Friday, April 27, 2007

Βιογραφικό Άγγελου Κότσαρη




Βιογραφικό σημείωμα Άγγελου Ηρακλή Κότσαρη


Τον Ιούνιο του 1940 γεννήθηκα στο Μεσολόγγι. Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου εντελώς συμπτωματικά μα και εντελώς αναπότρεπτα σφιχταγκαλιάστηκαν με την κληρονομούμενη επί ένα αιώνα, μετά το 1821, οικτρή κοινωνικοπολιτική κατάσταση του τόπου μου αλλά και κυρίως με τα τραγικά γεγονότα της Ιστορίας της πατρίδας μου και τα συναφή του υπόλοιπου κόσμου, Βος παγκόσμιος πόλεμος, Εμφύλιος! Το πάντρεμα της αθωότητας με τη φρίκη των ανωτέρω γεγονότων δεν θα μπορούσαν να έχουν κανένα άλλο αποτέλεσμα από την γέννα μέσα μου μίας ψυχής άπορης αλλά κυρίως διχασμένης, που απ’ τη μια, από δικαίωμα αγώνων της, μπορούσε να ελπίζει, μα από την άλλη σύγχρονα, έχοντας μολυνθεί από τη απροκάλυπτη κείνα τα χρόνια λέρα και τρέλα των ανθρώπων, δεν ήταν δυνατόν πάνω να στηριχθεί σε ευχολόγια και εικασίες. Ο Φραγκενστάϊν ήδη είχε πριν από μένα ανακαλυφθεί κι ο Σίσυφος χιλιάδες χρόνια πριν κυλούσε αδιάλειπτα κι αέναα το βράχο! Αλλά πώς να το κάνουμε χρόνια, παλιά, κοινά εκείνα γι’ όλους τα ίδια τους ανθρώπους! Σπούδασα στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο του Μεσολογγίου και περισσότερο εκεί έμαθα να διαβάζω λογοτεχνία κι Ιστορία. Κυρίως εκεί έμαθα, ότι χωρίς την αμφιβολία δεν θα υπήρχε γνώση και χωρίς τη γνώση δεν θα υπήρχε διαχρονική θεραπεία στη ψυχή του Ανθρώπου. Επέλεξα τον αγώνα μια κι η αλήθεια βέβαια ποτέ δεν προσφέρθηκε οικιοθελώς από κανένα σε κανένα. Όλοι κόβονται γι’ αυτή αλλά κι όλοι κατά περίπτωση και κατά το κοινό συμφέρον την αποφεύγουν. Σήμερα αδιάφοροι βολεύονται επιλεκτικά να την αγνοούν. Μετά το Γυμνάσιο κι αφού μέσα μου ξεθύμανε η επανάσταση, -ο χρόνος όλα τα θεραπεύει και κυρίως ο εγωισμός όλα τα εφησυχάζει,- έστρεψα τον αγώνα μου στην θεραπεία του σώματος και έγινα γιατρός. Δύσκολο πράμα να πω εκ των υστέρων ότι κι αυτή μου η επιλογή επιτέλους μπορεί και να με γαλήνευε. Στο τέλος το άγχος και πάλι η αμφιβολία δεν με αφήνουν έστω και μετά από σαράντα χρόνια δουλειάς να πω ότι κάτι περισσότερο μου έδωσε η επιστήμη ή ότι κάτι λίγο έδωσα εγώ σ’ αυτή. Το μόνο καταφύγιο που με ηρεμεί και που δεν μ’ απελπίζει είναι η ίδια μου η μοναχική σκέψη. Σκέψη που έσκαψα, σκέψη που μόχθησα να την πλουτίσω και που μοχθώ ακόμη να καταλάβω το προς τι! Δεν μου ταιριάζει η απελπισία μα ούτε κι ελπίζω αφελώς! Η Τέχνη, αόριστη, άνευ συνάφειας και ενσωμάτωσης πραγματικής στη δημιουργική εξέλιξη της ψυχής του Ανθρώπου ρόλο να παίζει διαχρονικά, είναι κι αυτή μια Ουτοπία. Ένα παραμυθάκι για λεπτεπίλεπτα αυτιά ή για αυτιά μη ακουόντων τους βρυχηθμούς του πόλεμου, για το σαρκίο μόνο, των αφελών ή των κακόβουλων που με τη βία και το ψέμα σαρκάζοντας ψευδώς ευαγγελίζονται, κυρίως σήμερα, με τα δακρύβρεχτα μπλά μπλά τους μία παγκόσμια ειρήνη. Έπειτα απ’ όλα τα ανωτέρω (η Επιστροφή στο αρχοντικό του Κρόνου ) βιβλίο που εξέδωσα το 1999 όπως και τα δύο άλλα που έχω στα σκαρφιά το ( Σαλώτο) και το (Η εξιλέωση της πυράς) πολύ λίγο με ησυχάζουν ότι κάτι μικρό θα αφήσω πίσω μου σαν παρακαταθήκη στη πρόοδο της αλήθειας. Από εκεί και πέρα ζω ανασκαλεύοντας τα χρώματα μου πάνω σε μουσαμάδες και ηρεμώ στη σκέψη ότι αν κάτι έμαθα στο μάκρος και στο βάθος της περιπέτειας μου ήτανε να πονώ για μένα κι όσο το λίγο μπόρεσα για όλους τους ανθρώπους!

