι θέλημα θεού` κι ακούστε αυτά που θα σας πω, μ’ όση μπορείτε σωφροσύνη. Παίρνω τα δώρα κι απ τους δυο, κι είναι για με σωτήρια! Έτσι μ’ ορμήνεψε ο Θεός, κι έτσι Αυτός το θέλει. Έξι καιρούς να μένω εκεί στα φωτεινά, Ρήγισσα του Γυφτάκη, κι έξι ολάκερους χειμώνες υποχρεωμένη να περνώ στα σκοτεινά λαγούμια, Βασίλισσα και σύντροφος του Ρήγα σας γυναίκα, του τιμημένου Ανήλιαγου. Τώρα, αφού κοπιάστε εσείς και δώσετε τα χέρια, αμέσως τρέξτε, στο φτερό, στους αφεντάδες τους σοφούς τα νέα τα καλόβουλα και καλοτελεσμένα, με χάρη, να τους
πείτε.

63 Περσεφόνη

Σαν τ’ άκουσαν όλα αυτά, ετούτοι οι δούλοι, τα μαντάτα, έμειναν άναυδοι για μια στιγμή στο τόπο και λίγο σαστισμένοι, απ’ την ωραία επέμβαση της όμορφης Κυράς. Αλλά αμέσως έπειτα, και πριν να δώσουν καν αναμεσό τους χέρια, σφράγισμα όπως έπρεπε της θεϊκής ειρήνης, έτρεξαν, ξαμολήθηκαν σαν τα κυνηγημένα αλάφια - τρελοί για δέσιμο παιδί μου, πάντοτε ηλίθια βιαστικοί, και για το θάνατο και τη ζωή - να φθάσουν ποδοβόλησαν, με το κεφάλι τους στα πόδια, άφρονες στον αφέντη τους, - πρήσθηκε ο σπλήνας τους παιδί μου - για να του πουν, όσο ταχύτερα μπορούσαν, τα αμετάκλητα τα νέα. Στο τέλος όπως έγινε κι έτσι είχε ο Θεός να γίνει, συμβιβασμένη η Ζωή, έξι καιρούς είχε λαό τους δούλους του Γυφτάκη, κι έξι χειμώνες τους νεκρούς του βασιλιά Ανήλιαγου. Μόνο, που απ’ τα τότε, μάτια μου, μια κι όλοι οι δούλοι εκείνοι δεν έδωσαν τα χέρια, ως θα ‘πρεπε, κι ως δεν θα έπρεπε οι τρελοί παρέμειναν, ως ήταν πάντοτε, αιώνια εχθροί. Από τη μια οι άνθρωποι του Άδη, γιατί ο Άδης γιόκα μου, ως θα’ χεις καταλάβει, είναι ο Βασιλιάς Ανήλιαγος, κι από την άλλη πάλι όλοι εμείς οι ζωντανοί, οι δούλοι του Γυφτάκη.
Κι έτσι και ζήσαμε εμείς καλά κι όλοι εκείνοι, γιέ μου, κατά πως γράφει ο Θεός κι η μοίρα δεν αλλάζει. Σταυροκοπιόνταν, για δεύτερη φορά, γλυκαναστέναζε λιγάκι, κι έκλεινε έτσι ωραία τ’ ατέλειωτο το παραμύθι, όπως όμορφα το αρχίναγε κάθε βραδιά και πάλι, πότε με πύργους κι άλλοτε με θεριά, σαν μαγεμένη, απόκοτη, η βάβα μου η γριά.
