Wednesday, March 30, 2011


Μέρος Πρώτο Ντόπιοι και Ξένοι Ανάπτυξη της πρώτης σκηνής Δεκέμβριος του 1998 στην πλατεία Κουμουνδούρου Κατά τα μέσα Δεκεμβρίου του 98 περίπου χίλιοι ξένοι, ρακένδυτοι και πεινασμένοι, κυρίως Κούρδοι οι πιο πολλοί μ’ ελάχιστους ανάμεσά τους Αλβανούς, έξω στο ύπαιθρο και μέσα στα ανύπαρκτα ελέη του θεού τελείως εγκαταλειμμένοι, άστεγοι διαρκώς, συνέχιζαν να ζούνε σαν τα αδέσποτα σκυλιά, επάνω στην πλατεία Κουμουνδούρου. Τούτοι πριν πέντε μήνες τελείως ξαφνικά, λες κι απ’ το πουθενά, σαν βατραχάκια που τα’ χε φέρει από το άγνωστο η βροχή, είχανε φθάσει εδώ την περασμένη άνοιξη κι είχανε πρόχειρα στους άδειους χώρους της κατασκηνώσει. Πέρα απ’ τις άλλες δυστυχίες, ξεριζωμός, ορφάνια, ταλαιπωρία, πείνα, ατέλειωτες ήταν εκεί οι μίζερες οι ώρες τους, άπραγοι όπως έμεναν επάνω στη πλατεία απ’ το πρωί ως το βράδυ. Δουλειά δεν είχανε έτσι κι αλλιώς. Και βέβαια που να πήγαιναν, έστω και για σεργιάνι, άγνωστη κι ακατάδεκτη κι έτσι χαώδης που ‘τανε γι’ αυτούς τους νέους κι άβγαλτους ετούτη η ξένη πόλη. Ακόμη κι αν ξεφεύγανε κάποια στιγμή περίεργοι, λίγο πιο έξω απ’ τη πλατεία, στους παραδίπλα δρόμους, προειδοποιημένοι σχετικά από έντρομους συμπατριώτες τους, που ήδη την είχανε πατήσει, σαν είχαν δοκιμάσει κάτι ανάλογο να κάνουν, είχαν τη βεβαιότητα πως μια και δεν διέθεταν τις περιβόητες εκείνο τον καιρό ονειρεμένες άδειες προσωρινής διαμονής, στα σίγουρα θα κλείνονταν κατά δεκάδες στριμωγμένοι μέσα στους αποπνικτικούς τους τοίχους κάποιας ανήλιαγης, θεοσκότεινης και μουχλιασμένης φυλακής. Εντεταλμένοι φύλακες της δημοσίας τάξης, με ζήλο απεριόριστο στο κρατικό συμφέρον, τόσο, όσο για τίποτ’ άλλο στη τετριμμένη τους έτσι κι αλλιώς, το συνηθέστερο, ρουτίνα, νυχθημερόν και επί μονίμου βάσεως, γύρω και δίπλα απ’ την πλατεία, προφύλασσαν την κοινωνία, απ’ τους βρομιάρηδες αυτούς, πάνοπλοι σαν τους αστακούς νταβραντισμένοι ΜΑΤατζίδες. Σε τελική ανάλυση και για τους πιο επάνω λόγους, ή και για άλλους άγνωστους, όπως της εθνικής ασφάλειας, των τουρκικών και των αμερικάνικων σκοπιμοτήτων. Οι Κούρδοι τότε στην Ελλάδα ήτανε λεύτεροι να αναπνέουν μεν, κατά τα άλλα όμως, βεβαίως μόνο κι αυστηρά, σαν πρόβατα, κλεισμένοι μέσα στο το υπαίθριο αυτό το κολαστήριο της πλατείας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, απ’ το πρωί ως το βράδυ και μες σε στριμωγμένους, απ’ το αδιαχώρητο του πλήθους τους, σχηματισμούς, τους έβλεπες συχνά συμμαζωμένους σε μικρές ομάδες ακατανόητα, σαν μαριονέτες άψυχες, συνέχεια να χειρονομούν. Τελείως μετρημένοι κι άδειοι από συναίσθημα εντελώς, με γλώσσα κουρασμένη κι άψυχα υποτονική, μίλαγαν ακατάπαυστα, λες κι είχαν και πολλά, χωρίς καν σκέψη, για να πουν… Αν και πραγματικά ποτέ στο βάθος η κουβέντα τους δεν έδειχνε να έχει στοιχεία πάθους ή παραφοράς, εν τούτοις έλεγαν κι έλεγαν διαρκώς˙ γύρευε ποιους καημούς τους, ή ποια κρυφά τους όνειρα˙ όνειρα ταπεινά που η ξενιτιά, ίδιο σκουλήκι εδώ, είχε αρχίσει λίγο το λίγο τώρα σα ξύλο να τα ροκανίζει. Ανάμεσα απ’ τους πρώτους υπήρχαν κι άλλοι βέβαια, λιγότεροι όμως τούτοι, οι οποίοι ξεκομμένοι, απόμακρα απ’ τους πολλούς, έκοβαν βόλτες μοναχοί τους επάνω, κάτω, διαρκώς, στα περιθώρια της πλατείας. Αυτοί οι ίδιοι τελείως απομονωμένοι κι αμίλητοι συνέχεια ξεχώριζαν από μακριά κι από τους περισσότερους, τους άλλους τους συμπατριώτες, σε τρεις ομάδες τύπων. Οι πρώτοι δείχνανε ψυχροί κι αδιάφοροι στο περιβάλλον, κυρίως στη μιζέρια, του άθλιου τόπου, των ανθρώπων, του θολωμένου οράματος τους για μια καλύτερη ζωή, τόσο μακριά, στα ξένα. απ’ το τόπο τους. Κι ήτανε το ανάστημα όλων αυτών σα του βαρβάτου του άλογου, περήφανα στητό. Πιο ζωντανοί απ’ όλους, σου ‘διναν την εντύπωση, ότι με σιγουριά, μίας ακατανόητης τελείως ανεξαρτησίας, μονάχα αυτοί προσβλέπανε στο μέλλον μακριά, πολύ μακριά, συνέχεια. Αν και το βλέμμα τους ήτανε άδειο από την πείνα εντελώς, εν τούτοις ξύπνιο εντελώς και πλούσιο σου φάνταζε μες στη ψυχή τους το κουράγιο˙ κι ακαταμάχητο μπροστά να ‘ναι σαν πέταγμα αητού, ψηλά μέσα στα αιθέρια, το παραπέρα, το όραμά τους. Και όλο παραδόξως, λες και σ’ αλόγων ράχες, καλπάζοντας περήφανα, ολοένα πιο μακρύτερα τους πήγαινε, στα μάτια σου, το θάρρος τους συνέχεια, απ’ όσα η κατάντια προσωρινά τους έκλεινε μες σ’ ένα εμποδισμένο, μονάχα πρόσκαιρα, ορίζοντα να δούνε. Μάλλον αποτελούσανε αυτοί τους πιο νεότερους και ως απ’ αυτό στα σίγουρα τους πιο φιλόδοξους και πιο ονειροπαρμένους. Άρα, μα και γι’ αυτό, τους πλέον τολμηρούς; Ή και στο κάτω, κάτω της γραφής κάποιους, που κάποιοι συγγενείς τους σε κάποιο μέρος της Ευρώπης, μαζεύοντας το υστέρημα τους, θα φρόντιζαν κάποια στιγμή να τους διευκολύνουν στη ξέφρενη πορεία τους προς τους παράδεισους της Δύσης. Μέσα στον κόσμο τους χωμένοι οι δεύτεροι παράξενα κινούμενοι συνέχεια το ίδιο επάνω, κάτω στην έρμη την πλατεία, κρατούσαν με ευλάβεια μες στη παλάμη τους χωμένα μικρά, φθαρμένα κείμενα, που ήταν μάλλον ιερά˙ κι αποστηθίζανε διαρκώς στοίχους απ’ το Κοράνιο. Αλλιώτικοι στα σίγουρα ετούτοι από τους άλλους, έδειχναν λες και να ‘ταν από το πλήθος, όλων των άλλων, πέρα για πέρα ξεκομμένοι εντελώς. Σαν τα φτερά στον άνεμο έδειχναν να πετούσαν τούτοι. Ανάλαφρα αραχνοΰφαντα φτερά στον άνεμο απλωμένα, έμοιαζαν τούτοι όμορφοι, μακριά από το γήινο το κόσμο˙ και σαν από κρυφή εγκαρτέρηση παράλογα ανθεκτική στον πόνο, με πρόσωπα που αστραποβολούσαν, τελείως ήρεμοι και απαθείς, αφοσιωμένοι εντελώς σε νεύματα αόρατα, έμοιαζαν να αναζητούν, εκλιπαρώντας λες, πίσω από σύννεφα βαριά, ίχνη ελάχιστου φωτός σ’ ένα περίκλειστο και πετρωμένο εμπρός τους ουρανό. Οι τρίτοι, οι τελευταίοι, τελειωμένοι σίγουρα, δεν έμεναν αμίλητοι, αφοσιωμένοι εντελώς στα τρίσβαθα του χάους της ψυχής τους, δεν διάβαζαν με προσοχή σούρες απ’ το Κοράνιο και δεν προσεύχονταν γονατιστοί σ’ ένα θεόκουφο Θεό. Τελείως απομονωμένοι, όρθιοι αν και λυγισμένοι ολότελα, σέρνονταν πάνω κάτω˙ και φανερά εντελώς παραμιλούσανε συνέχεια, χειρονομώντας σύγχρονα τελείως παλαβά. Υπάρξεις, έτσι έδειχναν, διαγραμμένες καθαρά απ’ τα κιτάπια της ζωής. Χρεοκοπημένες εντελώς ανθρώπινες υπάρξεις, αν κάτι τούτοι δήλωναν ξεκάθαρα παντού, σ’ όλο το φάσμα του ορατού και σ’ όλες τις αισθήσεις, ήταν το απλούστερο και το αυτονόητο αυτό, το ότι δηλαδή η απελπισία τους βαθιά κι ανυποχώρητη τελείως είχε εξαντλήσει ολότελα και πλέον και οριστικά, στον τόπο εδώ του μαρτυρίου, τα όρια της ζωής τους. Έτσι περίπου, πάνω, κάτω, γι’ όλους αυτούς που επέζησαν, γιατί πολλοί πεθάνανε, κι εκ των υστέρων βέβαια, ίδια ακριβώς αργά, αργά πέρασε η άνοιξη νωθρή˙ κι ακόμη πιο χειρότερα, σταματημένο εντελώς, τελείως βραδυκίνητο μέσα στη μπόχα και μες σε καύσωνα πρωτοφανή, πέρασε και το καλοκαίρι. Μα κι έπειτα το ίδιο ετούτοι κολλημένοι εκεί, χωρίς τα βάσανά γι’ αυτούς τελειωμό να δείχνουν, έφθασαν τα χειρότερα με τον χειμώνα, άγριος, που ‘χε ενσκήψει. Η βαρυχειμωνιά του 98 ήταν απ’ τις χειρότερες τα τελευταία χρόνια. Πρώτη φορά στα χρονικά της πόλης, δυο συνεχή μερόβραδα, εκείνο το Δεκέμβρη, το χιόνι, αδιάκοπο στο κέντρο της Αθήνας, δεν έλεγε να σταματήσει. Παρατημένοι εντελώς από την ξένη κοινωνία μέσα στο καταχείμωνο στο έλεος της μοίρας του σφίγγοντας δόντια και καρδιά κι μ’ αδρανή, ωσάν νεκρά μες στα ισχνά κορμιά τους, τα αδειανά στομάχια τους, συνέχιζαν ίδια απαθείς να παραμένουν, τελείως απομονωμένοι, σε συνεχή εξαθλίωσή επάνω στη Πλατεία. Παράξενα εντελώς κι αυτές τις τελευταίες μέρες, μες στην απελπισία τους, το ίδιο άπραγοι και τώρα, κι ενώ ο καιρός αγρίευε διαρκώς και περισσότερο, χωρίς να προκαλούν κανένα, ευγενικοί, δίχως να ζητιανεύουν, κι ίσως και το χειρότερο, μη έχοντας αλλού κάπου καλύτερα να πάνε, επέμεναν να μένουνε στον ίδιο τούτο τον υπαίθριο χώρο, εκτεθειμένοι άσχημα στον επικίνδυνο καιρό επάνω στη στρωμένη, τώρα για τα καλά, με παγωμένο χιόνι Πλατεία Κουμουνδούρου. Όμως, χειρότερα από τις άλλες, τις δύο τις προηγούμενες τις μέρες, καθώς αγριεμένος ο καιρός έφθασε στ’ απροχώρητο, σαν κοίταζες ολόγυρα με θλίψη το τοπίο, πέρα απ’ το χιόνι το πυκνό αφουγκραζόσουν ύπουλη και μία νέκρας σιωπή, που κούρνιαζε απειλητική σ’ ολόκληρο το τόπο. Το μόνο που σε ξάφνιαζε, ήταν που λες στα ξαφνικά τώρα αφιλόξενη εντελώς, πλέον νεκρή τελείως, εκείνη η πλατεία έδειχνε επιφανειακά σε πρώτη θέασή της όλο και πιο αγριεμένη όλο και πιο απόκοσμη. Σαν στοιχειωμένος τόπος, η δόλια η πλατεία, λες, και σ’ ασυνέχειας την συνέχεια, στα αιφνίδια μοναχική έμοιαζε πια πανέρημη και εγκαταλειμμένη απ’ όλους τούτους τους ανθρώπους. Έμοιαζε, λες και ξαφνικά, κάποια στιγμή απότομα να ‘χε η γη ανοίξει και τους κατάπιε αύτανδρους τούτους τους άμοιρους ανθρώπους˙ μια και σπανίως τώρα πια, αριά και που τους έβλεπες στο ύπαιθρο να εκτίθενται και να κυκλοφορούν. Σαν τα ποντίκια τρυπωμένοι μέσα σε μία φάκα, έμεναν όλη μέρα, με το μισό τους το κορμί, κι όχι καλά προφυλαγμένο, μέσα σε μουσκεμένες απ’ το χιονόβροχο σκηνές -ενός ατόμου τσίμα, τσίμα,- από χαρτόκουτα φτιαγμένες, που κάθε μέρα μάζευαν από τα γύρω μαγαζιά. Τώρα συνέχεια η πλατεία, μακάβριος τόπος έμοιαζε μέσα στο χιόνι σκεπασμένη. Και μόνη ένδειξη ζωής έδιναν, κράζοντας διαρκώς, κάμποσες μαύρες κάργιες, που και αυτές το ίδιο φοβισμένες, μέσα στην γκρίζα ατμόσφαιρα, θέλοντας να προφυλαχτούν απ’ τη κακοκαιρία, πετάγανε ανήσυχες, και βιαστικές φωλιάζανε μέσα στις γύρω στέγες. Σαν ένα ξεχασμένο απόμακρο, ακριτικό χωριό μας˙ που ο καιρός το στοίχειωσε, κι οι επανωτές οι δύσκολες οι μέρες, και που το ερήμωσε στα ξαφνικά σα σάβανο το χιόνι, θα ‘μοιαζε τώρα ο μαχαλάς τους, αν μέσα στη σιωπή και την ακινησία, που άπλωνε άγρια και θυμωμένη η παγωνιά, στα πάντα εκεί τριγύρω, δεν ακουγότανε συχνά, κι αυτό όλη τη μέρα συνεχώς, μοναχική, κρυστάλλινη, παραπονιάρικη η φωνή κάποιου νεαρού ανατολίτη. Κελάηδημα λες και θλιμμένου αηδονιού, ενός αοιδού εξαίσιου της πίκρας και της μοναξιάς άπλωνε μες στο τίποτα, Ζωής η δύναμη η κρυφή μες σ’ ένα αναστάσιμο ερωτικό τραγούδι˙ που τραγουδώντας θριαμβικά, ένας αμετανόητος καστράτος, ήτανε σαν και να ένωνε με το τραγούδι του αυτό νταλκάδες ταπεινούς κι όνειρα αχρωμάτιστα, μνήμες κι ελπίδες και παλιές, πίσω στο τόπο τους, ευνουχισμένες μεν, αλλά αξέχαστες αγάπες. « Γιαμπίμπι.. Γιαμπίμπι ..