Friday, March 30, 2007

Από την ενότητα η Σταύρωση



Cimabue



.. Απόσπασμα από το βιβλίο του Άγγελου Κότσαρη
Επιστροφή στο Αρχοντικό του Κρόνου.



Τμήμα από την Guernica
Picasso


…Ναι, τότε στην κατοχή, φοβήθηκαν οι ανθρώποι! Φοβήθηκαν τους Γερμανούς!

( Quiz) Ποιος θυμίζει ποιόν!
Και οι δύο ποια ψυχολογική διαταραχή;



Paranoia Visage – Dali



Η Αλληγορία και το καμουφλάζ της φρίκης
Στολες ss




Dali


Κι αν είναι αλήθεια σήμερα πως όταν τα ξαναγυρίζω στη μνήμη μου, όλα εκείνα τα παλιά, εκείνα που συνέβηκαν κατά τα χρόνια της Γερμανικής κατοχής, πραγματικά δεν αλαφιάζομαι το ίδιο όπως τότε, εν τούτοις και τώρα ακόμη βλέπω τ’ ότι οι εικόνες οι παλιές, δίχως να σβήνουν μέσα μου, μένουν το ίδιο ζωντανές, το ίδιο υπαρκτές μέσα στις μνήμες μου τις τρομαγμένες!

Έγινε το 1940 περίπου! Μήπως σας θυμίζει κάτι απ’ αυτά που βλέπουν σήμερα τα παιδιά σας;


Οι Σούπερμαν του Γου Ράιχ!


Κι είναι στιγμές επίσης, ύστερα κι από τόσα χρόνια, που μες στον ύπνο μου συμβαίνει να ξανανοιώθω μέσα μου βαθειά, αβάσταχτη την πίεση κείνης της εποχής, μέχρι που για να λυτρωθώ απ’ τους παλιούς τους φόβους μου κι απαλλαγμένος να ‘βγω απ’ την παράκρουση των αναμνήσεων αυτών, μέσα στους εφιάλτες μου ’ρχεται πάλι να φωνάξω…


Endvard muntch
Κραυγή


Κι ίσως φωνάζω αληθινά πάλι και πάλι απ’ την αρχή, τα ίδια όπως τότε. Τότε που ήμουνα παιδί. Τότε που καταλάβαινα, περσότερα απ’ τους Γερμανούς, τι πάει να πει να νοιώθεις άνθρωπος ηττημένος, άνθρωπος περιφρονημένος, άνθρωπος που η μοίρα του κρεμιέται από μια κλωστή μέσα στ’ ανήθικα τα χέρια του ξένου, του κατακτητή... «Μπόκι...Μπόκι... χυλό... Πεινάω…»

Λιμοκτονία στην Αθήνα του 41



Κι υπάρχουν κι άλλοι πιο φρικτοί στον ύπνο μου εφιάλτες, που πάλι θέλω να ουρλιάξω, …. όταν ξανάρχεται στα μάτια μου η εικόνα, που όντας παιδί ακόμη, βλέπω για πρώτη μου φορά άνθρωπο να πεθαίνει απ’ τα κλαδιά κάποιας μουριάς άσπλαχνα κρεμασμένο!

Απαγχονισμός 1944
Συγνώμη για τη μνήμη της Ιστορικής φρίκης είναι χρήσιμη, αν και η φρίκη που μας σερβίρεται καθημερινά και άχρηστη είναι και φρίκη σκουπιδιάρικη!


… «Ο Γιάννης….Ο Γιάννης της θείας Φανής»... Τον κρέμασαν οι ηλίθιοι, μόνο και μόνο επειδή ήτανε λέει βλαμμένος... Δεν θέλησαν ούτε στιγμή να καταλάβουν, τόσο αλαζόνες που ’τανε, ότι κι ο έρωτας, κι όχι η ταπείνωση μονάχα, κάνει τον άνθρωπο θηρίο.

Francoise-Picasso


Κι αν συνδυαστούν χειρότερα στον ίδιο άνθρωπο τα παραπάνω δυο, τον κάνουν μακελάρη. Δεν θέλησαν να καταλάβουν την πιο χειρότερη και πιο ευκολονόητη, απ’ όλες τους τις άλλες, ουτοπία, τ’ ότι ο άνθρωπος δεν γίνεται καλύτερος ποτέ μέσα απ’ τη βία!
Delacroix- Η Σφαγή της Χίου


Μα βέβαια τι τα θέλετε; ο φόβος μας, σαν τον σκαλίζω τώρα, δεν ήτανε μονάχα αυτοί, καθεαυτοί, οι Γερμανοί. Οι φάτσες τους, στη μνήμη μου, με κάτι παιδικό, ήταν βαθειά ανίσχυρες` κι είχαν στην έκφρασή τους κάτι παράξενο, αλλιώτικο μπορεί, μα εν τέλει όλως διόλου κωμικό. Ο φόβος μας ο περισσότερος ήτανε τότε, το θυμάμαι, εκείνο το ξερό, το τάκα...τάκα.. τουκ...

Το τάκα… τάκα.. τουκ, που βάραγε μοναχικά μες στο σκοτάδι, η μπότα τους μαζί και τα καρφιά της, ως κι η αλυσίδα η χοντρή η κρεμασμένη στο λαιμό τους της ασημιάς ταυτότητάς τους, σαν πέρναγε, λίγο προτού νυχτώσει, στην απαγόρευση της αραιής έτσι κι αλλιώς κυκλοφορίας, βαρύγδουπη η σιδερόφραχτη φρουρά της ελεεινής τους της Γκεστάπο.
Ναι. Ο φόβος μας σαφώς ήταν εκείνο καθαρά το φρικαλέο τάκα.. τάκα.. τουκ` που άφηναν, μες στην πορεία τους και πίσω μες την νύχτα, οι άγρυπνοι στρατιώτες. Στρατιώτες ήτανε αυτοί, ή αληθινοί βρικόλακες της μέρας και της νύχτας; Πάντως, ότι κι αν ήτανε, την νύχτα μες την πόλη, οι αφορισμένοι εκείνοι έμοιαζαν, σαν μια ομάδα καταδίκων, μες σε στρατόπεδο θανάτου.

Γερμανός Στρατιώτης 1940


Γερμανοί στρατιώτες 1940
Τότε σε τι ωφέλησαν την Ανθρωπότητα!