Wednesday, April 4, 2007


Πρώτο κομμάτι στην ενότητα Σταύρωση από το βιβλίο του Άγγελου Κότσαρη – Επιστροφή στο Αρχοντικό του Κρόνου-.

Νύχτα Μεγάλης Πέμπτης.
Πρωί Παρασκευής


Απ’ έξω απ’ τη Μητρόπολη άναβε μια φωτιά` και τα παιδιά της γειτονιάς χοροπηδούσαν πάνω της, κόκκινα, ξαναμμένα` περισσότερο γνοιασμένα, από το ζήλο τους να την περάσουν όσο γινότανε πιο ψηλά, παρά απ’ το φόβο να καούν.
Μέσα στην εκκλησία, μόνη φωνή τρεμάμενη, γλυκόπικρα αισθαντική, το... «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γήν κρεμάσας. Στέφανον εξ ακανθών»... να το επαναλαμβάνει, όλο και πιο παθητικά λιωμένος ο Καλλίνικος, ο πρωτοσύγκελος της πόλης. Έσταζε αίμα και ιδρώτα, και αγωνία ο Παπάς, εξαντλημένος κι έρημος, μέσα στη σιωπή μας. Ετούτος, ίδιο λείψανο, ν’ αγκομαχά κρατώντας βαρύ και κολλημένο, σφιχτά πάνω στο μέρος της καρδιάς, Σταυρό και Εσταυρωμένο, κι εμείς, πρώτη φορά, σαν τα παιδιά να κλαίμε!…. «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γήν κρεμάσας».... Έκανε κύκλους ο Παπάς` κι έκλεγε η ψυχή του` κι ήταν τα μάγουλά του ωχρά και ρουφηγμένα εντελώς` κι είχε και δυο τεράστια μάτια μελιά, χαμένα, ποιος και να το ’ξερε να μας το πει, πίσω απ’ το ανύπαρκτο, λόγω συνήθως της νηστείας, λίπος; η μέσα τρυπωμένα ασφυκτικά, στο φρενιασμένο πάθος του, για τη θυσία του θεού, που οι άνομοι Εβραίοι - οι όποιοι Εβραίοι - περιχαρείς τον κρέμαγαν, γι’ άλλη ακόμη μια φορά, αιώνια καταδικασμένο; Ότι κι αν είχανε τα μάτια του Καλλίνικου, έμοιαζαν πεταμένα έξω απ’ τις άδειες κόγχες, λες κι ατενίζανε μπροστά, πιο πέρα απ’ τον Εσταυρωμένο, ένα καινούργιο Γολγοθά` ένα κρανίου τόπο, που πάνω του ανηφόριζαν όλοι οι συντοπίτες του, σαν πρόβατα επί σφαγή. Τριγύρω απ’ το λαό, έβλεπε ο Καλλίνικος τους ίδιους τους εχθρούς` πάντα οι ίδιοι εχθροί αμετανόητοι στην Ιστορία, ετοίμαζαν και πάλι πικρά καρφιά, για άλλη ακόμα μια φορά, πάνοπλοι ετούτοι κι έτοιμοι, μ’ αυτά όλους εκείνους να Σταυρώσουν.