Γιαχαμπίμπι..» Ναι τόπος θα ’μοιαζε θανάτου στα σίγουρα τούτες τις μέρες η πλατεία, αν το τραγούδι ενός νεαρού συχνά πυκνά κι ακούραστα, μες απ’ τα μουδιασμένα τα βάθια της ψυχής του, σαν προσευχή παρήγορο και σαν καημός αγιάτρευτος, δεν έβγαινε καυτό, τον παγωμένο εκείνο τόπο, κρανίου τόπο αληθινό, σαν ήλιος να ζεστάνει. Έτσι ακριβώς, μ’ αυτά, σε τόπο που μας πλήγωνε είχε ξανά μετατραπεί, όπως κι άλλες φορές στο παρελθόν από ανάλογες Ελλήνων περιθωριακών δραματικές σκηνές, κείνες τις μέρες η Πλατεία. Κι άνετα βολεμένοι, δυο μέτρα παρακάτω, μες στα ζεστά μας σπίτια, οι ντόπιοι εμείς οι Ελληναράδες, σαν αδειανές ψυχές, χλιαρά θα απολαμβάναμε τον πόνο και το πρόβλημα ετούτων των ανθρώπων, αν μέσα από ένα ονειρικό, νοσταλγικό, ερωτικά εξαίσιο τραγούδι, κείνος ο γενναιόδωρος ο νεαρός, καλή του ώρα όπου και να ‘ναι, ίδιος σαν μαγικό απ’ το παράδεισο πουλί πάνω στις πλάτες του δεμένους δεν μας ταξίδευε ψηλά, αργά, αργά κι ανάλαφρα, μακάριους μακριά σε άλλους τόπους να μας πάει. Σε τόπους μακρινούς, πιο αγνότερους, απ’ όσους ζούσαμε ως τώρα, μας τράβαγε σιγά, σιγά μ’ εκείνο το τραγούδι του, και τρυφερά μας πήγαινε σαν μέσα σ’ αγκαλιά Έλληνα πλάνου εραστή, μέχρις εκεί που το αχανές, το άπειρο με γλύκα έσβηνε απαλά κι έκλεινε λίγο, λίγο σε ύπνο ειρηνικό τα μέσα σε παντοτινή νύστα, ανώφελα αλυτρωτική, ψευτομακαριότητας ένοχα βλέφαρά μας. Εκεί, απάνω στην Πλατεία, πόση η σοφία στη καρδιά˙ και πόση η αντοχή μέσα στο δόλιο το μυαλό του κάθε έρμου Ανατολίτη, του κάθε πρόσφυγα, εντός κι εκτός τειχών, από το ίδιο του το τόπο! Εδώ, δυο βήματα τριγύρω, τόσο κοντά απ’ τον Παρθενώνα˙ και μέσα σε πολίτευμα δημοκρατίας μόνο λόγων˙ η αθλιότητα της σιγουριάς το ίδιο παραμένει, ίδια, ψυχρή και αδιάφορη, κι ανάλλαγη εντελώς χιλιάδες χρόνια τώρα. Το πέρα βρέχει ο Θεός, στο τόπο αυτό, που λέγεται και εννοείται πρακτικά τόσους παλιούς αιώνες, πάντοτε στάσιμο εντελώς, το ίδιο παραμένει, μέσα στο μεγαλείο του και μέσα στην ασχήμια του, ένοχα περιτυλιγμένο στα ευτελή χρυσόκουτα της γενικής, όλων μας, της υποκρισίας. Από το τόπο εδώ, την ίδια ώρα ακριβώς, στο κέντρο του πολιτισμού και της ανθρώπινης της Ιστορίας, οι μυρουδιές ακαθαρσίας κι ούρων ήταν διάχυτες παντού. Χλιαρές συνέχεια πετώντας μέσα στον κρύο αέρα, σιγά, σιγά πλησίαζαν, μέσα απ’ ατμούς γλαυκούς, μ’ οσμή θειαφιού κι οξύτητα ανόθευτου βιτριολιού, μέχρι που ‘φθαναν στην Ομόνοια. Μέχρι που ’φθαναν ύπουλα μα όχι κι αδιόρατα και στων ανθρώπων την ομόνοια! Τώρα ακόμα κι η αθωότητα στο τόπο αυτό κατάνταγε μεγάλη αμαρτία! Όχι πολύ μακριά απ’ την Πλατεία Κουμουνδούρου, λιγάκι παρακάτω, την ίδια εκείνη τη στιγμή χαριεντιζόμενη σαχλά, πανάρχαια μπεμπέκα στα γιορτινά της στολισμένη όλη η υπόλοιπη η πόλη˙ σ’ όλο το κέντρο της και μέχρι ένα γύρω μεγάλο από το Σύνταγμα, σα πόρνη πολυτέλειας, ήδη βαφότανε στην γερασμένη όψη της με έκπαγλες μπογιές, και με πανάκριβη νωχέλεια ώρες παρφουμαρίζονταν, μπροστά απ’ το καθρέφτη της, σπάταλα αλείφοντας το μαραμένο της κορμί μ’ αρώματα απληστίας, λίγδας και καυσαέριου˙ και κάπου, κάπου ανάμεσα ποτίζοντας σκληρό το τσιτωμένο δέρμα της μ’ ευγενικές οσμές, από χλιαρές, συγκρατημένες, τσιριχτές κλανιές, που φουσκωμένες μπάκες και κώλοι τουρλωμένοι φίλων, αστών του δήμου της, ξεχειλωμένοι εντελώς έβγαζαν παιανίζοντας θριαμβικά, σαν σάλπιγγες και κύμβαλα αλαλάζοντα, μπροστά στην ομορφιά της. Άψογη και λαμπρή, σαν καθαρίστρια οικιακή σε σπίτι μεγαλοαστικό, περήφανη σε απαστράπτον περιβάλλον, που πήρε άριστα σ’ όλα τα σεμινάρια και σ’ όλες τις πιο πρόσφατες τις εξετάσεις της Ε.Ο.Κ, και μες σ’ ατμόσφαιρα Ευρωπαϊκού θριάμβου, σε Show γριάς καμπαρετζούς τα ρέστα της βιαζότανε να δώσει τότε η πολιτεία. Από καιρό προετοιμαζόμενο έτσι καλά, μ’ όλα τα σφουγγαρόπανά του, περιχαρές κι αστραφτερό μέσα στα χάλια του και μέσα στις μπογιές του, το αμερικανοποιημένο City έτοιμο τώρα ήτανε, να υποδεχτεί λαμπρά, από πολύ νωρίς, περίπου σ’ ένα χρόνο, περίλαμπρο στην απονιά και στην αλόγιστη σπατάλη του μόχθου του ανθρώπινου, το προσεχές Ρωμαϊκό MILLENNIUM. Πάνω στην ίδια τη πλατεία δυο άνθρωποι, ανόμοιοι ανάμεσα απ’ τους Κούρδους, κείνη την ίδια αχάριστη εποχή, ξημεροβράδιαζαν επίσης πάνω στα ίδια πάντοτε του πάρκου τα παγκάκια. Σ’ απόσταση αναπνοής από τους δόλιους ξένους κι από πολύ καιρό πιο πριν, ίδια κι αυτοί εκτεθειμένοι στο ύπαιθρο και στις κακές συνθήκες του, καθημερνά, δύο γερόντια Έλληνες μοιράζονταν τη τύχη τους, μα όχι και τα όνειρά τους` μια και ετούτοι πλέον από την κόλαση που ζούσαν διευκολύνσεις διαφυγής, μες στα κακά γεράματα, με σιγουριά το δείχνανε πως δεν μπορούσανε να έχουν. Ο Αλέξης γιος του άστατου Χαράλαμπου Ραζή και της ωραίας Αφροδίτης, κι έγγονος της Ελένης -κόρης του άρχοντα Ραζή,- φθάνοντας στα πενήντα πέντε του, κι αφού μία ολόκληρη ζωή είχε προηγούμενα αγωνιστεί, με τρόπο ανθρώπινο, κοινωνικά κάποια στιγμή κάπου κι αυτός ν’ ανέβει, το μόνο που κατάφερε ήταν απότομα στο τέλος, ανώνυμος τελείως, άστεγος μόνιμα να καταντήσει υπαίθριος κάτοικος των παγκακιών του κέντρου της Αθήνας˙ και οριζόντιος ρεμβαστής των πέντε αστέρων του ουρανού της. Από εκεί και πέρα αδιάφορος τελείως, γι’ ότι κι αν του συνέβαινε, μες στη κατάντια του την τωρινή, δίχως να πούμε και μ’ αυτό να τη διασκεδάζει, παράξενα εν τούτοις έδειχνε ολοφάνερα πως η κατάσταση αυτή δεν τον πονούσε ιδιαιτέρως. Δίχως να έχει πωρωθεί είχε λυγίσει πλήρως. Αυτό το τελευταίο με ευκολία έφθανε να το παραδεχτεί, όταν λίγες φορές η σκέψη του, τώρα πανέρημη εντελώς, γυρνούσε κάπου, κάπου μοναδικά προσηλωμένη στο μακρινό του παρελθόν κι ανασκοπούσε βάναυσα με συγκατάβαση ειρωνική όλη τη περιπέτεια της προηγούμενης ζωής του. Εδώ που είχε φθάσει σιγά, σιγά είχε αμετάκλητα προλάβει ν’ απορρίψει, γι’ όσο του έμενε υπόλοιπο να ζει, όνειρα ανθρώπων ταπεινά και ελπίδες ανερμάτιστες, που ουδέποτε φτουράνε. Εξάλλου αυτό το τελευταίο έτσι ακριβώς, τουλάχιστον σ’ αυτόν, αδιαμφισβήτητα και πάνω στο πετσί του, από τα πράγματα κι έτσι που εξελίχτηκαν, είχε ολότελα αποδειχτεί. Εν τέλει οριστικά κι έτσι καλά συμβιβασμένος στη κατρακύλα πλέον, μέσα από γρήγορη προσαρμογή, δέχτηκε την κατάσταση˙ κι έκατσε τώρα ήσυχος και από εκεί και πέρα, ξεθυμασμένος πια, σα κλώσα ετοιμόγεννη επάνω στα αυγά της, επάνω στο παγκάκι του. Στο περιβάλλον της πλατείας έφθασε κι άραξε, ο Αλέξης, οριστικά το 1994. Πρωταρχικά μπορεί σ’ αυτή του την απόφαση ρόλο να είχε παίξει μία μεγάλη επιγραφή, που εύκολα διαβάζονταν ακόμη κι από μακριά, στο ξέφωτο απέναντι απ’ τη πλατεία ακριβώς˙ γραμμένη ανορθόγραφα, πάνω σε ένα απ’ τους πολλούς τους μισογκρεμισμένους τοίχους, του άχρηστου -μισό αιώνα πριν- διατηρητέου Γυμνασίου. «ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ ΞΕΝΟΥΣ. ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΙ. ΕΔΩ ΖΟΥΝΕ ΜΟΝΑΧΑ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΑΠ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ!» Έγραφε μεγαλόστομα εκείνη η επιγραφή με μαύρα γράμματα χοντρά. Ξένος στη γειτονιά μπορεί και να ’ταν ο Αλέξης, όμως εκείνο τον καιρό, επάνω και στον πρώτο του τον ενθουσιασμό, νοιώθοντας λεύτερος πως είναι, πήρε την βίζα εύκολα από τον εαυτό του, και λεύτερα, από τους λεύτερους της γειτονιάς των ξιπασμένων αναισθήτων, εγκαταστάθηκε εκεί και μάλιστα μονίμως. Περιεργείας άξιο στα σίγουρα θα είναι˙ το πώς, σε κάποια του στιγμή, φθάνει ένας άνθρωπος απλός, που αγωνίστηκε πολύ για ν’ αποκτήσει πνεύμα, κάποιες ανέσεις αστικές και μια οικογένεια αγαπημένη, να ’χει για στέγη του τον ουρανό, βρέξει χιονίσει, στο λιοπύρι; Χιλιάδες λόγοι υπάρχουνε, που αναπάντεχα μπορεί, μα όχι κι αναπόφευκτα, κάποτε να σε βγάλουνε στο δρόμο, απ’ έξω εντελώς, απ’ των ανθρώπων το μαντρί. Κι άλλοι απ’ αυτούς είναι πασίγνωστοί σε όλους˙ κι εύκολα εξηγούνται από καρδιά ή και μυαλό, ακόμη κι από ψυχιάτρους. Μα είναι κι άλλοι, οι πιο πολλοί, που λίγοι τους καταλαβαίνουν. Πάντως και ανεξάρτητα από ποικίλες εξηγήσεις σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, στο κατρακύλισμα αυτό, που φθάνουν τέτοιοι άσωτοι, σαν του ευαγγελίου υιοί, συνήθως άφεση αμαρτιών απ’ το ανθρώπινο το δίκιο παίρνουν μοναχά εκείνοι, απ’ αυτούς, που δείχνουν μεταμέλεια. Τούτους οι άνθρωποι τους ονομάζουν υγιείς. Οι διάφοροι τσοπάνηδες, εντολοδόχοι του θεού, συνήθεις μεσολαβητές στα θεϊκά τα αλισβερίσια, απ’ τους σωρούς των πλανεμένων, μονάχα εκείνους συγχωρούν, που ικέτες επιστρέφουνε, παρακαλώντας πως και πώς, να τους δοθεί η άδεια να ξαναμπούνε στο μαντρί. Επίγειος παράδεισος φαίνεται να ‘ναι η στρούγκα. Κυρίως η υποκρισία που μέσα της φτουράει η ανθρώπινη απαξία!