Καταραμένοι εσαεί, τρόφιμοι να ’ναι εγκλωβισμένοι σ’ εκείνη, την περιβόητη φρουρά των άδικων κι όλων των πιο μοναχικών, μέσα στο κόσμο όλο, ανθρώπων. Πόση ελάχιστη η μνήμη αυτού, που μένει μες το χρόνο αιώνια κακό;

Picasso


Ανάριες, σαν κατακάθι ενός πικρόγλυκου καφέ, μες στην ψυχή, οι εικόνες. Το μπλόκο` κι εκείνη η συντροφιά μες στην αυγή, με τις σπασμένες, γυάλινες φωνές, που μόλις φτάνουν δυστυχώς και τώρα να αυλακώσουνε, σχεδόν ανεπαισθήτως, τα τύμπανα της ακοής και τη λαχτάρα θύμησης, που λίγο- λίγο ξεθυμαίνει.

Γερμανικό Μπλόκο


- Αλτ... Αλτ... Παπίρεν... παπίρεν.. Αλτ... Αλτ...
Ήτανε του Αϊ-Λιά. Κι εκεί, απάνω στο Ζυγό, το ερημικό ξωκλήσι του υψιπετή προφήτη, στο βράχο δίπλα απ’ τα νταμάρια, τάμα της πίστης τους νοσταλγικό, της γειτονιάς μας οι γυναίκες, το’ χανε κάθε χρόνο, τη μέρα της γιορτής του, ν’ ανάβουν τα καντήλια. Και εκεί, γύρω απ’ τον Άγιο, το πρωινό, δίχως να λογαριάζει ανθρώπους κι εποχές, σαν ν’ άναβε χλωμή φωτιά, μέσα στην άχλη της δροσιάς, ολόγυρα, παντού κατάσαρκα στο λόφο του προφήτη.

Εξωκκλήσι Αϊ Λιας
Μεσολογγίου


Οι μυγδαλιές στους πρόποδες, πράσινες, σκούρες και μαβιές, σε μια σειρά πλούσιας βλάστησης, τέτοια εποχή, της φύσης, ανέβαιναν μυρωδικά, λοξοπατώντας τον γκρεμό, μέχρι την πόρτα, απ’ έξω, τ’ απρόσιτου Αγίου.

Περιοχή Αϊ Λιά.


Τ’ αγνάντευες μοναχικό εκείνο το εκκλησάκι` κι από τα χαμηλά, λες και έπλεε από μακριά, λευκό σαν περιστέρι, μες στο γαλάζιο τ’ ουρανού. Κι αμέσως σκίρταγε όλο λαχτάρα, σαν του παιδιού, η ψυχή, να πας και να καθίσεις πάνω στις γκρίζες πλάκες των πεζουλιών του ολόγυρα, και κάτω απ’ την πυκνή, τη δροσερή ισκιάδα, που άφηναν απλόχωρα, δυο-τρεις, - γύρευε πώς να φύτρωσαν εκεί; - αγραπηδιές.

Σήμερα η αγραπιδιά υπάρχει.
Ο Αϊ Λιάς όμως!



- Το στανιό τους, τα γουρούνια... Πάση θυσία, πρέπει να το περάσουμε το μπλόκο.
- Κάτσε στ’ αυγά σου, λέω εγώ, θεόμουρλη γυναίκα... Εκτός κι αν όλες μαζί έχετε παλαβώσει!
- Να μην ανάψουμε καντήλια! .. Μέρα που ξημερώνει... Στη χάρη του Αγίου;
- Εγώ δεν λέω... Αλλά να, η Κυρά-Κλεονίκη, η Σπυριδούλα του Παπά και η Κυρά-Γιώργαινα η Ελένη, μαζέψαμε ένα μπουκάλι λάδι.
- Μωρ’ κόψτε το λαιμό σας... Αν ζουρλαθήκατε εσύ κι η αδερφή σου... πάντως, μην πάρτε το παιδί, το θέλω εδώ όλη τη μέρα αύριο.
Δεν έμεινα` κι έχασα έτσι, από χεριού, την ευκαιρία που’ χα, να μάθω απ’ τον πατέρα μου, τι ήτανε μες στην καρδιά του κείνο, το τόσο το σπουδαίο αυτή τη μέρα τη μεγάλη, που τον οδήγησε το σούρουπο, βιαστικός να φύγει απάνω στο βουνό, αφήνοντάς μας για καιρό, στο έλεος του θεού και των φτωχών γειτόνων. Πάντως, μαθεύτηκε την άλλη μέρα, από κρυφόλογα στη γειτονιά, πως κι άλλοι, οι πιο πολλοί αγράμματοι και φουκαράδες βέβαια, ψαράδες και κολίγοι, όμως λεβέντες στην ουσία, με αρχηγό τον Γιώργη τον Καμπούρη, πήραν με όπλα τα βουνά, κατά τα μέρη της Συβίστας.


Αντάρτες στα βουνά της Κρήτης



- Αλτ... Αλτ... Παπίρεν... παπίρεν...
- Σιγά... σιγά... Άμα περάσουμε κείνο το συρματόπλεγμα, κρυμμένες στο λιοστάσι, δεν θα μας δουν μέσα στο θάμπαμα` και θα περάσουμε, γαμώτο!
- Αλτ... Αλτ... Άχτουγκ... Άχτουγκ... βροχή σφυρίζοντας οι σφαίρες, ακούγονταν να ξεγλιστρούνε ευτυχώς, όλο μανία, πλάι μας.
- Δόξα σοι ο θεός...ξεφύγαμε... Καλά σας τα ’λεγα εγώ. .
- Μεγάλη η χάρη σου Αϊ-Λιά μου, εσύ βοήθησες ν’ αρθούμε. Κύριε ελέησαν... Κύριε ελέησον....
- Τη υπερμάχω, χριστιανή μου.. τη υπερμάχω.. λένε…Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια.....