Δεν άργησε να φτάσει το πρώτο το κακό. Ήταν μεσημέρι` και κάναμε κουράγιο, για να κυλήσει ήσυχα εκείνο τ’ άσχημα, από τους Γερμανούς, σημαδεμένο Πάσχα.
Το’ να κακό, στ’ άλλο κακό. Και το μεγάλο το κακό, έφτασε και μας βρήκε ανέτοιμους να τρώμε οι τρισάθλιοι, περίλυποι, γύρω απ’ το λιτό τραπέζι, της πιο απαίσιας Λαμπρής στα τελευταία χρόνια. Δίχως αυγά` κι έστω, όπως συνήθως πιο παλιά, ένα κομμάτι αρνί στη σούβλα, όλοι μας κάναμε κουράγιο, να κατεβάσουμε καμιά μπουκιά Χριστόψωμου και λίγη μαγειρίτσα.
- Φάε, πατέρα... Δεν πεινάς;
- Λίγο κρασί, βάλε μου Φρόσω να χαρείς... Χμ. Να.. Να πάνε παρακάτω οι πίκρες, οι πίκρες οι μαγκούφες.
- Χριστός Ανέστη, άντρα μου.
- Ας είναι, αληθώς Ανέστη. Κάνε το θαύμα Παναγιά μου.
- Ανάσταση... Ανάσταση, Θεέ μου.
Ανάσταση` κι όμως το αιώνιο κακό, μέσα κι απ’ έξω να ενεδρεύει.
- Χριστός Ανέστη, Βάσω μου. Κι εσείς οι υπόλοιποι, Χριστός Ανέστη. Χριστός Ανέστη, γι’ όλους μας και γι’ όλους τους ανθρώπους.
- Χριστός Ανέστη!... Ανάσταση! Άστε τα λόγια, επιτέλους! Τι περιμένετε να ’ρθει! Για ποιά Ανάσταση μιλάτε! Τι περιμένετε, δεν βλέπετε όπου και να’ ναι μπαίνουνε οι Γερμανοί. Αλλά και πέρα κι απ’ αυτό, πότε σας καταδέχτηκε η Ανάσταση εδώ μέσα;
- Σκάσε μωρή. Φάε το φαί σου. Μη μιλάς. Φιρί, φιρί το πας να μας πικράνεις παραπάνω. Μην της μιλήσεις Μάρκο μου, η Ανάσταση θα ’ρθει...
- Γυναίκα... Έστειλες, όπως σου το’ πα απ’ το πρωί, στην έρμη την ξαδέρφη μου, τη Ρόζα, μαγειρίτσα;
- Έστειλα, Μάρκο μου. Την πήγε η Ελένη το πρωί… τη πήγε η γρουσούζα, μία γαβάθα ξέχειλη στο σπίτι των Βουρλάδων` και μία και ψωμί, στον άντρα της τον Παύλο, που’ ναι μαγκούφης, μοναχός τέτοια χρονιάρα μέρα. Αλίμονο στο παλικάρι.
- Σταμάτα μάνα κι αϊ, πια! Βούλωστο επιτέλους! Κι άσε τις άσχημες μπηχτές! Μία σταλιά φαί κι από τη μύτη προσπαθείς, σαν το σκυλί, να μου το βγάλεις. .. Ο άντρας μου! Ποιός άντρας μου... Να ’τανε κι άντρας, τέλος πάντων...
- Σκάσε, μωρή κακούργα! Εσύ, δεν τον εδιάλεξες; Σκάσε, ξετσίπωτη, ελεεινή! Δύο παιδιά έχεις μαζί του καμωμένα. Βούλωστο. Δεν το βλέπεις; Σ’ ακούει και η Κλειώ.
- Βάσω! Μην της μιλάς, γιατί έτσι μου ’ρχεται, μα το Σταυρό, να τηνε καμακώσω!
- Τράβα μωρή, αν έχεις αποφάει... Άντε, και τράβα στα τσακίδια... Μέρα χρονιάρα σήμερα.