ΑΡΝΗΣΗ

Στο περιγιάλι το κρυφό

κι άσπρο σαν περιστέρι

διψάσαμε το μεσημέρι·

μα το νερό γλυφό।


Πάνω στην άμμο την ξανθή

γράψαμε τ’ όνομά της·

ωραία που φύσηξεν ο μπάτης

και σβύστηκε η γραφή।


Mε τι καρδιά,

με τι πνοή,

τι πόθους και τι πάθος,

πήραμε τη ζωή μας·

λάθος! κι αλλάξαμε ζωή।

ΣΕΦΕΡΗΣ

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΝΤΟΠΙΟΙ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ...

Μες στης υποκρισίας όλα χωράνε στο μαντρί, ακόμη και το έγκλημα ανθρώπου κατά ανθρώπου, αρκεί το σύστημα να ευημερεί κι όλα να τα ‘χει ιδανικά κι αρκούντως βολεμένα γι όλους τους βολεμένους। Όλα χωράνε στο μαντρί ακόμη κι οι καταχραστές κι οι βιαστές ακόμη, φύσης, ψυχών και σώματος, αρκεί στα φανερά όλα να μοιάζουν άγια, τι κι αν στο βάθος τους βρωμάνε! Τα πάντα εδώ επαφίενται στον ποιμενάρχη που είναι ο νόμος। Όμως αυτός ο νόμος που αδίστακτοι πάντοτε γράφουνε του κόσμου οι ισχυροί. Πάντως ο δόλιος ο Αλέξης δεν ξέκοψε απ’ το μαντρί ούτε γιατί ήταν δολοφόνος ούτε γιατί ήτανε καταχραστής. Αντίθετα˙ κι εν σχέσει προς τα άλλα της στάνης του τα πρόβατα˙ έντιμος πάντοτε υπήρξε, αν κι αγαθός στη πίστη του, αν το καλοσκεφτείς ότι, παρ’ όλα αυτά, δύσκολα αλλάζουν οι ανθρώποι. Έτσι όμως που ήτανε πραγματικά έξυπνος αλλά κι αρκούντως γνώστης της φύσης των πραγμάτων, για τη φυγή του απ’ το μαντρί, όσο κι αν το ’ψαχνες καλά δεν είχε ανάγκη αυτός απ’ του τσοπάνου του τη δίκαια ή και την άδικη την κρίση. Αστεία ήταν και μικρά τα λάθη της ζωής του! Απλά κάποια στιγμή ξεχείλισε πιο πάνω κι απ τις τρίχες του έξω από αηδία το μυαλό του, και από εκεί και πέρα έβγαλε το καπέλο του, πέταξε τη γραβάτα του και ξέκοψε μακριά απ’ το ποίμνιο των ανθρώπων αράζοντας για τα καλά επάνω στη πλατεία. Έτσι κι αλλιώς είχε προλάβει το κακό καλά να το γνωρίσει στα τόσα χρόνια που ‘χε ζήσει. Το πότε ο λύκος θα ‘φθανε από εκεί και πέρα ήταν το ελάχιστο γι’ αυτόν που είχε σημασία. Για τους πολλούς έμοιαζε τώρα, ο Αλέξης, σαν και να ήτανε καταραμένος, και μάλιστα εκ γενετής εδώ να καταντήσει. Κάποιοι, ενδιάμεσοι βεβαίως, είναι κι αυτό αληθινό, μάταια είχαν προσπαθήσει κάποιες ελάχιστες φορές να του αλλάξουνε μυαλά. Μα εκείνος αμετάπειστος, έτσι που κύλησαν τα χρόνια, πλέον σοφότερος με τον καιρό, δύσκολα πια γινότανε έστω και λίγο να πιστέψει στα τετριμμένα αιώνια ανθρώπινα τερτίπια φιλανθρωπίας και αγάπης. Αμετανόητος ο Αλέξης, ο Ραζής, πάνω στα βρώμικα παγκάκια του κέντρου της Αθήνας βίωνε πέντε χρόνια τους μακρινούς χειμώνες του, τις άνοιξες, και τα καυτά, τα ανυπόφορα τα καλοκαίρια˙ δίχως σεκλέτια και καημούς κι άσκοπες μεταμέλειες για τα μικρά τα λάθη του. Ως είναι φυσικό τούτα τα πέντε χρόνια, γνήσιας και πλέον συστηματικής και με πεποίθηση αλητείας, κάποια στιγμή, αργότερα έφθασαν και περίσσεψαν στο τέλος και τον άδειασαν, από τα μέσα του εντελώς, ως προς αυτό που είχε πριν υπάρξει. Από εκεί και πέρα˙ έτσι διασχίζοντας σβησμένος και ψυχρός την φλογισμένη του την ερημιά, ελεύθερος από αιτίες μπερδεμένες και δισεπίλυτα αιτιατά˙ που οι νόμοι, αγκυλωμένοι αιώνια με ηθική σαν λάστιχο, ουδέποτε τα λύνουν˙ έγινε και κατάλαβε το πιο απλό απ’ τα μυστικά της μοίρας του ανθρώπου, ήτοι αυτό, καθεαυτό το τελικό αδιέξοδο, το μόνο τελικά και αυταπόδεικτα αληθινό, την ίδια δηλαδή τ’ ανθρώπου την μικρότητα και την απύθμενη, στο τελικό το αποτέλεσμα της, τη ματαιότητά του επωνύμου εγώ του. Μετά και απ’ αυτό συμμαζωμένος σαν κουβάρι δεν είχε άλλη επιλογή, πέρα από το άραγμά του, όταν το εύρισκε αδειανό, πάνω στο ίδιο πάντοτε το ξύλινο παγκάκι. Ώρες πολλές κι ατέλειωτες πάνω σ’ αυτό, συχνά αναπαμένος, φιλοσοφώντας κάπου, κάπου, συνειδητά κατάλαβε, πως τίποτα δεν χάνεται από το παρελθόν. Αντίθετα ξεδιάλυνε πως όλα τα ανάποδα και τα στραβά και τ’ άσχετα, τα πέρα κι απ’ τη βούλησή μας, τα όσα δηλαδή η κληρονομικότητα με πείσμα μουλαριού ποτέ της δεν τα λησμονά, μηδέ τα συμψηφίζει, έρχεται πάντα η στιγμή, που πόντο με το πόντο πάλι και πάλι τα μετρά σε κάθε νέα γενεά και τα φορτώνει απάνω της σαν παρακαταθήκη. Στα συμπεράσματα αυτά λιγάκι πριν εκτιναχθεί στον τόπο ετούτο εδώ, είχε ο Αλέξης βοηθηθεί, αν και με καθυστέρηση, κοντά στο τέλος της ζωής του. Και μάλιστα το καταπληκτικό, μέσα ετούτο έγινε από τις λεπτομέρειες, που είχε μάθει τελικά, απ’ όλα τα όσα αφορούσαν τριών γενιών Ραζέϊκων λάθη κι αμέτρητες βρωμιές. Μετά απ’ αυτά, κι έτσι ακριβώς εδώ που τώρα είχε φθάσει, πίστεψε επί πλέον πως απ’ τα λάθη των προηγούμενων δικών του γενεών, κι ιδιαιτέρως μάλιστα από των ίδιων του προγόνων την άκαμπτη αλαζονεία, αν κάτι θα τον διέσωζε ήταν μονάχα απ’ αυτόν τον ίδιο, η πληρωμή στο τίμημα, να ‘ναι κι αυτός ένας Ραζής, με σμίκρυνση να φτάσει στο ελάχιστο, μέχρι ταπείνωσης και εξαφανισμού του επωνύμου εγώ του. Έτσι λοιπόν σμικρύνοντας διαρκώς τον έρημο του εαυτό, και ζώντας όπως ζούσε τώρα, -βάναυσα και εντελώς αντισυμβατικά,- έφθασε να νομίζει, ότι ίσως κάποτε μπορούσε στο τέλος να εξαγνισθεί, να γίνει κάποτε και να γλιτώσει ολότελα από την αδιάκοπη, μες σ’ ένα αιώνα πριν, των επωνύμων του προγονών την αδηφάγα την κατάρα. Βεβαίως κι ήξερε, επί πλέον, το ότι, κανένα άνθρωπο, αν δεν το θέλει ο ίδιος, δεν τον γλιτώνουνε οι άλλοι. Έτσι το ίδιο πίστευε, ότι κανένας άνθρωπος δεν θα τον γλίτωνε κι αυτόν, αν πρώτα δεν τον γλίτωνε μόνον ο εαυτός του. Τότε, και μόνο τότε, του χρόνου τα μηνύματα θα ‘ταν ελεύθερα απ’ το παρελθόν κι αδέσμευτα απ’ τις ανάγκες του αύριο, για να τα κουμαντάρει και να τα πάει εκεί, που άξιζε να πάνε . Όσο ελεύθεροι και να νομίζουνε πως είναι οι ανθρώποι, φοβούμενοι συνέχεια κι οι ίδιοι για την τύχη τους, την δυστυχία την μισούν, όπου και να την συναντήσουν. Γι’ αυτό λοιπόν ξενέρωτοι, στα νύχια τους πατώντας την προσπερνούν με ευκολία΄ σαν και να είναι η ξορκισμένη αόρατη, αν και δυο βήματα κοντά της΄ σφαλίζοντας τα μάτια τους, αδιαφορούν γι αυτή και ευκόλως γίνεται να μην την βλέπουν! Είναι κι ετούτος ένας τρόπος κάθε στιγμή να μην αυτοκτονείς. Μ’ αυτό τον τρόπο ακριβώς γι όλους ανύπαρκτος ο Αλέξης, σαν και να ήτανε κι αυτός, γνωστός, μα ολότελα αγνοημένος απ’ όλους τους κατοίκους εκείνης της ελεύθερης, κατά τα άλλα, γειτονιάς, καθημερνά τον συναντούσες αδιαλείπτως στην πλατεία να κάνει τον αγώνα του μόνο και μόνο να επιζεί. Τελείως βρώμικος, λιγδιάρης, κουρελής, συνέχεια πεινασμένος, πρόωρα τώρα γερασμένος, το ‘δειχνε πια για τα καλά, με πρόσωπο χλωμό, αυλακωμένο από βαθιές και ρυπαρές ρυτίδες, μετέωρος και ριζωμένος στο άγνωστο διάβαινε τον καιρό του. Στη πάγια τούτη του λοιπόν την άσχημη κατάσταση κι έτσι διαρκώς ανάλλαγος όλες τις εποχές, και τούτη τη τυχαία μέρα -ένα Σαββάτο του Δεκέμβρη του 1998- ο Αλέξης ο Ραζής κάθονταν αδιάφορος και ανενόχλητος σχεδόν στις καιρικές