Η Παρθένος Γουαδαλούπης- Dali


Και το εκκλησάκι σκοτεινό, φωτίστηκε σιγά, σιγά, απ’ τα κεριά, και μοσχοβόλησε απ’ το λιβάνι. Τόσο πολύ γλυκό το φως, μες στη μικρή βασιλική, που οι φλόγες στ’ άρμα του προφήτη φάνταζαν ροζαλιές, αντί του ζωηρού του κόκκινου, που θα περίμενε κανείς. Όμως δεν αποκλείεται βεβαίως, τον ίδιο ρόλο και σ’ αυτό το τελικό αποτέλεσμα, να είχε παίξει εδώ, όχι το φως μες το ναό, αλλά η ιδιόμορφη ιστορικά ευαισθησία του ζωγράφου, του Τάσου του Μαντά, να βλέπει δηλαδή ο αθεόφοβος ζωγράφος, το αντικείμενο της τέχνης του, όχι όπως φαινότανε αληθινά, αλλά όπως απρόβλεπτες οι φυσικές του αδυναμίες θέλανε να το βλέπουν. Δεν αποκλείεται λοιπόν απλοϊκά ο ζωγράφος, την ώρα που ζωγράφιζε γεμάτος σκέψεις την φωτιά, να στέκονταν διστακτικός στο αν έπρεπε, - όπως και έπρεπε βεβαίως να τις τονίσει,- ή δειλιασμένος ν’ αμφέβαλε για το αν πράγματι τις τόνιζε, όπως και έπρεπε τις φλόγες, μήπως και τον παρεξηγούσαν οι θεοσεβείς πιστοί και νοιώθανε αποτροπή, από το φόβο μήπως απ’ την πολλή του χρώματος του την πυρά αρπάξουν και καούν τα πόδια του αγίου. Γι’ αυτό γνοιασμένος τελικά, το πήρε μια κι απόφαση, πιότερο κι απ’ τα ανόητο, να τ’ ατονήσει τ’ άναμμα εκείνης της φωτιάς, κι έτσι παρ’ όλη την πραγματική, μεγάλη έντασή της, μια κι ήταν θεϊκή, με τρόπο ανορθόδοξο, - αν κι άλλο ήτανε, απ’ το σωστό, το χρέος του να κάνει - στο τέλος την απέδωσε, με χρώμα ροζαλί.

Προφήτης Ηλίας- Μονή Σινά


Ω τι χαρά το πρωινό! Τι ξεγνοιασιά τα καλαμπούρια! Τόσα πολλά για τον Μαντά` και άλλα τόσα γι’ όλους, τους λίγο πιο παράξενους, απ’ τους γειτόνους μας στην πόλη.
Μακριά απ’ τον κόσμο, μες στη φύση, με τους αχούς, το σάλαγο, με τ’ αεράκι του βουνού, τ’ απέριττο το κολατσιό` και πιο πολύ ακόμη, μ’ όλο το δροσοστάλαχτο, κείνο το ανάλαφρο το κέφι των αφημένων, ξένοιαστων γυναικών` που σαν βρεθούν πολλές μαζί, εύκολα γίνονται παιδιά` κι εύκολα λησμονάνε την τραγικότητα και της δικής τους της ζωής και την υπόλοιπη των άλλων.
- Ω! που να σκάσεις Μήτσαινα, μ’ έκανες να κατουρηθώ, απ’ τα πολλά τα γέλια.

Δεσποινίδες της Αβινιόν - Picasso

- Π’ ανάθεμά σε Ανδριάνα! .. Έτσι λοιπόν ο γέρο ταρνανάς... παίξτονε... παίξτονε παιδί μου... γέλαγε κι όλο γέλαγε ξεκαρδισμένη η Στέλλα.
- Ναι. Καθισμένος στο ντιβάνι, όπως τον ξέρετε παχύ, γέρος και κοιλαράς, με παπιγιόν, μονόκλ και το ρεμπούμπλικο στο χέρι, κατουρημένο το βρακί, φώναζε όλο τρέμουλο ο αθεόφοβος, ο γέρος, στο σαστισμένο το Λενιώ.... «Έλα παιδί μου, παίξτονε.. παίξτονε... παίξτονε.... Κι έχω εδώ εγώ, για σε, ένα τσουβάλι λίρες»....


Bougeureau

Τα τζίφια του ο τσιφούτης, τίποτα περισσότερο, απ’ τα μαγαρισμένα, τα βρώμικα απ’ αυτά του.
Και να, καινούργιες ιστορίες` κι όλα αργά, αργά, όλα τα άπλυτα στη φόρα. Και να καινούργια χάχανα, και το νερό να τρέχει. Και να, κι ύστερα από λίγο, και τραγουδάκια ερωτικά με γλάρωμα στο μάτι .... «Θα σε πάρω να φύγουμε, σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη».... κι αποκαλύψεις ξεφτισμένες μνήμης, κι εύκολων πόθων της ζωής, κι όνειρα ωραία, ανέξοδα, φθηνά, απ’ έξω απ’ το ξωκλήσι. Και ξέδομα λυτρωτικό, κι απόλυτη γαλήνη, μπρος απ’ τα μάτια του Αγίου. Πόσο ωραίος Άγιος ήτανε πάντα αυτός; Προ πάντων, πόση υπομονή, τόσο σοφός, είχε με τους ανθρώπους;

Προφήτης Ηλίας- Μονή Σινά

Μα όλα αυτά κρατούσανε, μέχρι κοντά το σούρουπο` γιατί από εκεί και πέρα, ο μικροπανικός, η αγωνία εκ νέου κι ο φόβος της επιστροφής, επισκιάζανε γοργά κείνη την εποχή, κάθε καλή διάθεσή μας.

Tuesday, March 13, 2007

Κεραμικός
Κεραμικός


Κεραμικός

Κεραμικός
Dali


Το σουλατσάρισμα ενός ανοϊκού
στο χώρο του Κεραμικού
Ιούλης του 36
Self portrait. Van Gogh

Η μεταμόρφωση αυτή, του Ηλία Λιναρδάτου, ήρθε σιγά, σιγά, περίπου ανεπαίσθητα. Μάλιστα στην αρχή και για διάστημα μεγάλο η μόνη αλλαγή που διαφάνηκε αμυδρά στο κοντινό του περιβάλλον -και που όμως τους δικούς του, τότε ακριβώς, καθόλου δεν τους ξάφνιασε,- ήταν μια πρωτοεμφανιζόμενη μα ελαφρότατη αφηρημάδα, που εύκολα απ’ αυτούς αργά, αργά αποδόθηκε στα παρεπόμενα της ηλικίας και συνεπώς, κι ως απ’ αυτό, όχι μεγάλης σημασίας σα γεγονός ανθρώπινο και μάλιστα αναπόφευκτα αναμενόμενο κι υποφερτό.
Έτσι για σπίρτα πήγαινε κάποια φορά στην αγορά ο Ηλίας Λιναρδάτος, μα όταν γύριζε στο σπίτι έφερνε στη Νασρίν αχρείαστα βελόνια, δίχως για αυτό το λάθος του, ο ίδιος οπωσδήποτε να το μπορεί να δώσει, σ’ όσους αν τύχαινε να τον ρωτήσουν, καμιά εξήγηση παραδεκτή. Κι ενώ από παλιά ποτέ του δεν συνήθιζε να χάνεται έξω απ’ το σπίτι του, περιδιαβάζοντας αφηρημένος στις κοντινές τις γύρω γειτονιές, τότε ακριβώς κι αργότερα, δίχως κανένας να το ξέρει, πολλές φορές τα πρωινά μέχρι αργά το μεσημέρι, περίεργα εντελώς, τρύπωνε κι άφαντος για όλους εξαφανιζόταν συχνά μες στους περιφραγμένους με συρματόπλεγμα έρημους χώρους των πολλών γύρω απ’ το σπίτι του αρχαιοτήτων.
Dali