- Θα φύγω, αλλά για άλλη ακόμη μια φορά θα σας τα πω, να ξεθυμάνω. Και βάλτε τα καλά στο νου σας, αυτά που θα σας πω. Ότι σας λέω, τα λέω και τα πιστεύω. Ο Αλέξης, ότι κι αν θέλετε να λέτε, είναι παιδί του Μπάμπη. Ο Παύλος ξόφλησε για με, και μη με χολοσκάτε κάνοντας πως δεν ξέρετε. Τέλειωσε πια. Άμα χωρίσω, θα ’ρθει κι η ώρα αυτή, θα παντρευτώ τον Μπάμπη. Πάρτε το είδηση, τον αγαπάω και μ’ αγαπάει κι αυτός. Εξάλλου, τι σας πέρασε; Κι ο Παύλος συμφωνεί. Μη το ξεχνάτε, αυτός, το ξέρετε, τον έμπασε στο σπίτι.
- Άντε στο διάολο, από εδώ. Στο διάολο, ξεδιάντροπη. Πάει ξεφτιλίσθηκα. Ρεζίλι μ’ έχεις κάνει, σ’ όλη τη γειτονιά και σ’ όλο το παζάρι.
- Άστο νε Μάρκο το σουγιά… και δώσε τόπο στην οργή... Ασ’ τονε μάτια μου... Εσύ είσαι μυαλωμένος... Ας’ τονε... κι άσε κι αυτή τη βρώμα, να πάει στα κομμάτια. Να πάει, να ξεκουμπιστεί, τέτοια χρονιάρα μέρα... Θεός υπάρχει` και μας βλέπει....Εμείς δεν κάναμε κακό.... Μην κλαις Κλειώ, παιδί μου. Σάλεψε το μυαλό, της άμοιρης, της κόρης μου! Μα όπως έστρωσε θα κοιμηθεί… και η Ανάσταση θα έρθει.
Ανάσταση! Ποιά Ανάσταση να έρθει; Ποιά Ανάσταση να έρθει, σ’ αυτούς που έτσι μέσα τους, μα και απ’ έξω τους, τόσο ασφυκτικά ήτανε στριμωγμένοι!
- Ανάσταση...... ποια Ανάσταση;
- Σειρήνες, φυλαχτείτε... Πρόλαβε κι είπε ο Βουρλάς` και σώπασε για πάντα, μέσα στο θόρυβο και μέσα στον ορυμαγδό.
Ο Μάρκος ο Βουρλάς, παιδί του Νώντα του Βουρλά, δισέγγονο του καπετάνιου` ο Μήλειος ο Τσιρίκασης, παλιός κομμουνιστής, κι η νέα η γυναίκα του, κι η κόρη του μαζί, έγιναν σκόνη απ’ τις μπόμπες, πάνω που έτρωγαν οι Χριστιανοί. Το ίδιο παρακάτω, η Άννα του Κανένια, ο Φώτης ο μουγκός κι άλλοι περίπου δεκατρείς νομάτοι, της γκρεμισμένης γρήγορα και τόσο ξαφνικά, σ’ αποκαΐδια μέσα βουλιαγμένης γειτονιάς μας. Την ίδια εκείνη τη στιγμή, καταμεσής στο πέλαγο, βούλιαξε χτυπημένος, πανέμορφος ο Αμβρακικός, μ’ όλο το πλήρωμά του.
Ύστερα από λίγες μέρες μπήκαν στην πόλη μας κατακτητές οι Γερμανοί, κι από κοντά, θεατρίνοι φουσκωμένοι, οι φασίστες Ιταλοί.
Πόσο μας πόνεσε αυτό, εκείνο τον καιρό! Πόσο μας πόνεσε, τις πρώτες μέρες, όλη η παράσταση η φοβερή, εκείνη που επίτηδες την δίνανε αυτοί, για να μας πάρουν τον αέρα. Οι Γερμανοί με αγριοφωνάρες και σφιχτή, ανεξιχνίαστη την όψη, πίσω απ’ τα κωμικά μακάβριά τους κράνη. Κι οι άλλοι οι Ιταλοί, ξεφτίδια πραιτοριανών, προπάντων κωμικοί με τα λοφία τους, από πολύχρωμα φτερά - πόσα κοκόρια, τάχα είχαν μαδήσει οι χριστιανοί; - και με τους ύπουλους, μες στη δειλία τους, γι’ αυτό και πιο επικίνδυνους, για μας συλλογισμούς.