συνθήκες, σ’ ένα απόμερο παγκάκι της χιονισμένης πρόσφατα πλατείας Κουμουνδούρου. Όμως, όσο κι αν τώρα πια ο Αλέξης να ‘δειχνε λες συνηθισμένος σ’ απάνθρωπες κι ακραίες καιρικές συνθήκες, ιδιαιτέρως σήμερα το κρύο ήταν τσουχτερό. Ίδιο φαρμάκι μούδιαζε τις γέρικες αρθρώσεις του, που ’τανε μαζεμένες σε στάση λες αμυντική, σαν να φοβότανε οι ίδιες μην σπάσουνε απ το χιονιά, ολότελα αλύγιστες, στη παγωνιά εκτεθειμένες. Δειλά, δειλά για την αρχή, και κάπου, κάπου στο καιρό, αλλά επί ματαίω εν τούτοις, με την ψυχρή ανάσα του χουχούλιαζε τα χέρια του. Είχε ξυπνήσει λίγο πριν, απ’ τον υπαίθριο ύπνο του, και νόμιζε ο ταλαίπωρος, ότι με το χουχούλιασμα αυτό ίσως μπορούσε ανέξοδα να ζεσταθεί λιγάκι. Άδικος κόπος όμως. Γι’ αυτό κι αφ’ ότου γρήγορα τ’ άσκοπο της προσπάθειας το εννόησε για τα καλά, ξυπνώντας πια τελείως, έπαψε πια και με αυτό να απασχολείται΄ κι έβγαλε απ’ το νου του ολότελα, όπως συχνά συνήθιζε να κάνει εδώ και πέντε χρόνια, το κάθε τι το άσχημο που ‘φθανε να τον ενοχλεί. Άρχισε αμέσως έπειτα κι απ’ αυτή την πάγια του προσαρμογή, ήρεμα πια και απερίσκεπτος, σαν κουρδισμένος, να μονολογεί. Πολλές φορές μονολογούσε, μα τώρα που τουρτούριζε έμοιαζε η φωνή του κυρίως μ’ αγκομαχητό. «Ωχ॥ Ωχ॥ Σήμερα θα πεθάνουμε απ’ το πολύ το κρύο!.. Κι έπειτα τι να γίνει!.. Τι φταίει ο καιρός!» Είπε δυο τρις φορές περίπου απαθής, λες κι επαναπαυμένος μόνο απ’ τον ήχο της φωνής του κι όχι απ’ των ίδιων του των λόγων το αγχώδες νόημα τους. Μα ύστερα από λίγο και πάλι ηρεμούσε, μετά από τ’ αστεία ωσάν και κλόουν αλματάκια που ‘κανε, ας πούμε από φιλότιμο, επί κρυσταλλιασμένου τόπου, κοιτώντας πάντα στα κλεφτά με φευγαλέο αίσθημα πικρής παρηγοριάς, τελείως πονηρά μ’ αξιοπρέπεια λιγούρη, τις παρακάτω διάσπαρτες, σ’ όλο το κέντρο της πλατείας, όλο καπνό φωτιές. Φωτιές που οι Κούρδοι είχαν ανάψει με χαρτόνια, και λίγες εύφλεκτες πολύ λεπτές σανίδες, από κλεμμένα ξύλινα κιβώτια μεταφοράς, -ποιος οίδε ποιών παράξενων της κατανάλωσης άχρηστων αγαθών,- άδικα οι ίδιοι οι αφελείς να περιμένουν, πάνω τους πέφτοντας σχεδόν, μπας και λιγάκι ζεσταθούνε. «Που να με πάρει ο διάολος το κρύο το φοβάμαι! Πάντα φοβόμουνα το κρύο! Αλλά και τι μ’ αυτό! Πάντοτε έτσι ήμουνα κι όλα με φόβιζαν από παιδί. Από μικρός, θυμάμαι, φοβόμουν την ανέχεια, και την αντίδραση, γεμάτη ανησυχία, της μάνας μου σ’ αυτήν. Κι έπειτα σαν πήρα και μεγάλωσα πάντοτε ένοιωθα δειλός. Το μέλλον μου για προκοπή φοβόμουνα. Αργότερα, άμα και πρόκοψα λιγάκι΄ κι αφού, γαμώτο μου, παντρεύτηκα μικρός, ολόιδια παιδευόμουνα, συνέχεια τα βράδια, σκεπτόμενος πολλές φορές το μέλλον της αγάπης μου για την γυναίκα μου, την Εριφύλη, που από παιδί είχα λατρέψει τόσο. Το μέλλον των παιδιών μου, στην σκέψη μου επίσης, ήτανε το μαρτύριο μου. Πάντα φοβόμουνα το κάθε τι. Το παρελθόν ολόκληρο μ’ είχε μπολιάσει με το φόβο. Έτσι που αυτό ακόμα και το τώρα, όσο κι αν το προστάτευα με λογισμών άυπνες λες παραπλανήσεις, σαν επανάληψη μοιραία, ίδια με φόβου όχημα οδήγαγε στο αύριο το ίδιο το φορτίο που ‘χε απ’ το χθες μέχρι σκασμού επάνω του τελείως φορτωθεί . Άλλες φορές, σε νύχτες δίχως τελειωμό, πόσο το μέλλον γενικά τούτου του τόπου του άμοιρου δεν έρχονταν να με παιδέψει. Τόσα και τόσα τα κακά που από ανέκαθεν περνάει! Όλα με παίδευαν θυμάμαι. Κι άραγε γλίτωσα επιτέλους;

Monday, September 27, 2010


Καλό σας βράδυ φίλοι και φίλες η επιστολή απευθύνθηκε σε μια καλή μου φίλη που μου είπε ότι η σκέψη μου την συμφιλιώνει.



Αν πράγματι... συμφιλιώνεσαι με αυτό το λίγο.... ο πόνος δεν ξεσκίζει το μυαλό, γίνεται λόγος, λόγος ζωής, άστο το λόγο Τέχνης... μπορείς όχι να συμβιβάζεσαι μα να οδηγείς την ίδια την Ζωή σου, όχι και κατ' ανάγκη σ' αυτό που οι (άλλοι) εννοούν καλό ή κακό, σωστό ή λάθος, αλλά στην ίδια την Ευθύνη, που έχεις, τόσο ως στάση στην Ζωή, όταν κάποια στιγμή την σεβαστείς, μια κι οπωσδήποτε τ' αξίζει αυτό, τόσο κι όταν εν τέλει την γνωρίσεις, μη παίρνοντας την πλέον, έτσι στο γενικά κι αόριστα, ουδέποτε πιά σαν δεδομένη, ( συνηθισμένη). Ναι το πιστεύω και εγώ αυτό, πως μία σκέψη ενός ανθρώπου˙ ενός ανθρώπου που κάποτε απεφάσισε, καλά προετοιμασμένος, να βγάλει έξω την αλήθεια, πάντοτε βοηθάει και τους υπόλοιπους ανθρώπους, να ψάχνουνε τον εαυτό τους προς τα εκεί, που πράγματι κυρίως είναι, όχι η μια η αλήθεια, αλλά το σύνολο της˙ που εν τέλει να 'σαι βέβαιη μόνο η έλλειψη του, μέσα στον Κόσμο ολόκληρο, είναι αυτό που αληθινά και μας πληγώνει... Αυτό, που οι (άλλοι), δυστυχώς, βαριούνται, φοβούνται , το μισούν, ή και ακόμη δεν το καταλαβαίνουν, αλλά με ευκολία όμως το εκμεταλλεύονται μονάχα. Και τι κερδίζουν, θα μου πεις; Μάντεψε....Την στασιμότητα μονάχα διαχρονικά, αυτή που τους βολεύει και δυστυχώς και την εκδίκηση στην ίδια την Ζωή, μια και το πάθος τους γι αυτή, είναι μονάχα η συνήθεια, χαμένοι μια για πάντα, μια και δεν φρόντισαν ποτέ, μια και δεν τόλμησαν ποτέ, πανέμορφη όπως και εαν την Δεις, να την κοιτάξουνε κατάματα, και έστω ακόμη και για λίγο, σ’ όλη της την Αλήθεια , έκθαμβοι να θαυμάσουνε σε κάθε λεπτομέρεια την όλη της την Ομορφιά... Τούτα τα λόγια κάποτε μου τα 'χε πει ένας ωραίος φίλος... Φίλος που έφυγε απ' τη Ζωή στα 33 χρόνια του... Με πήρε νύχτα από την Νέα Υόρκη για να μου πει, Με συγχωρείς; λίγο προτού να ταξιδέψει... Η απάντηση μου, τώρα το ξέρω κι είμαι σίγουρος πως του αλάφρυνε το φόβο..... Θα τα λέμε!!!! Ίσως αργότερα, κάποια στιγμή να το δημοσιεύσω, όχι με τ’ όνομα σου, αλλά με άλλη μορφή… Έχω την μανία να πιστεύω ότι, όσα περισσότερα βλέπουν, ακουν οι άνθρωποι τόσο καλύτερο , γι όλους είναι τελικά!!! Και τ’ αγαπώ το σύνολο μια κι όλοι μαζύ μονάχα αυτό αποτελούμαι…!!! Το ελάχιστο για όλη τη Ζωή… Κι όπου κι αν Ταξιδεύει Αυτή, εν Ειρήνη , Ομορφιά, Αλήθεια, Κατανόηση περισσότερη από τις αντοχές μας, και Ομόνοια και εν τέλει και Αγάπη. Μονάχα αυτά τα ελάχιστα ζητάει η Ζωή για το μεγάλο Θαύμα της να μας φοροαπαλλάσει απ’ τον Μεγάλο Αδελφό της τον Προαιώνιο το Φόβο!!!! Ο Αείμνηστος Κώστας Μανωλκίδης, μεγάλος δάσκαλος μου στην Χημεία, μετέφερε το σπουδαίο απόφθεγμα του Δημοκρίτου νομίζω, αν δεν με απατά η μνήμη στην ακρίβεια ορθογραφική και νοηματική, στις πολύτιμες σημειώσεις του της τότε εποχής μου. Ουδέν εκ του μηδενός γίγνεται, ουδέν εις το μηδέν απόλλυται, γίγνεσθαι δε και απόλλυσθαι το αυτό καθέστηκαι και αλλοιουσθαι…!!!! Τα πάντα ρει, σε κύκλο, και μόνο με τον τρόπο αυτόν μες στη Καλή μας την Υπέροχη Ζωή….. Που Αυτή Ενάρετη και Πάνσοφη δίνει για όλους το σωστο και το καλό δίχως ανάγκη να ‘χει για να συμβουλευτει διεφθαρμένες εξουσίες, απ όπου κι αν προέρχονται. Ακόμη κι εδώ μέσα. Στο εικονικό το Φβ…. Και μόνο έτσι ο Χρόνος μας δεν είναι φαταούλας, Ούτε μυλόπετρες που αλέθουν… Έτσι τουλάχιστον εγώ νομίζω…