Πολλές φορές η Βιργινία, η κόρη του η καημένη, αφού προηγουμένως και μάλιστα τυχαία έφθασε κι ανακάλυψε τη νέα αυτή του την συνήθεια, τσουρουφλισμένο απ’ τον ήλιο τελικά και εντελώς αλαλιασμένο με λύπη τον τραβούσε, γυρίζοντας τον σπίτι, πότε απ’ την αρχαία αγορά και πότε μέσα απ’ το νεκροταφείο του κοντινότερου Κεραμικού.
Προσωπική φωτογραφία

- Καλά μωρέ πατέρα, απ’ το πρωί χαμένος εδώ μέσα και μες στον ήλιο μέχρι τώρα, ντάλα περίπου μεσημέρι, για το Θεό πραγματικά θα ήθελα να μάθω καθόλου δεν μπεζέρισες; Ανησυχήσαμε στο σπίτι κι όλοι σε ψάχνουνε στο γιουσουρούμ, αλλά ευτυχώς συνηθισμένη από παλιά μονάχα εγώ κατάλαβα, όπως και πριν και τώρα, πως εδώ μέσα σίγουρα ξανά θα ’σαι χαμένος μέσα στη ζέστη άνθρωπέ μου! Αλλά για το θεό και πάλι, τι θες μεσημεριάτικα μέσα εδώ στον ήλιο και μες σ’ τ’ αρχαία μνήματα, μέσα στην ξεραΐλα και μες στην ερημιά; Ο κήπος μας στο σπίτι, αν και πραγματικά δεν είναι κήπος όμορφος, όπως εκείνος που ’χαμε παλιά στο κτήμα μας στο Μπαϊρακλί,
Μπαϊρακλί

έχει τουλάχιστον σκιά κι είναι στ’ αλήθεια δροσερός. Μπορεί να είναι πράγματι από το φως κλεισμένος κάτω απ’ τις δυο βαθύσκιωτες άκαρπες αγριοσυκιές και τα ψηλά βρωμόδεντρα, όπως τα λες συχνά, που κι αν και δεν είναι όμορφα χρήσιμα εν τούτοις φαίνονται να ‘ναι με την παχιά σκιά τους στις ζέστες του Ιούλη. Μάλιστα, πέρα από τις άλλες σου παραξενιές, τον τελευταίο τον καιρό εμμένοντας παράλογα διαρκώς φαγώνεσαι μ’ αυτά, κι ίσως πολύ θα το ’θελες πιστεύω -βέβαια αν σε άφηνα- σίγουρα να τα κόψεις. Έτσι που να πλαντάζαμε κατακαλόκαιρα απ’ τη ζέστη. Αλλά ευτυχώς δεν σ’ άφησα κι όπως και να ’χει εν τέλει, στο σπίτι μας έχει πολύ δροσιά, ενώ αντίθετα εδώ, στο ξέφωτο αυτό μέσα, στη σκόνη και τη ξεραΐλα καίει και βράζει ο τόπος. Γι’ αυτό πες μου λοιπόν έστω και μία φορά επιτέλους, μπας κι άκρη βγάλω απ’ την αλήθεια, σε τούτη την απέραντη, τη σιωπηλή την ερημιά, εδώ μες στο παλιό νεκροταφείο τι βρίσκεις άμοιρε πατέρα κι είσαι απ’ τα χαράματα σχεδόν χαμένος απ’ το σπίτι;
- Δεν ξέρω. Δεν ξέρω καν αν έχω απ’ το πρωί εδώ! Μάλλον ξεχάστηκα κι είχε δροσιά μπονόρα εδώ μέσα. Όμως κατάλαβέ με και μη με βλέπεις μ’ απορία, ίδια δασκάλα ακριβώς, σαν τον διαρκώς υπότροπο άτακτο μαθητή της. Να.. κάτσε εκεί πέρα στη σκιά.. εκεί στη ρίζα της ελιάς..
Προσωπική φωτογραφία

κι ίσως μ’ ότι μπορέσω να σου πω εσύ κι εγώ για τούτη μου τη ζαβολιά κάπου να βρούμε άκρη. Απ’ την αρχή νομίζω ότι ήτανε το φως που με παρέσυρε εδώ μέσα, μα κάπου πέρα κι απ’ το φως πάντοτε επέστρεφα εδώ, λες και γυρεύοντας διαρκώς πιο πίσω απ’ αυτό, στις άκρες του, το χρόνο. Το χρόνο μου που πέρασε, και κάτι περισσότερο, τα χρόνια των ανθρώπων. Τα χρόνια γενικά που ίχνη τους παντού λες και από μόνη της του τόπου ετούτου η ομορφιά δεν τ’ άφησε στη λησμονιά μέσα να παν χαμένα. Ξέρεις κατά διαστήματα νομίζω πως συμβαίνει σ’ όλους αυτούς που κάποτε κάποια στιγμή μες στη ζωή τους, έξω απ' της ρουτίνας τα καθημερινά, ένοιωσαν κάτι το όμορφο και κάτι τι το δυνατό διαρκώς μες στη ψυχή τους κάτι πηγαίνει κι έρχεται κι είναι αυτό ακριβώς σαν επωδός γλυκεία από μια μελωδία εξαίσια, συνάμα όμως και πικρό σαν την πληγή από μαχαίρι. Στο τέλος όλο αυτό μου διαφεύγει πως, όμως νομίζω τελικά ότι είναι ο χρόνος μόνο, ο χρόνος ο χαμένος μας.
Dali
Αυτός ο χρόνος ακριβώς, που όταν σ’ αυτούς, τους παραπάνω, άγραφος σβήνει κάποτε στο τέλος φυσικά μέσα απ’ τη μνήμη τους για να χαθεί στη λησμονιά, εν τούτοις μυστηριωδώς κάπου βαθιά διασώζεται κι έστω κι αόριστα κάπου βαθύτερα αφήνει, σαν αντανάκλαση της φωτεινής εικόνας του, ίχνη ελάχιστα διαρκώς μες στη ψυχή τους να γυρίζει έρμη μα επίμονα ανθεκτική πικρόγλυκη η έλλειψη του αιωνίου καλύτερου, είτε τον ερώτα ετούτη αφορούσε, είτε το αποτέλεσμα το αμφίβολο του αγώνα τους να ζήσουν.
Είναι παράξενος ο τόπος στα σίγουρα εδώ μέσα. Πέτρα και φως παντού. Κι ανάμεσα τους σιωπηλός παντού τριγύρω ο χρόνος. Ναι.. Πράγματι απ’ το πρωί, όπως παλιότερα και τ’ άλλα πρωινά, δίχως να ξέρω ακριβώς το πώς και το γιατί ανέμελος μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ώρες πολλές σεργιάνιζα δίχως να νοιώθω τον καιρό, χωρίς να αισθάνομαι χαμένος.. Κι έβλεπα, τα αγάλματα, τα ερείπια, τη φύση..