Μπρος στην εμφάνισή τους, απ’ την αρχή, η σαστιμάρα μας ήταν κοινή` κι ο φόβος μας κοινός. O φόβος μας, αυτός, που μέχρι σήμερα μπορεί θαμπά να φαίνεται ακόμη. Και μάλιστα βαθύτερα αν κι έτσι σκουριασμένος, αλίμονο μέχρι τα τώρα υπάρχει στην ουσία, ακόμη κι αν δεν διακρίνεται καλά, καλά. Υπάρχει ναι, υπάρχει` ακόμη κι αν, από τα τότε τόσα και τόσα έχουν ξεχαστεί, μέσα στο χρόνο που’ χει φύγει, κι έστω και αν από τα τότε πια, δεν τον θυμότανε κανείς τον Φρίτς, τον Γκίντερ και τον Μπρούνο` ή τέλος πάντων, έστω κι αν τώρα μες στην πόλη μας έχουν ξαναχτιστεί άνθρωποι και χαλάσματα, όλα και πάλι απ’ την αρχή.
Ο φόβος τότε μέσα μας δεν ήταν ένστικτο, που’ χε αιτία κι αφορμή την αγωνία μας, για όποια θα χάναμε ακριβά` γι’ αυτά, που πράγματι τα βλέπαμε διαρκώς, με μια τυφλή μανία, μέσα απ’ τα χέρια μας να τα αρπάζει άπληστος, ένας ληστής εχθρός.
Τότε ο φόβος μας αυτός ήταν, όχι η επιφάνεια, μα η σχιζοφρένεια του εχθρού` εκείνη η άτεγκτη, η απόλυτη, η στείρα, η πειθαρχημένη πειθαρχία, - μέχρι τα όρια της τρέλας των ανθρώπων, - που έφτανε αξιολύπητα, ασφυκτικά, μέχρι και μες στον έρωτα να τους γεμίζει, αλίμονο με μοναξιά, μια και επέτρεπε μονάχα, για λόγους άκουσον, άκουσε εθνικούς, τον πιο επικίνδυνο αυνανισμό, σαν όπλο σωτηρίας, μπας και χαθεί αλλιώς πως, η καθαρότητα της Άριας φυλής τους.
Βέβαια στην αρχή ο φόβος μας εκείνος, συνέχεια ανεβαίνοντας μέρα με την ημέρα` και μέσα απ’ τη καταστολή, που επέβαλε σε μας η μεταφυσική ετούτη η πειθαρχία` και πάνω διαρκώς κι απ’ τα χειρότερα κακά, που ο διεστραμμένος νους, κατ’ εξοχήν των Γερμανών, απεργαζότανε για μας, έφθανε ακόμη πιο ψηλά τούτος ο φόβος όλων μας, στ’ αποκορύφωμα του τρόμου. Τον τρόμο προκαλούσανε κι οι δυο μαζί οι εχτροί. Κι ή δόλια η ψυχή μας, όπου κι αν σήκωνε το βλέμμα, ολοένα ανηφορίζοντας, παντού σχεδόν εκλιπαρώντας έστω ελπίδα μόνο, τίποτα άλλο εμπρός της δεν έβλεπε και δεν περίμενε να βρει, παρά θρασύ και ποταπό το βλέμμα των εχτρών, κι όλα τ’ αποτελέσματα αυτά τα τωρινά, που με καλπάζοντες ρυθμούς σώριαζαν νύχτα μέρα, όπως ο σίφουνας πάνω στα ερείπιά μας, χιλιάδες επί πλέον, άγνωστες μέχρι αυτή την εποχή αδίσταχτες ανάγκες μας. Ανάγκες της ζωής μας, ετούτης της αλλιώτικης ζωής` που τώρα καθαρά μπλοκαρισμένη αυτή, απ’ αυτές, κάθε στιγμή που πέρναγε, το ’δειχνε πως την κάνανε όλο και δυσκολότερη τη πάλη της, για να σωθεί` κάθε λεπτό και κάθε μέρα για να επιπλεύσει, να αναπνεύσει αέρα, να μην πνιγεί, εκεί που την σπρώχνανε ανάγκες και εχθροί, μες στα ατέλειωτα εκείνα τα σκοτάδια, της μαύρης κατοχής.