Α.Κ… το τραγούδι του Brel είναι για τον φίλο του, που έφυγε... Τέτοια περίπου εποχή έφυγε κι ο δικός μου...


http://www.youtube.com/watch?v=Fi3SwiwsK

Thursday, September 23, 2010


Φαντασίας παιγνίδι ονοματων
Ή Ωκεανιες παραλλαγές του πάθους της Γοργόνας

Πέρασαν χρόνια από τότε
Τότε που οι επιθυμίες μας γεννιόνταν
Κι αργότερα σαν ξετυλίγαμε μαζί την γεύση του ιδρώτα μας
και το κουβάρι της ζωή μας…
και τότε λέγαμε θυμάσαι
ότι κι οι δυο από παιδιά βιαζόμαστε
να γίνουμε μεγάλοι…
να μάθουμε ότι μας φόβισε
τότε που νοιώσαμε
πρώτη φορά τη μοναξιά.
Τότε που ‘ταν ο κόσμος μας,
μπροστά,
ίσα μ’ ενός τσιγάρου δρόμο,
μια απέραντη αλάνα
μέσα στις πορφυρές αυλές των δειλινών
και πέρα τάχατες λευτερωμένος
στης προσμονής τον κόρφο.
Εκεί ακριβώς,
μέσα στα απόκρυφα της θάλασσας τα μέρη….
Εκεί που το ζειμπέκικο αγγελικά χορεύανε οι πλάνοι εραστές…
Δίπλα,
εκεί ακριβώς,
που αρμονικά λικνίζονταν,
σαν κύκνων πούπουλα,
στα μαϊστράλια τα σγουρομάλλικα τα αλμυρίκια.
Χορός της φαντασίας,
ζάλη…
Χορός της φαντάσιας ειν’ ο πόθος….
Ω τι χορός ατέλειωτος,
σε χρωμα και σε άρωμα
ανθων της πικροδάφνης……
Χορός του στερημένου χρόνου
και των περικλειστων των τόπων
είναι η φαντασία…
Πέρα εκεί στις αμπολιές,
άραγε να θυμάσαι;
στα απόκρυφα τα σάλτσινα,
παντοτινά κυρίαρχος ο πόθος
βούλιαζε ασύδωτος τα χάλκινα κορμιά
κι άνομος πλάνευε τις άγουρες ψυχές,
στροβιλισμένα όλα
μες τη καυτή τη ζάχαρη της άμμου
που σήκωναν οι θίνες
κι εκείνη του έρωτα η μυρουδιά,
όλο αψάδα και αλμύρα,
απ τα θαλασσινά
Τα αυγουστιάτικα κρινάκια.

Πέρασαν χρόνια από τότε
Ονειρεμένη η πλήρωση
στο σκηνικό του ονείρου μας…
Φτωχή και ταπεινή η ελπίδα,
σε άσωτο ταξίδι έγνοιας,
μες στην ανέμελη τη φαντασία …
Μες στο ταξίδι εκείνο
το πρωτόγνωρο
που καβαλούσε τον καιρό,
όπως και τα δελφίνια
σαν παίζουν με τα κύματα
και γράφουν πιρουέτες
μακριά μες στον ορίζοντα,
χωρίς ποτέ να σταματά να πλέει
κι ανέξοδο δίχως ποτέ να τελειώνει,
όπως κι η εφηβεία μας…
θυμάσαι;
Τέτοια σου έλεγα θυμάμαι
και γέλαγες,
σαν και να λέγαμε μαζί την ίδια ιστορία,
κι αναβοσβήναμε στόμα στο στόμα τα τσιγάρα
κι ιδρώναμε,
και γέλαγες,
κι εγώ μεγάλωνα
κι εσύ μ’ ακολουθούσες….
Μέρες ατέλειωτες
μες σε στιγμές γιορτής πασχαλινής
όπως σε λιτανεία
που τα εξαπτέρυγα και η εικόνα προηγούνται…
το 'να δυο βήματα απ’ το άλλο....

Πέρασαν χρόνια από τότε...
Δεν σ’ ήξερα
και πώς να σε γνωρίζω…
η απόσταση του χρόνου
πάντοτε παρεμβάλλεται…
ακόμη κι αν εκεί,
στον ίδιο τόπο,
ανήξεροι τότε παλιά πάντοτε επιστρέφοντας
γράφαμε το όνομα μας…
Άλκης…
κι εσύ συμπλήρωνες Ελένη…
έγραφα Αλέξανδρος…
κι εσύ συμπλήρωνες Μυρτώ…
Ανθέμιος… και Ίρις…
Ότι κι αν έγραφα,
στο τέλος,
τι παράξενο;
πάντοτε έγραφες Γοργόνα…
μ’ ένα δειλο θαυμαστικό….
Κι εγώ σκεφτόμουνα Ωκεανός...
Κι ήρθε ο καιρός,
θυμάμαι,
που το παιγνίδι έπαψε,
εκεί ακριβώς πάνω στην άμμο…
πάνω στην άμμο την καμένη..
άργιλος ήταν και φωτιά,
πυρπολημένα κρύσταλλα ήτανε οι ψυχές μας,
κορμιά πυρπολημένα….
Κορμιά από το φως καμένα..
Κι ήρθε ο καιρός,
θυμάμαι,
που πάψαμε να παίζουμε…
που γράφαμε κοντά, κοντά,
σμιχτα,
το όνομα μας,
μια καρδιά τεράστια
και την χρονολογία…
Εκεί που αργότερα,
θυμάσαι;
λίγο πριν φθάσει,
της λύτρωσης,
η άγια νύχτα
ανάψαμε
σαν τα παιδιά
την πρώτη μας φωτιά…
δυο βήματα απ τα κοχύλια
κι απ τα τραγούδια των σειρήνων…
Εκεί που σταθηκε δειλή η αγάπη μας,
για λίγο…
ατυχοι εμεις,
ανάψαμε εκεί την πρώτη πυρκαγιά,
την άγουρη απόφαση,
την πρώτη μας την γνώση…
Σκιρτήματα και κραδασμοί,
κατάσαρκα στην άμμο…
σαν ψάρια αγκιστρωμένα στη ζωή
Κι απέλπισια,
ατέλειωτη,
του απύθμενου του βάθους,
μες στη θολή αχλή
που ανέβαινε στους Ουρανούς,
σαν τελευταίο αντίο….
Εκεί ακριβώς
που γένναγαν, νερό γλυφό στην δίψα μας,
οι αστείρευτοι οι Ωκεανοί…
Οι Ωκεανοί του πάθους..
Του πάθους της αγάπης…..

Πέρασαν χρόνια από τότε
Κι είπες θα φύγω μακριά
Σ’ έχασα,
λίγο, λίγο
και φαίνεται παντοτινά..
Και γύρναγα εκεί συχνά..
Κι έγραφα το όνομα σου..
Κι ο δρόμος ήταν έρημος
σαν δρόμος εφηβείας…
κι ήτανε,
έτσι ίδια,
σαν και να σ’ έβλεπα ξανά,
σαν και να πέταγε η ματιά μου
σαν έφηβου φυγάδα
πάνω στο όνομα που είχε σβήσει,
όχι η μνήμη,
μην πιστέψεις,
ή έλλειψη ή ο καιρός…
Μια λέξη απλή διαλυμένη,
σαν την πολύκαιρη δαντέλλα…
Πικρο κι αγαπημένο όνομα,
σαν το ροδόνερο να τρέχει μες απ’ τα βλέφαρα ενός τυφλού….
Απλά έτσι την ένοιωθα την λέξη,
όπως εξ άλλου και την μοναξιά…
Έτσι την φανταζόμουνα,
όπως και τώρα ακριβώς…
Και πώς να την ξεχάσω
πάνω στην άμμο την καμένη
εκεί που σμίξαμε…
για τελευταία μας φορά…
Εκεί ακριβώς που την αφήσαμε,
τότε χίλιες φορές γραμμένη,
η τύχη τώρα έγραφε,
μονάχα,
Ωκεανός.

Πέρασαν μέρες από τότε..
Πόσες;
Δεν τις μετράω πια
Κι ακόμη περιμένω…..
Α… Κ….

Wednesday, December 16, 2009

επιτέλους κάτι αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε...

Μήπως εκεί που κατασκεύαζονται οι Νόμοι επικρατεί η Ιαβέριος κατεύθυνση!

Σε όλα αυτά˙ τα τόσα πολλά, που είπε εχθές το βράδυ, στον χαριέστατο κο Πρετεντέρη, ο κύριος Μητσοτάκης, που ούτε λίγο ούτε πολύ ό ίδιος, με το γνωστό ύπουλο τρόπο της έμμεσης προπαγάνδας του, κόντεψε να μας γεμίσει με ενοχές όλους μας τους Έλληνες, ως υπερκαταναλωτικά τέρατα που δεν φειδόμαστε την μοίρα των νεώτερων γενιών˙ ενδιαφέρουσα απάντηση αποτελούν κάποιες επισημάνσεις από το άρθρο του σημερινού ριζοσπάστη, που δεν θα μας κάνει κακό αν τις διαβάσουμε:
ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΓ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΑΡΧΗΓΩΝ
Με την ξεκάθαρη θέση ότι γενεσιουργός αιτία της οικονομικής κρίσης είναι η ίδια η λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος και όχι τα υπαρκτά ζητήματα της διαφθοράς, το ΚΚΕ συμμετείχε στη χτεσινή συνάντηση των πολιτικών αρχηγών που συγκάλεσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με θέμα τη διαφθορά και τη διαφάνεια. Όπως είχε από την πρώτη στιγμή προειδοποιήσει το ΚΚΕ, τίποτα ουσιαστικό δεν προέκυψε για τα λαϊκά στρώματα από τη χτεσινή σύσκεψη. Οι προτάσεις που κατατέθηκαν από την πλευρά των κομμάτων αντανακλούν τη στρατηγική τους, είναι λίγο έως πολύ διατυπωμένες αρκετές φορές και από αυτή την άποψη, τίποτα πραγματικά καινούριο δεν ακούστηκε. Εκ μέρους του ΚΚΕ, η ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος Αλέκα Παπαρήγα επανέλαβε ότι η διαφθορά είναι σύμφυτη με το σύστημα της εκμετάλλευσης και πως η κυβέρνηση έχει αντιλαϊκό σχέδιο εξόδου από την κρίση, στο οποίο το ΚΚΕ δεν πρόκειται να προσφέρει καμιά συναίνεση. Ξεκαθάρισε ότι το ΚΚΕ, χωρίς να παραγνωρίζει τα υπαρκτά σκάνδαλα, επικεντρώνει στα πραγματικά προβλήματα του λαού. Παράλληλα, κατέθεσε σειρά προτάσεων και μέτρων που χτυπάνε στην καρδία της την καπιταλιστική κερδοφορία και ξεσκεπάζουν -στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό- την πολιτική της διαπλοκής του κράτους με τις επιχειρήσεις σαν το βασικό θερμοκήπιο όπου εκκολάπτεται η διαφθορά.
Ανάμεσα σε άλλα, το ΚΚΕ ζήτησε να αλλάξει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, να καταργηθεί το φορολογικό απόρρητο παντού, να φορολογείται το μεγάλο κεφάλαιο με 45%. Η Αλέκα Παπαρήγα στάθηκε σε μεγάλα και υπαρκτά σκάνδαλα σε βάρος του λαού, όπως τα χρέη τραπεζών και κυβερνήσεων στα ασφαλιστικά Ταμεία, η διασπάθιση των αποθεματικών των Ταμείων στο Χρηματιστήριο, οι οφειλές του κράτους προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση, η βουλευτική σύνταξη κ.ά.
Τέλος, με αφορμή τη συζήτηση για τα οικονομικά των κομμάτων, η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ ξεκαθάρισε για μια ακόμη φορά πως το Κόμμα δεν πρόκειται να δώσει σε κανέναν τα ονόματα των χιλιάδων μελών, φίλων και οπαδών από τα λαϊκά στρώματα που το ενισχύουν από το υστέρημά τους, ενώ σε ό,τι αφορά το νέο εκλογικό νόμο ξανάβαλε τη θέση του ΚΚΕ για απλή αναλογική και λίστα. Τις θέσεις που το ΚΚΕ παρουσίασε στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, αλλά και τη στάση του Κόμματος απέναντι στις απόψεις που διατυπώθηκαν, παρουσίασε η Αλέκα Παπαρήγα σε συζήτηση που είχε με τους δημοσιογράφους στα γραφεία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κόμματος στη Βουλή, αμέσως μετά τη σύσκεψη. Την εισηγητική ομιλία της ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και τις ερωταπαντήσεις με τους δημοσιογράφους καταγράφει ο σημερινός «Ρ».