Προσωπική φωτογραφία
Παράξενο, πάντα εδώ μέσα φθάνοντας νοιώθω περίεργα εντελώς, σαν κάτι ακατανόητο παντού τριγύρω να πλανιέται. Σαν κάτι εδώ να βρίσκεται ανύπαρκτο και υπαρκτό συγχρόνως. Σαν κάτι άφαντο σχεδόν, ή σαν παραμυθένιο αερικό παντού τριγύρω μου να υπάρχει. Κάτι που όμως λίγο, λίγο, αν και διαρκώς αόρατο η και καλά κρυμμένο, μένει εν τούτοις το μυαλό μου τελείως σκανδαλιάρικα κι εύκολα χρωματίζει έστω και με ψευδαίσθηση την άδηλή του ύπαρξη συνέχεια μες στο χρόνο. Σαν εκκρεμές αεικίνητο πάει εδώ κι έρχεται άπιαστη η ψευδαίσθηση. Μέχρι που τέλος έτσι, ετούτο το ανύπαρκτο, περίπου ορατό σε λίγο φανερώνεται σιγά, σιγά σαν όραμα φανταστικό, άυλο κι άπιαστο τελείως παίζοντας και χορεύοντας σκιών καντρίλιες στον αέρα. Μαγείας η εντύπωση κτισμένη μόνο από φως κυριαρχεί εδώ μες στον αέρα, που σαν ανάλαφρος καπνός ίδιος λικνίζεται μες στους ρυθμούς κάποιας επίσης άπιαστης πανάρχαιας ορχήστρας πρωτομαστόρων μουσικών με λύρες και αυλούς, με πίπιζες και με νταούλια. Έρωτας κι Άγιος Αγώνας των Άγιων Πάντων να επιζήσουν. Όλα εδώ μέσα, λες και σε κάποιο κέντρο μες στο φως, συγκλίνουνε αόρατα κι οριοθετούν μοναδικά στο χώρο αυτό τα σύνορα ανάμεσα απ’ την ύπαρξη και την ανυπαρξία. Των άγιων Πόθων μας τ’ απόλυτο σημείο κάπου εδώ μέσα λεύτερο λες κι ετοιμάζεται να βαπτισθεί σε κολυμπήθρα ολόχρυση. Κάπου κάποια ανάσταση κρυφά μέσα στο φως του τόπου αυτού λες κι είναι έτοιμη ν’ αναδυθεί παίρνοντας σάρκα και οστά πανέμορφου κορμιού. Πες το ψευδαίσθηση λοιπόν τούτο που νοιώθω εδώ πέρα. Αυτό είναι ακριβώς, που έστω κι αν μέσα στις αισθήσεις σου σχεδόν αόρατο περνά, παρ’ όλα αυτά το νοιώθεις και μάλιστα το αισθάνεσαι σαν αεράκι ανάλαφρο πάνω σε όλα ν’ ακουμπά και ρίγη δημιουργικά χαϊδεύοντας ν’ απλώνει σ’ όλα τα υπαρκτά και τα ανύπαρκτα εδώ μέσα.
Σα χάδι ανεπαίσθητο μοιάζει η ατμόσφαιρα εδώ μέσα, που απ’ το τίποτα σχεδόν, με μόνο τον αέρα, κτίζει παντού μες στη ψυχή σου και γύρω, γύρω σ’ όλα μια αίσθηση αρμονική που απλώνει και καλύπτει από τα μέσα προς τα έξω το τόπο ολόκληρο εδώ πέρα, το χώμα και την πέτρα μα και τους ίσκιους και το φως, τα πράγματα και τους ανθρώπους, με μία εν τέλει ταπεινή και ανεπαίσθητη σχεδόν διάθεση νοσταλγική, θλιμμένη θα ’λεγα αρκετά, αλλά την ίδια τη στιγμή κι αντίθετα εντελώς χαρούμενη, διακριτικά συγκρατημένη..
Τόπος του μέτρου του σωστού μου μοιάζει ο τόπος εδώ μέσα. Τόπος ισορροπίας ανάμεσα ακριβώς, σ’ αυτό που το ατσάλινο του καλλιτέχνη το καλέμι με δύναμη αγκομαχώντας πελεκά, και στ’ άλλο το αέρινο που πονεμένη η φαντασία μ’ υπομονή κι ακούραστη μέσα απ’ το δύσκολο της τοκετό παράξενα σαν και να είναι υπαρκτό ίδιο ακριβώς το φανερώνει.
Κάτι παράλογο στη όλη σύνθεσή του μου φαίνεται ότι κινείται εδώ μέσα. Από τη μία πλευρά κάτι το ασήκωτο, βαρύ, σέρνεται αργά, αργά πάνω στ’ αρχαίο χώμα, ενώ απ’ την άλλη την μεριά εύκολα κάτι το ανάλαφρο, σαν πούπουλο βελούδινο, αιωρείται ελεύτερο εντελώς μέσα στον πεντακάθαρο στο μοσχομύριστο αέρα. Παράξενα περίεργο κάτι στο ενδιάμεσο απ’ το γνωστό και τ’ άγνωστο λες και συμβαίνει εδώ. Γιατί, ενώ από εκεί απέναντι,