Στο τέλος, τέλος όλα αυτά, ανάγκες και εχθροί, κι όσα κακά αυτοί πότισαν, πέντε περίπου χρόνια, ψυχή και σώμα των Λαών, άφησαν ανεξίτηλο, βιωματικό πιστεύω και για πολλές γενιές, στη μνήμη μας τον φόβο.
Έτσι, όταν καμιά φορά και τώρα ακόμη πια, πολλοί δοκιμασμένοι θυμούνται έντρομοι, μ’ αηδία, το Άουσβιτς, το Μπέλσεν` ή όταν, άλλοι αδοκίμαστοι και αδιάφοροι πολλοί, απ’ τους σημερινούς, τώρα στο πέρασμα του χρόνου μιλούν ξεθυμασμένα, για κρεματόρια ή και για εβραίικο σαπούνι` εγώ αναριγώ και πάλι, ίδια και τώρα και φοβάμαι. Και νοιώθω ναι, και τώρα ακόμη πια, σαν σε εφιάλτη ζωντανό, ένα ξανθό ασπριδερό, γεμάτο νεύρα χέρι, να μου πιέζει το λαιμό` ενώ πιο πίσω του, πράμα αστείο θα ’λεγα, παράξενα, χειρότερα και σήμερα ακόμη, ξανά κι όλο ξανά την αντιμετωπίζω, μπλοκαρισμένος λες, όλη εκείνη τη μακάβρια απειλή` πού 'ρχεται μες το μυαλό μου συνεχώς, σα να’ ναι ρεύμα ηλεκτρικό, πάνω απ’ τον το τοίχο εκεί, τ’ αρχοντικού του καπετάν Δικούπη.
Κείνη την απειλή, ίδια την έβλεπα και τότε, τότε που ήμουνα παιδί, ν’ αποτυπώνεται αμετάφραστη και πάλι πάνω στους τοίχους του σπιτιού του καπετάν Δικούπη, με μαύρα γράμματα, σε τύπο Γοτθικό, με αυστηρότητα γραμμένη. Μισό κρυμμένη τώρα εκείνη η λέξη η φοβερή, τι κι αν περάσαν τόσα χρόνια` κι όμως διαβάζεται καλά, κάπου στο γκρεμισμένο πια τ’ αρχοντικό, ανάμεσα απ’ τ’ αγριόχορτα και τις αθημωνιές, απ’ άγριο σιτάρι. Μαύρη κατράμι ήταν και είναι ακόμη η απειλή. Και να’ τη που διακρίνεται πεισματικά, μέχρι και τώρα ακόμη, μ’ όλο το μύθο το φριχτό, που άρπαξε μέσα στα σάπια δόντια της, απ’ το κακό το χρόνο. Ενθύμιο τυραννίας, στον τοίχο αλαζονική, αγκιστρωμένη μέσα σ’ αυτή την άγρια και τη μοναδική, από ανθρώπων χέρι, επιγραφή. Δαιμονικό του τρόμου και της διάλυσης, λες έργο και δημιούργημα, ετούτη η γοτθική η λέξη` που έτσι μόνο και μόνο για το φόβο μας, μάγοι του τρόμου ως ήταν, θα γράφανε ιδιαίτερα ψυχροί, μοναδικοί βασανιστές σωμάτων και ψυχών, πανούργοι οι Γερμανοί, για να μας μωλαϊμήσουν.. KOMMADATYR …. Πίσω απ’ αυτή, για να μας γονατίσουν!
Ποτέ ξανά ο λαός αυτός, τόσο σοφός κατά τα άλλα, για το καλό όλης της ανθρωπότητας, δεν πρέπει να βρεθεί σε τέτοια, σαν του 30, την απελπισία. Μέσα από τέτοιες καταστάσεις, οι Γερμανοί τ’ απέδειξαν τρανά, το πόσο είναι δυνατόν να γίνουν επικίνδυνοι, όταν τους λείψει η ψυχραιμία. Άγοντας ή αγόμενοι, σαν στριμωχτούν - και πάντα είναι δυνατό αυτό - ίδιοι σατανικά, μοιάζουν στ’ αποτελέσματα, με παντοδύναμα, ανώριμα κι ηλίθια παιδία.

το sync προφίλ μου
το sync προφίλ μου