Ένα μικρό παράδειγμα στην πρώτη παράγραφο των υποσημειώσεων μου αποτελούν οι νόμοι του σημερινού συστήματος, που στην Πάτρα προ έτους πρωτοδίκως κρίθηκε σκάνδαλο κατά όλων των ασφαλιστικών ταμείων με 13ετη φυλάκιση των υπευθύνων, αλλά με αναστολή! Αν όλο το σύστημα δεν όζει, τότε πράγματι βρωμάμε όλοι μας!

Επίσης για να αποδώσω τα του καίσαρος τω καίσαρι, αναρωτιέμαι τι φοβάται το Κ.Κ.Ε; Αν είναι και δώσει τα ονόματα των δωρητών του, δεν νομίζω ότι θα μπουν φυλακή, γιατί αν πράγματι μπουν και είναι τίμιοι, τότε θα 'χει μπεί πριν απ' αυτούς και πάλι όλος ο λαός πίσω απ' τα κάγκελα. Κι εδώ η αδιαφάνεια κι ο εξ' αυτής διασυρμός δεν ωφελεί κανένα.

άγγελος κότσαρης

Thursday, November 26, 2009

Μία απ' τις ωραίες ταινίες του φετινού χειμώνα!

Micmacs à tire-larigot
Ή ΜΙΚΡΟΑΠΑΤΕΩΝΕΣ ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ

Μετά από τη συνέντευξη στην εφημερίδα Έθνος της κυρίας Ιωάννα Παπαγεωργίου με τον ίδιο τον δημιουργό ˙ αν στα Ελληνικά ο τίτλος της ταινίας του Micmacs à tire-larigot (όπως είναι και ο πραγματικός τίτλος της ταινίας του), κατά τη δήλωση του δημιουργού της σημαίνει «μανούβρες με πάρα πολύ δράση»˙ σε δική μου ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «Μεγάλος Κομπιναδόρος», και μάλιστα σ’ αυτά τα ελληνικά ακριβώς που τα λέει μια ελληνίδα μάνα στο άτακτο παιδί της, κουνώντας συνάμα χαρακτηριστικά το δάκτυλο της. «Είσαι μεγάλος, μεγάλος Κομπιναδόρος εσύ!» Έτσι για μένα στη ταινία, ο «τίτλος» υπερέβη την αφηγηματική πλοκή του σεναρίου, και μέσα σε ρομαντική ατμόσφαιρα, μέσω ενός κανονιού, εκτοξεύτηκε ψηλά για να συναντήσει και να αφομοιωθεί στο σύνολο της, σε ένα μοριακό σύνολο αδιάσπαστο, με το οραματικό άτομο, με το γητευτη της εικόνας, το γητευτή της ανθρώπινης ψυχής, μεταφορικά τον μεγάλο Κομπιναδόρο της Σκηνοθεσίας τον Ζαν Πιέρ Ζενέ.
Βαθιά τρυφερός, παραμυθένιος σχεδόν αλλά κι εκεί που πρέπει πάντα με ανθρώπινη ματιά, έστω και με εικόνα τηλεόρασης, ξεπερνά τη μιζέρια μας προσθέτοντας εικόνες, εικόνες δικές του με δράμα αλλά και γέλιο μαζί. Σκουντάει την καρδιά μας μαγικά κι ανεπαίσθητα, σκουντάει τη φαντασία μας, δεν ευτελίζει τίποτα ακόμη και τα σκουπίδια μας τα κάνει να μοιάζουν ονειρικά. Σαν άτακτο παιδί τα κάνει όλα να μοιάζουν εκτός αλλά και μέσα στη πραγματικότητα˙ κι αν φλυαρεί ελάχιστες στιγμές, πάλι σαν άτακτο παιδί με την αγνότητα του μας υπενθυμίζει ότι κι η αγνότητα δεν είναι αλάθητη κι έχει κι αυτή το δικαίωμα να υπερβάλει!
Στον δοκιμασμένο διαχρονικά Πολιτισμό της Ευρώπης, αν και ο δρόμος του Κινηματογράφου δεν φαίνεται ότι τελικά δεν φτούρησε, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, στο μινιμαλισμό στην αφήγηση, εν τούτοις στο εικαστικό αποτέλεσμα, στην καλλιέργεια της κατανόησης, σκηνοθέτες σαν τον Ζαν Πιέρ Ζενέ, με το δικό τους προσωπικό στυλ, ξέρουν εμβόλιμα να μας ενθουσιάζουν και να μας διαπαιδαγωγούν˙ και κυρίως να μας κάνουν συμβολικά οπαδούς μιάς διαρκούς αναζήτησης στο χθες στο σήμερα και στο αύριο των πραγματικών αξιών και πεπρωμένων των γηραιού πολιτισμού μας.
Μετά την «Αμελί» είχα την γνώμη ότι, τόσο περιεκτικά σ’ αυτή σημαδεμένος ο Ζενέ, θα ‘ταν δύσκολο να πάει παραπέρα. Κι όμως βλέποντας την καινούργια του ταινία, είδα ότι πάντα θα έχει κάτι να μας πεί, πέρα από την πονηριά του και την ευρηματικότητα κάτι καινούργιο θα βρίσκει για να μας γοητεύσει.
Η αφηγηματική ιστορία εύκολη στην κατανόηση και το ηθικό δίδαγμα απ’ όλους κατανοητό, αν κι όχι εμπεδωμένο στη συνείδηση μας. Όμως η μαγεία της κινηματογραφικής γλώσσας, είναι ο δρόμος της συνειρμικής μας αντίδρασης και πάλης για τον εφιάλτη του πολέμου και των εμπόρων όπλων…ναρκωτικών και πάει λέγοντας !
Η φωτογραφία αλλά και πολλά από τα πλάνα καταπληκτικά μέχρι παραμυθένια!
Οι ηθοποιοί δοκιμασμένοι ξανά, και μη, από τον ίδιο σκηνοθέτη: ο Dany Βoon στο ρόλο του ρομαντικού αλλά και πανέξυπνου Bazil, και η Julie Ferrier στο ρόλο της La mome caoutchouc, άξιοι ερμηνευτές και οι δύο της ζωντάνιας των ιδιόρρυθμων χαρακτήρων του σεναρίου˙ η παλιά αλλά πάντα έξοχη ερμηνεύτρια του Ζενέ Yolande Moreau στο ρόλο της Tambouille, o Andre Dussolier και ο Nicolas Marie άξιοι ερμηνευτές του κακού, o υπέροχος Jean Pierre Marielle, ο Omar Sy , η Dominique Piniom αλλά και ο Urbain Cancelier, όλοι μα όλοι συμβάλουν στην δύσκολή ερμηνευτική σημασία των ρόλων τους.
Τελικά μια ταινία, περίπου αντισυμβατική, που όμως δεν της λείπει ο προβληματισμός, η νοσταλγία, η μαγεία αλλά και το καλό και έξυπνο χιούμορ!
Σας τη συνιστώ χωρίς επιφυλάξεις!

Άγγελος Κότσαρης

27.11.09

Wednesday, November 25, 2009

Irene Papa!

Ειρήνη Παπά στο Ζορμπά
Δεν ξέρω γιατί αλλά εντελώς αυθόρμητα σήμερα μου 'ρθε στο μυαλό το αισθαντικά τόσο πολύπλευρο και υπέροχο ταμπεραμέντο της μεγάλης Εθνικής μας ντίβας Ειρήνης Παπά. Να 'σαι καλά για πάντα!

Monday, October 26, 2009

Το Σαλώτο. Τρίτο βιβλίο (υπό συγγραφή) Άγγελου Κότσαρη

Rembrandt Harmenszoon van Rijn
Η επιστροφή του Ασώτου

ΤΟ ΣΑΛΩΤΟ

Μέρος Πρώτο
Ντόπιοι και Ξένοι
Ανάπτυξη της πρώτης σκηνής
Δεκέμβριος του 1998 στην πλατεία Κουμουνδούρου