πίσω απ’ τ’ άσπρα μάρμαρα και τις σκιές απ’ τα ισχνά τα κυπαρίσσια, τα ίδια πράγματα ακριβώς, αργά και σιωπηλά μέσα
Καραβούζης

σε θλίψη βουτηγμένα μοιάζουν λες και ν’ αποτελούν τη μουδιασμένη ουρά αργόσυρτου περάσματος κάποιας νεκρώσιμης ακολουθίας. Από την άλλη πάλι τη μεριά την ίδια τη στιγμή πάνω στις ηλιόλουστες ελεύθερες αλάνες μπροστά από τα μάρμαρα ψηλά του Παρθενώνα απέναντι και στ’ άνοιγμα της Ιεράς οδού λες κι αρχινάει μες στο λεπτό όλο ζωντάνια δυνατό πανέμορφο ν’ ανάβει παλιών μυστών σε οίστρο κάποιας μυσταγωγίας πονηρής ένα θεότρελο, κεφάτο πανηγύρι.
Πανηγυριώτες στο Μεσολόγγι
Τόσο ξεχνιέμαι εδώ λες και εδώ μέσα υπάρχουν όλα! Κι όλα τ’ ανάμεσα ακριβώς από την αρχή κι από το τέλος, ανθρώπων, φύσης και πραγμάτων.
Άγγελου Κότσαρη
Ναι, όλα εδώ τριγύρω τελείως ξεχασμένα, όρθια και πεσμένα, αμφίβολα, σκιές του παρελθόντος μα κι υπαρκτά, με πείσμα λες και στέκονται παντοτινά μπλεγμένα σε στάση αταλάντευτη μίας αέναης αναμονής, με μόνη υπαρκτή λιτή κι αόρατη στο χώρο τη σίγουρη την αίσθηση, ότι μονάχα εδώ χειροπιαστό συμβαίνει το θαύμα της ανάστασης, κι η κατ’ εξαίρεση ανακωχή και η επιείκεια του χρόνου. Dali
Μαρμαρωμένοι στρατιώτες, άνθρωποι καθημερινοί, γυμνά κορμιά μεστά και ξέχειλα από δύναμη, απέριττα ντυμένες μεσόκοπες αρχόντισσες. Αυτάρεσκοι κι αγέρωχοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, με ολοκέντητες περιβολές μ’ ένα σωρό πλουμίδια.
Προσωπική φωτογραφία
Έφηβοι όμορφοι, παιδιά.. Άνθρωποι όριμοι με σμιλεμένη πείρα ηδονής στα χαϊδεμένα προσωπά τους.. Όλοι τους λες φυγάδες απ’ τη πραγματικότητα
Fayyum
παγιδευμένοι αιώνια μέσα στο φως και τη σιωπή μονάχα εδώ μέσα. Και μόνο μέσα εδώ τα άγια Πάντα δείχνουνε σαν και να τον αγνοούν ή σαν και να τους να τους αγνοεί στο πέρασμα του ο χρόνος.
Μακάρια και στατικά κι αναλλοίωτα, δοκιμασμένα στους αιώνες, όλα στην φαντασία σου μοιάζουν σαν τους ακοίμητους φρουρούς, που ’ναι ταγμένοι αιώνια της προσδοκίας να ’ναι παντοτινοί βιγλάτορες, ξεκάθαρα κι αληθινά γενναία αντιπαλεύοντας να κρατηθούν μακριά από το πλάνο γλίστρημα μέσα να πέσουν στο βυθό της ύπνωσης και τη φθοράς του προαιώνιου χρόνου. Ψυχή της πέτρας και καρδιά αθάνατη κτισμένη διαχρονικά, απ’ ότι απλούστατο και ταπεινό κάνει τον άνθρωπο να πάει να γίνει Άνθρωπος, ανταμωμένα μες στο φως και τη σιωπή του τόπου, αδιάκοπα κι ακούραστα λες και να φανερώνουν, πως αμετάκλητα εδώ παντοτινά παρόντα, έπ’ άπειρον θα περιμένουν` και πως τα λίγα που οι καιροί τους έμαθαν στο πέρασμά τους όμοια ακριβώς αυτά σε κάποιους απ’ τους σπάνιους, μοναχικούς τους επισκέπτες είναι διαθέσιμα για να τα πουν και να τα συζητήσουν.
Σ’ ετούτη την ατέρμονη πίσω στο χρόνο αναμονή μόνο εδώ μέσα φαίνεται, ότι σκοπός μοναδικός όλων των υπαρχόντων είναι το ψάξιμο κι η λύση, η έξω απ’ το Χρόνο, να βρεθεί. Η λύση εκείνη η τελική της μιας και αδιαίρετης συμπαντικής αλήθειας..
Μετά απ’ αυτό, κι όσο κι εσύ να με περνάς για παλαβό, στ’ αλήθεια εγώ το νοιώθω ότι μονάχα μέσα εδώ μ’ Ιώβεια υπομονή αρχίζει δίχως τελειωμό η γέννα η πολύτιμη τούτης της λύσης που σου λέω.
Όμως πέρα απ’ αυτά τα δύσκολα που τόση ώρα σ’ αραδιάζω κοίτα παντού τριγύρω σου την τόση ανάλαφρη ομορφιά τη χάρη και την αρμονία. Όλα τα υπάρχοντα εδώ μέσα, όρθια και αγέρωχα, ακέφαλα και γκρεμισμένα, ξεκάρφωτα ή πεταμένα κάτω, από τη μια προβάλουν το ψέμα της υπερβολής μες σε θεσπέσια κορμιά αγέρωχα και αλαζονικά, ενώ λιγάκι παρακεί μες απ’ τις δάφνες ξεπροβάλουν απέριττες και ταπεινές, σεμνές, πανέμορφες φιγούρες, με μέτρο ανθρώπων λαξευμένες, μ’ αγάπη, πόνο και μεράκι.
Αν λίγο προσπαθήσεις, όλα ετούτα εδώ, ίσως μαζί μ’ εμένανε κάποια στιγμή κορίτσι μου, κι εσύ μπορέσεις να τα δεις. Όλα παντού τριγύρω σου άπλετα φωτισμένα, αγκαλιασμένα κολυμπούν μες του μελιού το χρώμα, πλέοντας σ’ άσωτο ταξίδι πρώτη φορά αναπόσπαστα κι αρμονικά δεμένα με τα γαλάζια κύματα μέσα στα πέλαγα τα απατηλά του ταξιδιάρη χρόνου.
Dali
Βέβαια μην νομίσεις, πως εδώ μέσα, μόνο, υπάρχει αυτό που οι άνθρωποι για την ανάγκη τους συχνά το ονομάζουνε γαλήνη. Πέρα απ’ αυτό που αισθάνομαι μέσα σ’ αυτό το τόπο, κάποιες φορές ανάποδες οργίζομαι στ’ αληθινά, κι αντίθετα ακριβώς άσχημα μ’ αγριεύει απόλυτα κρυφή πίσω από τα πράγματα χωμένη καλά στημένη η μοναξιά. Τα κοιμητήρια το χειμώνα, τις νύχτες τις αφέγγαρες, Καραβούζης