Την άκουγα και ημέρευα και ρίζωνα στο χώμα. Με ζέσταινε και μ’ αποκοίμιζε γλυκά, και πήδαγα ανάλαφρος βαθειά μες στ’ όνειρό μου. Αλλά κι εντούτοις τότε, στασιό δεν είχα πουθενά, και μες στον κόσμο εκείνο, όσο κι αν το πεθύμαγα, δεν έμενα κλεισμένος. Ξεπόρτιζα κάθε πρωινό και από εκεί, μακριά και πάντα μοναχός καβάλα πάνω στο άλογό μου, έφευγα πάντοτε βιαστικά, για ένα ταξίδι αλαργινό κι ατέλειωτο να πούμε. Λες και δεν χώραγε πικρή, μέσα στον κόσμο ασήμαντη, η δόλια ύπαρξή μου. Λες κι όλα τα ανθρώπινα μαζί, μύθοι κι αλήθειες φορτικές, πάθια κι ολόφωτες χαρές, άνοιγαν τα πανιά μου, σαν τα λατίνια τα λευκά, και μ’ έσπρωχναν στ’ αγριοκαίρια πάνω σκαρί μικρό, περήφανο, γεμάτο θράσος κι άγνοια` που πήγαινε γυρεύοντας να βρει, πόσο μετράει το βάθος όλης της βυθισμένης μας ζωής, μες στα θολά νερά εκείνου του πελάγου. Εκείνου του πελάγου, που έζωνε, σα μισοφέγγαρο μουντό, όλη την πολιτεία. Την πολιτεία, τη ζωή κι όλους τους άμοιρους ανθρώπους.
Ετσι, σα βούλιαζα από ψηλά, κάνοντας μακροβούτια στους δρόμους και τις γειτονιές, όλα τα πλούτια του βυθού, κι όλα τα μυστικά του πελαγίσιου κόσμου χόρευαν αφημένα` και με ρυθμό ανατολίτικου χαβά ζύγιαζαν εμπροστά μου` και λικνισμένα όλα με χάρη έφταναν μετά, όλως διόλου καθαρά, όμορφα ξεπλυμένα, σαν μέσα από τρεχούμενες ρηχές νεροσυρμές` κι έπαιζαν μες στα μάτια μου την παντομίμα της ζωής και τα κρυφά της πάθη.
Εδώ γλιστρούσε ξέγνοιαστη, σχεδόν σκληρή του κόσμου η χαρά. Κι είχε εδώ σε μια γωνιά αλόγιστα, δίχως ντροπή, όλα τα πλούτια της τα ακριβά σαν σε παζάρι απλωμένα. Κι είχε εκεί τα πρόσκαιρα και τα καμάρωνε, τόσα φανταχτερά η ξιπασμένη η ζωή! Μα και πιο εκεί σεμνότερη και πιο σοφή η ζωή είχε κι αυτά που απέκτησε με κόπους και ιδρώτα, κι όσα της δώσανε αγάπη. Κι όλο καμάρι αυτά τα τελευταία, ξεχειλισμένα τα κρατούσε στην πλουμισμένη της μπροστοποδιά, ζωγραφισμένα με στοργή, όλα με χρώματα ζωντάνιας, φωτεινά, λες και με χάδια ανάλαφρα όλα σχεδιασμένα, χαμόγελα παιδιών, χορούς λεβέντικους σε πανηγύρια και όμορφες γιορτές, της τρέλας ξεφαντώματα σε γάμους, σ’ αρραβώνες και σε χαρούμενα βαφτίσια.

64 Picasso

Αντίθετα αλλού, απόμερα κρυμμένη, έκανε στέκι ολημερίς, σαν τον ζητιάνο, η θλίψη. Έχει και τέτοια η ζωή, κι ας τα απέφευγε αυτά. Πίσω από πόρτες σφαλιστές, μαύρες στο πένθος οι φιγούρες.

65 Monet

Στους μόλους, στους σταθμούς, μαντήλια χωρισμού στον άνεμο και της πικρής της λησμονιάς την κίνηση απλωμένα. Κι αν πεις και για τον έρωτα, άστα σιγά, σιγά και στα κρυφά, και τούτα θα τα πούμε. Είναι κι αστεία η ζωή, ακόμη κι όταν φαίνεται πως είναι σοβαρή και το κακό το κρύβει.