Κατά τα μέσα Δεκεμβρίου του 98 περίπου χίλιοι ξένοι, ρακένδυτοι και πεινασμένοι, κυρίως Κούρδοι οι πιο πολλοί μ’ ελάχιστους ανάμεσά τους Αλβανούς, έξω στο ύπαιθρο και μέσα στα ανύπαρκτα ελέη του θεού τελείως εγκαταλειμμένοι, άστεγοι διαρκώς πάρα πολύ καιρό, συνέχιζαν να ζούνε σαν τα αδέσποτα σκυλιά, επάνω στην πλατεία Κουμουνδούρου.
Τούτοι πριν πέντε μήνες τελείως ξαφνικά, λες κι απ’ το πουθενά, σαν βατραχάκια που τα’ χε φέρει από το άγνωστο η βροχή, είχανε φθάσει εδώ την περασμένη άνοιξη κι είχανε πρόχειρα στους άδειους χώρους της κατασκηνώσει.
Πέρα απ’ τις άλλες δυστυχίες, ξεριζωμός, ορφάνια, ταλαιπωρία, πείνα, ατέλειωτες ήταν εκεί οι μίζερες οι ώρες τους, άπραγοι όπως έμεναν επάνω στη πλατεία απ’ το πρωί ως το βράδυ.
Δουλειά δεν είχανε έτσι κι αλλιώς. Και βέβαια που να πήγαιναν, έστω και για σεργιάνι, άγνωστη κι ακατάδεκτη κι έτσι χαώδης που ‘τανε, γι’ αυτούς τους νέους κι άβγαλτους, ετούτη η ξένη πόλη. Ακόμη κι αν ξεφεύγανε κάποια στιγμή περίεργοι λίγο πιο έξω απ’ τη πλατεία, στους παραδίπλα δρόμους, ειδοποιημένοι από έντρομους συμπατριώτες τους, που ήδη την πατήσανε σαν είχαν δοκιμάσει κάτι ανάλογο να κάνουν, είχαν τη βεβαιότητα πως μια και δεν διέθεταν τις περιβόητες εκείνο τον καιρό ονειρεμένες άδειες προσωρινής διαμονής, στα σίγουρα θα κλείνονταν κατά δεκάδες στριμωγμένοι μέσα στους αποπνικτικούς τους τοίχους κάποιας ανήλιαγης, θεοσκότεινης και μουχλιασμένης φυλακής.
Εντεταλμένοι φύλακες της δημοσίας τάξης, με ζήλο απεριόριστο στο κρατικό συμφέρον, τόσο, -όσο για τίποτ’ άλλο στη τετριμμένη τους έτσι κι αλλιώς, το συνηθέστερο, ρουτίνα- νυχθημερόν και επί μονίμου βάσεως, γύρω και δίπλα απ’ την πλατεία, προφύλασσαν την κοινωνία των Αθηναίων Γκάγκαρων, απ’ τους βρομιάρηδες αυτούς, πάνοπλοι σαν τους αστακούς νταβραντισμένοι ΜΑΤατζίδες.
Σε τελική ανάλυση και για τους πιο επάνω λόγους ή και για άλλους άγνωστους, όπως της εθνικής ασφάλειας, των τουρκικών και των αμερικάνικων σκοπιμοτήτων, οι Κούρδοι τότε στην Ελλάδα ήτανε λεύτεροι κατά τα άλλα, βεβαίως όμως μόνο και μάλιστα αυστηρά μέσα στο υπαίθριο αυτό το κολαστήριο της πλατείας.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, απ’ το πρωί ως το βράδυ και μες σε στριμωγμένους, απ’ το αδιαχώρητο του πλήθούς τους, σχηματισμούς τους έβλεπες συχνά συμμαζωμένους σε μικρές ομάδες ακατανόητα συνέχεια να χειρονομούν και μετρημένα κι άδειοι από συναίσθημα διαρκώς να προσπαθούν ουδέτερα κι αόριστα εντελώς να συνδιαλεχτούν, μιλώντας μεταξύ τους με γλώσσα ήρεμη κι άψυχα υποτονική.
Αν και πραγματικά ποτέ στο βάθος η κουβέντα τους δεν έδειχνε να έχει στοιχεία πάθους ή παραφοράς μιλάγανε συνέχεια ανασκαλεύοντας διαρκώς γύρευε ποιους καημούς τους, ή ποια κρυφά τους όνειρα, όνειρα ταπεινά που η ξενιτιά, ίδιο σκουλήκι εδώ, είχε αρχίσει λίγο το λίγο τώρα σα ξύλο να τα ροκανίζει.
Ανάμεσα απ’ τους πρώτους υπήρχαν κι άλλοι βέβαια, λιγότεροι όμως τούτοι, οι οποίοι μάλιστα, απόμακρα απ’ τους πολλούς, έκοβαν βόλτες μοναχοί τους επάνω – κάτω, διαρκώς στα περιθώρια της πλατείας. Αυτοί οι τελευταίοι, τελείως απομονωμένοι κι αμίλητοι συνέχεια, ξεχώριζαν από μακριά κι από τους περισσότερους, τους άλλους τους συμπατριώτες, σε τρεις ομάδες τύπων.
Οι πρώτοι δείχνανε ψυχροί κι αδιάφοροι στο περιβάλλον, κυρίως στη μιζέρια του τόπου, των ανθρώπων, του θολωμένου οράματος τους για μια καλύτερη, μακριά από το τόπο τους, ζωή. Κι ήτανε το ανάστημα όλων αυτών σα του βαρβάτου του άλογου, περήφανα στητό. Πιο ζωντανοί απ’ όλους, μονάχα αυτοί σου ‘διναν την εντύπωση ότι με σιγουριά προσβλέπανε πολύ μακριά συνέχεια. Αν και το βλέμμα τους ήτανε άδειο απ’ την πείνα εντελώς, εν τούτοις ξύπνιο καθαρά και πλούσιο σου φάνταζε μες στη ψυχή το παραπέρα όραμά τους. Κι όλο και πιο μακρύτερα τους πήγαινε, στα μάτια σου, το θάρρος τους συνέχεια, απ’ όσα η κατάντια προσωρινά τους έκλεινε μες σ’ ένα εμποδισμένο πρόσκαιρα ορίζοντα να δούνε. Μάλλον αποτελούσανε αυτοί τους πιο νεότερους και ως απ’ αυτό στα σίγουρα τους πιο ονειροπαρμένους, άρα, μα και γι’ αυτό τους πλέον τολμηρούς˙ ή και στο κάτω, κάτω της γραφής κάποιουςέστω και λίγο τυχερούς, που μοναχά γι' αυτούς ξενητεμένοι συγγενείς τους σε κάποιο μέρος της Ευρώπης μαζεύοντας το υστέρημα τους, θα φρόντιζαν κάποια στιγμή να τους διευκολύνουν στη ξέφρενη πορεία τους προς τους παράδεισους της Δύσης!
Μέσα στον κόσμο τους χωμένοι οι δεύτεροι παράξενα κινούμενοι συνέχεια το ίδιο επάνω – κάτω στην πλατεία, κρατούσαν με ευλάβεια μες στη παλάμη τους χωμένα μικρά, στα αραβικά γραμμένα φθαρμένα κείμενα, που ήτανε μάλλον ιερά, κι αποστηθίζανε διαρκώς στοίχους απ’ το κοράνιο.
Αλλιώτικοι στα σίγουρα ετούτοι από τους άλλους, έδειχναν λες κι ήταν ξεκομμένοι από το πλήθος εντελώς. Σαν τα φτερά στον άνεμο έδειχναν να πετούσαν άσπιλοι και ανέγκιχτοι μακριά από το γήινο κόσμο, και σαν από εγκαρτέρηση παράλογα ανθεκτική, αφοσιωμένοι εντελώς σε νεύματα αόρατα, έμοιαζαν να αναζητούνμ' επιμονή μεγάλη πίσω από σύννεφα βαριά ίχνη ελάχιστου φωτός σ’ ένα περίκλειστο και πετρωμένο εμπρός τους απόμακρο ουρανό.
Οι τρίτοι, οι τελευταίοι, τελειωμένοι σίγουρα, δεν έμεναν αμίλητοι, αφοσιωμένοι εντελώς στα τρίσβαθα του χάους της ψυχής τους, δεν διάβαζαν με προσοχή σούρες απ’ το κοράνιο, και δεν προσεύχονταν γονατιστοί σ’ ένα θεόκουφο Θεό. Τελείως απομονωμένοι, όρθιοι αν και λυγισμένοι ολότελα, σέρνονταν πάνω κάτω και φανερά εντελώς παραμιλούσανε συνέχεια, χειρονομώντας σύγχρονα τελείως παλαβά. Υπάρξεις έτσι έδειχναν διαγραμμένες καθαρά απ’ τα κιτάπια της ζωής. Χρεοκοπημένες εντελώς ανθρώπινες υπάρξεις. Κι αν κάτι τούτοι δήλωναν ξεκάθαρα παντού, σ’ όλο το φάσμα του ορατού και σ’ όλες τις αισθήσεις, ήταν το απλούστερο και το αυτονόητο αυτό, το ότι δηλαδή η απελπισία τους βαθιά κι ανυποχώρητη τελείως είχε εξαντλήσει ολότελα και πλέον και οριστικά στον τόπο εδώ του μαρτυρίου τα όρια της ζωής τους.
Έτσι περίπου, πάνω, κάτω, γι’ όλους αυτούς που επέζησαν, κι εκ των υστέρων βέβαια, ίδια ακριβώς αργά, αργά πέρασε η άνοιξη νωθρή κι ακόμη πιο χειρότερα, σταματημένο εντελώς, τελείως βραδυκίνητο μέσα στη μπόχα και μες σε καύσωνα πρωτοφανή πέρασε και το καλοκαίρι. Μα κι έπειτα το ίδιο ετούτοι κολλημένοι εκεί, χωρίς τα βάσανά γι’ αυτούς τελειωμό να δείχνουν, έφθασαν τα χειρότερα με τον χειμώνα που ‘χε ενσκήψει.
Η βαρυχειμωνιά του 98 ήταν απ’ τις χειρότερες τα τελευταία χρόνια. Πρώτη φορά στα χρονικά της πόλης της Αθήνας, δυο συνεχή μερόβραδα, εκείνο το Δεκέμβρη, το χιόνι, αδιάκοπο στο κέντρο της Αθήνας, δεν έλεγε να σταματήσει.
Παρατημένοι εντελώς από την ξένη κοινωνία μέσα στο καταχείμωνο στο έλεος της μοίρας τους, σφίγγοντας δόντια και καρδιά κι μ’ αδρανή ωσάν νεκρά μες στα ισχνά κορμιά τους τα αδειανά στομάχια τους, συνέχιζαν ίδια απαθείς να παραμένουν, τελείως απομονωμένοι, σε συνεχή εξαθλίωσή επάνω στη Πλατεία.
Παράξενα εντελώς κι αυτές τις τελευταίες μέρες, μες στην απελπισία τους, το ίδιο άπραγοι και τώρα, κι ενώ ο καιρός αγρίευε διαρκώς και περισσότερο, χωρίς να προκαλούν κανένα, ευγενικοί, δίχως να ζητιανεύουν, κι ίσως και το χειρότερο, μη έχοντας αλλού κάπου καλύτερα να πάνε, επέμεναν να μένουνε στον ίδιο τούτο τον υπαίθριο χώρο, εκτεθειμένοι άσχημα στον επικίνδυνο καιρό επάνω στη στρωμένη, τώρα για τα καλά, με παγωμένο χιόνι Πλατεία Κουμουνδούρου.
Όμως, χειρότερα από τις άλλες, τις δύο τελευταίες μέρες, καθώς αγριεμένος ο καιρός έφθασε στ’ απροχώρητο, σαν κοίταζες ολόγυρα με θλίψη το τοπίο, πέρα απ’ το χιόνι το πυκνό και μία ύπουλη σιωπή, που κούρνιαζε απειλητική σ’ ολόκληρο το τόπο, το μόνο που σε ξάφνιαζε, ήταν που λες στα ξαφνικά τώρα αφιλόξενη εντελώς, πλέον νεκρή τελείως εκείνη η πλατεία έδειχνε επιφανειακά σε πρώτη θέασή της περσότερο απόκοσμη, πανέρημη και εγκαταλειμμένη απ’ όλους τούτους τους ανθρώπους.
Έμοιαζε λες και ξαφνικά κάποια στιγμή απότομα να ‘χε η γη ανοίξει και τους κατάπιε αύτανδρους τούτους τους άμοιρους ανθρώπους, μια και σπανίως τώρα πια, αριά και που τους έβλεπες στο ύπαιθρο να εκτίθενται και να κυκλοφορούν. Σαν τα ποντίκια τρυπωμένοι μέσα σε μία φάκα, έμεναν όλη μέρα, με το μισό τους το κορμί όχι καλά προφυλαμένο, μέσα σε μουσκεμένες απ’ το χιονόβροχο σκηνές -ενός ατόμου τσίμα, τσίμα,- από χαρτόκουτα φτιαγμένες που κάθε μέρα μάζευαν από τα γύρω μαγαζιά.
Τώρα συνέχεια η πλατεία, έρημος τόπος έμοιαζε μέσα στο χιόνι σκεπασμένη. Και μόνη ένδειξη ζωής έδιναν κράζοντας διαρκώς κάμποσες μαύρες κάργιες, οι οποίες φοβισμένες θέλοντας να προφυλαχτούν απ’ τη κακοκαιρία, πετάγανε ανήσυχες, και βιαστικές και πάλι μες σε λίγο έντρομες απ' τη παγωνιά ξαναγυρίζαν να φωλιάσουν μέσα στις γύρω απ' την πλατεία στέγες.