και τις γιορτάσιμες στιγμές τόποι σκληροί της ερημιάς και είναι και φαντάζουν.
Μου λες καταμεσήμερο τι θέλω εδώ μέσα! Κατάλαβε πως έτσι που έγειρε η ζωή μου, τι άλλο το καλύτερο να θέλω απ’ το φως! Και μάλιστα απ’ το πολύ το φως! Αυτό το υπέροχο το φως που τα διαλύει όλα.! Όταν πιστεύω στ’ άγνωστο πράγματι ηρεμώ, μα όταν οι σκιές φθάνουνε της αμφιβολίας, ακόμη κι εδώ μέσα, όλα κορίτσι μου, έργα, Θεών, καιρού, κι ανθρώπων που περάσανε, άλλοτε επώνυμων κι άλλοτε άγνωστων, ανώνυμων γονιών παιδιά, στα σαλεμένα μάτια μου ακίνητα εντελώς, άχαρα στέκονται μες στη σιωπή, λες και ζωής επάνω τους μονάχα τον αντικατοπτρισμό, ανύπαρκτα, ν’ αποτελούν, χαμένα σχήματα και ίχνη σε ταξίδια πέρα μακριά έξω απ’ το χρόνο, πέρα μακριά μες στ’ άγνωστο το σύμπαν, ανώφελα και ψεύτικα για την ανάγκη μου μονάχα υπαρκτά.
Κι όμως, πάντα εδώ μέσα γαληνεύω κι ουδέποτε στο χώρο αυτό έρχομαι το χειμώνα. Το φως της άνοιξης και του καλοκαιριού, που απλώνεται εδώ μέσα, μικραίνει την απόσταση και φέρνει τ’ άπειρο τόσο κοντά σε μένα, όλα ξυπνώντας τα στα ξαφνικά μέσα απ’ το λήθαργο και τα δεσμά του χρόνου. Πόσο το φως εδώ ξεκαθαρίζει ολότελα σε μένα το ότι τελικά οι αμφιβολίες άβολες και αταίριαστες είναι και μένουν εδώ μέσα. Ναι, όλα αυτά τ’ ανύπαρκτα που έτσι για σένα φαίνονται, μέσα απ’ το φως ετούτο για μένα ετούτη τη στιγμή αναστημένα μοιάζουν.
Προσωπική φωτογραφία
Κι όλα, τα πάντα εδώ μέσα, τα’ αγάλματα το χώμα το μυρωδάτο το χορτάρι, τα κυπαρίσσια κι οι ελιές με ανεπαίσθητη και αφανέρωτη ευγένεια από τριγύρω μου, παντού, σαν και μ’ αόρατες αβρές χειρονομίες κρυφά νοήματα σαν να μου στέλνουν. Νοήματα που λες και ’χουνε σκοπό μοναδικό από μακριά κοντά τους διαρκώς και περισσότερο να θέλουνε να με τραβήξουν. Σαν και να θέλουν να μιλήσω. Σαν και να θέλουν να ρωτήσω. Σαν και να θέλουν πάλι και πάλι, αιώνια, μαζί τους φιλιωμένος κάτι καινούργιο να σκεφτώ. Σαν κάτι περισσότερο, απ’ όσα είχαν μάθει από παλιά αυτά, τώρα να θέλουν να μου πουν ή και να θέλουν τώρα αληθινά επίσης, απ’ τον φτωχό εμένα, κάτι αλλιώτικο να μάθουν.
Μα τι στο διάολο, ο αδύναμος, μπορώ εγώ για να τους πω! Σάμπως κι αλλάζει ο άνθρωπος, μέσα σε τόσο λίγο χρόνο, όσο αυτός που αυτούς από εμάς τόσος καιρός χωρίζει! Μπας και δεν το ’ξεραν αυτό, ή μπας και περιμένοντας μες στους αιώνες χάζεψαν απ’ το πολύ να περιμένουν και μέτρησαν πιο γρήγορα το χρόνο απ’ όσο πρέπει! Μα ότι κι αν λέω ο φτωχός, κυρίαρχος και ενωμένος εδώ μέσα, τούτος ο ιερός ο φωτισμένος τόπος είναι σ’ τ’ αλήθεια άχρονος` κι η αρμονία εδώ, τόσο απόλυτη μέσα στο φως, λυτρωτικά, φιλέσπλαγχνα σβήνει τα λάθη μέσα μου και τις ανώφελες τις ψευδαισθήσεις, κι αυτών και με κι ίσως πολλών από αυτούς που κάποτε έτσι κι αλλιώς πάλι από εδώ αναγκασμένοι πάντα κάποτε θα περάσουν!
Πόσο καιρό περίμενα και πόσο έψαξα παντού, για να ’βρω εν τέλει, μόνο εδώ μέσα, απάντηση για τις θυσίες των ανθρώπων. Απάντηση στο πόνο της αγάπης, στ’ ότι, καμιά απώλεια αυτών που αγαπήσαμε, δεν ξαναβρίσκεται ποτέ και πουθενά αλλού υπαρκτή, παρά στο τόπο αυτό, που μοναχά πάμπτωχες οι σκιές ήλιων σβησμένων σε παλιούς καιρούς, απομεινάρια άφθαρτα μαζί με την αιώνια σιωπή, συναγωνίζονται σε μάχη άνιση το χρόνο, ανάμεσα ακριβώς από το φως από τη μια κι από την άλλη απ’ το σκοτάδι.
Dali
Αλήθεια ναι μονάχα εδώ, μέσα στη μαύρη ερημιά, -όπως κι εσύ τη λες,- υπάρχει φανερή κι είναι η φωτεινή η αντίσταση στο πέρασμα του χρόνου και στην απαίσια κόρη του την άκληρη τη μοναξιά. Ο τόπος εδώ μέσα, μ’ όλα τα αφανέρωτα κι όλα τα φανερά του, πάνω και μέσα στο κορμί του ίχνη γεννάει διαρκώς ανθρώπινα παντού, κι όλα τα άπιαστα σκοτάδια και τ’ αγγιγμένα σκιερά του ταπεινού του σώματος χωνεύουν όμορφα στο φως, βγάζοντας και προσθέτοντας το ανεξίτηλο το άρωμα τους, μες στη εξαίσια την πιο αρχαία μυρουδιά της αναλλοίωτης της φύσης, της μόνης που αποδείχτηκε ότι είναι δυνατόν και μόνο αυτή πραγματικά να αντιστέκεται καλά στον μακελάρη χρόνο. Κάτι μου λέει, πως μοναχά εδώ ο αγώνας συνεχίζεται. Και σκέφτομαι παρήγορα πόσες φορές η ερημιά απέτυχε εδώ μέσα!
Καραβούζης

Πόσες φορές ο έρωτας λάξευσε και λαξεύτηκε από το άφθαρτο το φωτεινό το πνεύμα πάλι με πάθος εδώ μέσα. Πάλι και πάλι γήινος και αναστάσιμος πόσες φορές εδώ πάμφωτος μες στη γύμνια του δεν ξεπετάχτηκε από το τίποτα ο πονηρός ο γιος της Αφροδίτης, νέος για να ξαναπετάξει από το μούχρωμα στο φως κι από τους τύμβους τους βωβούς μέσα στα φασαριόζικα τα έξω από εδώ, δυο βήματα πιο μακριά, τα σπίτια των ανθρώπων. Μονάχα εδώ μέσα, μετά από εξήντα χρόνια, αισθάνομαι και πάλι, σαν και να είμαι όπως και τότε, κάποτε, μια φορά κι ένα καιρό παλιά, ξανά και πάλι ερωτευμένος.
Καραβούζης φωτογραφία μ’ άλογο
Μπορεί και να ’χω άδικο` κι όμως στα σίγουρα εδώ μέσα πάντοτε νοιώθω ευτυχής, σαν και να βλέπω το όραμα μίας παλιάς αγαπημένης, λες και ν’ ακούω στον αέρα ανήκουστες αληθινά παλιές φωνές, λες και ν’ ακούω θρόισμα αρχαίων δέντρων κι υφασμάτων, λες και ακούω πέταλα και χλιμιντρίσματα αλόγων.. Κοίτα να δεις.
Fayyum

Να.. Εκεί πιο κάτω δεξιά, λες και βαράνε συνεχώς οι δούλοι τα αμόνια. Και παραπλάι, εκεί ακριβώς στον τοίχο αραγμένη, σαν και να κάθεται η Ιόλη ακουμπισμένη μες στα αραχνοΰφαντα τα διάφανα τα πέπλα της, στο χρώμα του κροκού, και περιμένει τους πελάτες.. Προσωπική φωτογραφία

Όλος ο κόσμος που περνά απ’ έξω απ’ τον περίβολο με τα σακούλια του γεμάτα γυρίζοντας περιχαρής απ’ την αρχαία αγορά. Και είναι το σπουδαίο πως πράγματι, λες κι εδώ μέσα μοναχά νοιώθω το πώς Υπάρχω και θα Υπάρχω. Λες και έπ’ άπειρον μονάχα εδώ μέσα τ’ απίστευτο μπορεί να γίνεται αληθινό, να νοιώθω δηλαδή ότι ποτέ δεν θα υπάρξω μόνος.. Κι αν θες και το σπουδαιότερο λες κι εδώ μέσα μόνο, γι’ όλα τα πριν λες κι έχω εξιλεωθεί και το μπορώ αλάθητα να αγαπώ τον εαυτό μου. Θα πεις ότι τρελάθηκα, αλλά στα σίγουρα εδώ μέσα η Ιστορία των ανθρώπων μαθαίνει κι αντιστέκεται λες κι από τρέλα μόνο. Στα σίγουρα εδώ τριγύρω υπάρχει ένα μεγάλο νόημα, που κι αν είναι κρυμμένο, από τη μια βγάζει χαρά κι από την άλλη πόνο, μα όχι πόνο των ανθρώπων ευτυχώς, πόνο του Άνθρωπου μονάχα. Όμως το σιγουρότερο, απ’ όλα ετούτα τα τρελά, που μου συμβαίνουν εδώ μέσα, είναι το ότι μόνο εδώ, ετούτο το αίνιγμα του χρόνου, μου δίνει λίγη δύναμη και διάθεση να υπάρχω. Γι’ αυτό κι όταν βρεθώ εδώ κι όσο περνάει η ώρα τόσο πιο εύκολα ξεχνιέμαι και τόσο ελευθερώνομαι σ’ αυτή την τόσο απέραντη και τόσο πάμφωτη ερημιά. Πόσο κοντά στο θάνατο, μαθαίνω εδώ μέσα, πρέπει να βρίσκεται η ελευθερία!
Καραβούζης

Στο σπίτι είναι σκοτεινά και φταιν’ γι’ αυτό μαζί με τα κλειστά παράθυρα και τ’ άγρια διαολόδεντρα, που ’ναι πνιγμένος απ’ αυτά ο φτωχικός μας κήπος. Μ’ αρέσει εδώ, που όλα ανοικτά είναι ξεκάθαρα και αφημένα από σκιές ανάξιες, απ’ άλαλες φωνές, ακόμη κι από ανθρώπους απ’ τη συνήθεια γραπωμένους. Μ’ αρέσει εδώ στην ερημιά. Κι είναι ακριβώς τούτο το φως στα μάρμαρα κι ο απόηχος ο μακρινός της πόλης που με κρατάει ανήμπορο να μη μπορώ να κλάψω. Όμως, όπως και όλα τ’ άλλα, πάει κι αυτό και πέρασε κι εν τέλει το ξεπέρασα.. Κι ύστερα από λίγο θα ξαναβρώ το κέφι μου. Μη με ξεσυνερίζεσαι, γέρασα φαίνεται ο φτωχός κι ίσως δεν ξέρω πια τι λέω και τι κάνω. Απολογήθηκε με ύφος ένοχο, αλλά προπάντων με ύφος μελαγχολικό κι απαισιόδοξο ο Λιναρδάτος.