Σαν ένα ξεχασμένο απόμακρο, ακριτικό χωριό μας, που ο καιρός το στοίχειωσε κι οι δύσκολες οι μέρες, και που το ερήμωσε στα ξαφνικά σα σάβανο το χιόνι, θα ‘μοιαζε τώρα ο μαχαλάς των ξένων, αν μέσα στη σιωπή και την ακινησία, που άπλωνε άγρια και θυμωμένη η παγωνιά, στα πάντα εκεί τριγύρω, δεν ακουγότανε συχνά, κι αυτό όλη τη μέρα συνεχώς, μοναχική, κρυστάλλινη, παραπονιάρικη η φωνή κάποιου νεαρού ανατολίτη. Ενός αοιδού εξαίσιου της πίκρας και της μοναξιάς, που τραγουδώντας ένωνε με το τραγούδι του αυτό νταλκάδες ταπεινούς κι όνειρα αχρωμάτιστα, μνήμες κι ελπίδες και παλιές, πίσω στο τόπο τους, παρατημένες μεν αλλά αξέχαστες αγάπες.
« Γιαμπίμπι.. Γιαμπίμπι ..Γιαχαμπίμπι..»
Ναι τόπος θα ’μοιαζε θανάτου στα σίγουρα τούτες τις μέρες η πλατεία, αν το τραγούδι ενός νεαρού συχνά πυκνά κι ακούραστα, μες απ’ τα μουδιασμένα τα βάθια της ψυχής του, σαν προσευχή παρήγορο και σαν καημός αγιάτρευτος, δεν έβγαινε καυτό, τον παγωμένο εκείνο τόπο, κρανίου τόπο αληθινό, σαν ήλιος να ζεστάνει.
Έτσι ακριβώς, με όλα αυτά, σε τόπο που μας πλήγωνε είχε ξανά μετατραπεί, όπως κι άλλες φορές στο παρελθόν από ανάλογες Ελλήνων περιθωριακών δραματικές σκηνές, κείνες τις μέρες η Πλατεία. Κι άνετα βολεμένοι, δυο μέτρα παρακάτω, μες στα ζεστά μας σπίτια, οι ντόπιοι εμείς οι Ελληναράδες, σαν αδειανές ψυχές, χλιαρά θα απολαμβάναμε τον πόνο και το πρόβλημα ετούτων των ανθρώπων, αν μέσα από ένα ονειρικό, νοσταλγικό, ερωτικά εξαίσιο τραγούδι κείνος ο γενναιόδωρος ο νεαρός, καλή του ώρα όπου και να ‘ναι, ίδιος σαν μαγικό απ’ το παράδεισο πουλί πάνω στις πλάτες του δεμένους δεν μας ταξίδευε ψηλά, αργά, αργά κι ανάλαφρα μακάριους μακριά σε άλλους τόπους να μας πάει.
Σε τόπους μακρινούς πιο αγνότερους, απ’ όσους ζούσαμε ως τώρα, μας τράβαγε σιγά, σιγά μ’ εκείνο το τραγούδι του, και τρυφερά μας πήγαινε σαν μέσα σ’ αγκαλιά Έλληνα πλάνου εραστή, μέχρις εκεί που το αχανές το άπειρο με γλύκα έσβηνε απαλά κι έκλεινε λίγο, λίγο σε ύπνο ειρηνικό τα μέσα σε παντοτινή νύστα, ανώφελα αλυτρωτική, ψευτομακαριότητας ένοχα βλέφαρά μας.
Εκεί, απάνω στην Πλατεία, πόση η σοφία στη καρδιά και πόση η αντοχή μέσα στο δόλιο το μυαλό του κάθε έρμου Ανατολίτη, του κάθε πρόσφυγα, εντός κι εκτός τειχών, από το ίδιο του το τόπο!
Εδώ, δυο βήματα τριγύρω, τόσο κοντά απ’ τον Παρθενώνα και μέσα σε πολίτευμα δημοκρατίας μόνο λόγων, η αθλιότητα της σιγουριάς το ίδιο παραμένει, ίδια, ψυχρή και αδιάφορη κι ανάλλαγη εντελώς χιλιάδες χρόνια τώρα. Το "πέρα βρέχει ο Θεός", στο τόπο αυτό, που λέγεται και εννοείται πρακτικά τόσους παλιούς αιώνες πάντοτε στάσιμο εντελώς, το ίδιο παραμένει μέσα στο μεγαλείο του και μέσα στην ασχήμια του ένοχα περιτυλιγμένο στα ευτελή χρυσόκουτα της γενικής, όλων μας, της υποκρισίας.
Από το τόπο εδώ, την ίδια ώρα ακριβώς, στο κέντρο του πολιτισμού και της ανθρώπινης της Ιστορίας, οι μυρουδιές ακαθαρσίας κι ούρων ήταν διάχυτες παντού. Χλιαρές συνέχεια πετώντας μέσα στον κρύο αέρα, σιγά, σιγά πλησίαζαν, μέσα απ’ ατμούς γλαυκούς μ’ οσμή θειαφιού κι οξύτητα ανόθευτου βιτριολιού, μέχρι που ‘φθαναν στην Ομόνοια. Μέχρι που ’φθαναν ύπουλα μα όχι κι αδιόρατα και στων ανθρώπων την ομόνοια! Τώρα ακόμα κι η αθωότητα στο τόπο αυτό κατάνταγε μεγάλη αμαρτία!
Όχι πολύ μακριά απ’ την Πλατεία Κουμουνδούρου, λιγάκι παρακάτω, την ίδια εκείνη τη στιγμή χαριεντιζόμενη σαχλά, πανάρχαια μπεμπέκα στα γιορτινά της στολισμένη όλη η υπόλοιπη η πόλη. Σ’ όλο το κέντρο της και μέχρι ένα γύρω μεγάλο από το Σύνταγμα, σα πόρνη πολυτέλειας ήδη βαφότανε στην γερασμένη όψη της με έκπαγλες μπογιές, και με πανάκριβη νωχέλεια κι ώρες παρφουμαρίζονταν, μπροστά απ’ το καθρέφτη της, σπάταλα αλείφοντας το μαραμένο της κορμί μ’ αρώματα απληστίας, λίγδας και καυσαέριου και κάπου, κάπου ανάμεσα ποτίζοντας σκληρό το τσιτωμένο δέρμα της μ’ ευγενικές οσμές, από χλιαρές, συγκρατημένες, τσιριχτές κλανιές, που φουσκωμένες μπάκες και κώλοι τουρλωμένοι φίλων, αστών του δήμου της, ξεχειλωμένοι εντελώς έβγαζαν παιανίζοντας θριαμβικά σαν σάλπιγγες και κύμβαλα αλαλάζοντα μπροστά στην ομορφιά της.
Άψογη και λαμπρή, σαν καθαρίστρια οικιακή σε σπίτι μεγαλοαστικό, περήφανη σε απαστράπτον περιβάλλον, που πήρε άριστα σ’ όλα τα σεμινάρια και σ’ όλες τις πιο πρόσφατες τις εξετάσεις της Ε.Ο.Κ, και μες σ’ ατμόσφαιρα Ευρωπαϊκού θριάμβου, σε Show γριάς καμπαρετζούς τα ρέστα της βιαζότανε να δώσει τότε η πολιτεία. Από καιρό προετοιμαζόμενο έτσι καλά, μ’ όλα τα σφουγγαρόπανά του, περιχαρές κι αστραφτερό μέσα στα χάλια του και μέσα στις μπογιές του, το αμερικανοποιημένο City έτοιμο τώρα ήτανε, να υποδεχτεί λαμπρά, από πολύ νωρίς, περίπου σ’ ένα χρόνο, περίλαμπρο στην απονιά και στην αλόγιστη σπατάλη του μόχθου του ανθρώπινου, το προσεχές Ρωμαϊκό MILLENNIUM.
Πάνω στην ίδια τη πλατεία δυο άνθρωποι ανόμοιοι ανάμεσα απ’ τους Κούρδους κείνη την ίδια αχάριστη εποχή, ξημεροβράδιαζαν επίσης πάνω στα ίδια πάντοτε του πάρκου τα παγκάκια. Σ’ απόσταση αναπνοής από τους δόλιους ξένους κι από πολύ καιρό πιο πριν, ίδια κι αυτοί εκτεθειμένοι στο ύπαιθρο και στις συνθήκες του καθημερνά, δύο γερόντια Έλληνες μοιράζονταν τη τύχη τους, μα όχι και τα όνειρά τους` μια και ετούτοι πλέον από την κόλαση που ζούσαν διευκολύνσεις διαφυγής, μες στα κακά γεράματα, με σιγουριά το δείχνανε πως δεν μπορούσανε να έχουν.
Ο Αλέξης, γιος του Χαράλαμπου Ραζή και της ωραίας Αφροδίτης˙ κι έγγονος της Ελένης -κόρης του άρχοντα Ραζή,- φθάνοντας στα πενήντα πέντε του, κι αφού μία ολόκληρη ζωή είχε προηγούμενα αγωνιστεί, με τρόπο ανθρώπινο, κοινωνικά κάποια στιγμή κάπου κι αυτός ν’ ανέβει, το μόνο που κατάφερε ήταν απότομα κάποια στιγμή, ανώνυμος τελείως, άστεγος μόνιμα να καταντήσει υπαίθριος κάτοικος των παγκακιών του κέντρου της Αθήνας και οριζόντιος ρεμβαστής των πέντε αστέρων του ουρανού της.
Από εκεί και πέρα αδιάφορος τελείως, γι’ ότι κι αν του συνέβαινε, μες στη κατάντια του την τωρινή, δίχως και να τη διασκεδάζει, παράξενα εν τούτοις έδειχνε ολοφάνερα πως η κατάσταση αυτή δεν τον πονούσε ιδιαιτέρως. Δίχως να έχει πορωθεί είχε λυγίσει πλήρως. Αυτό το τελευταίο με ευκολία έφθανε να το παραδεχτεί, όταν λίγες φορές η σκέψη του, τώρα πανέρημη εντελώς, γυρνούσε κάπου, κάπου μοναδικά προσηλωμένη στο μακρινό του παρελθόν κι ανασκοπούσε βάναυσα με συγκατάβαση ειρωνική όλη τη περιπέτεια της προηγούμενης ζωής του.
Εδώ που είχε φθάσει σιγά, σιγά είχε αμετάκλητα προλάβει ν’ απορρίψει, γι’ όσο του έμενε υπόλοιπο να ζει, όνειρα ανθρώπων ταπεινά και ελπίδες ανερμάτιστες, που ουδέποτε φτουράνε. Εξάλλου αυτό το τελευταίο έτσι ακριβώς, τουλάχιστον σ’ αυτόν, αδιαμφισβήτητα και πάνω στο πετσί του, από τα πράγματα κι έτσι που εξελίχτηκαν, είχε ολότελα αποδειχτεί.
Εν τέλει οριστικά κι έτσι καλά συμβιβασμένος στη κατρακύλα πλέον μέσα από γρήγορη προσαρμογή δέχτηκε την κατάσταση κι έκατσε τώρα ήσυχος και από εκεί και πέρα, ξεθυμασμένος πια, σα κλώσα ετοιμόγεννη επάνω στα αυγά της, επάνω στο παγκάκι του.
Στο περιβάλλον της πλατείας έφθασε κι άραξε οριστικά το 1994. Πρωταρχικά μπορεί σ’ αυτή του την απόφαση ρόλο να είχε παίξει μία μεγάλη επιγραφή, που εύκολα διαβάζονταν ακόμη κι από μακριά, στο ξέφωτο απέναντι απ’ τη πλατεία ακριβώς, γραμμένη ανορθόγραφα πάνω σε ένα απ’ τους πολλούς τους μισογκρεμισμένους τοίχους, του άχρηστου -μισό αιώνα πριν- διατηρητέου Γυμνασίου. «ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ ΞΕΝΟΥΣ. ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΙ. ΕΔΩ ΖΟΥΝΕ ΜΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ!» Έγραφε μεγαλόστομα εκείνη η επιγραφή με μαύρα γράμματα χοντρά.
Ξένος στη γειτονιά μπορεί και να ’ταν ο Αλέξης, όμως εκείνο τον καιρό πάνω στον πρώτο του ενθουσιασμό νοιώθοντας λεύτερος πως είναι, πήρε την βίζα εύκολα από τον εαυτό του, και λεύτερα από τους λεύτερους της γειτονιάς των αναισθήτων εγκαταστάθηκε εκεί και μάλιστα μονίμως.
Περιεργείας άξιο στα σίγουρα θα είναι το πως σε κάποια του στιγμή φθάνει ένας άνθρωπος απλός, που αγωνίστηκε πολύ για ν’ αποκτήσει πνεύμα, κάποιες ανέσεις αστικές και μια οικογένεια αγαπημένη, να ’χει για στέγη του τον ουρανό, βρέξει χιονίσει, στο λιοπύρι;
Χιλιάδες λόγοι υπάρχουνε που, αναπάντεχα μπορεί μα όχι κι αναπόφευκτα, κάποτε να σε βγάλουν στο δρόμο απ’ έξω εντελώς απ’ των ανθρώπων το μαντρί. Κι άλλοι απ΄ αυτούς είναι πασίγνωστοί σε όλους˙ κι εύκολα εξηγούνται από καρδιά ή και μυαλό, ακόμη κι από ψυχιάτρους˙ μα είναι κι άλλοι, οι πιο πολλοί, που λίγοι τους καταλαβαίνουν.
Πάντως και ανεξάρτητα από ποικίλες εξηγήσεις σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, στο κατρακύλισμα αυτό, που φθάνουν τέτοιοι άσωτοι σαν του ευαγγελίου υιοί, συνήθως άφεση αμαρτιών απ’ το ανθρώπινο το δίκιο παίρνουν μοναχά εκείνοι, απ’ αυτούς, που δείχνουν μεταμέλεια. Τούτους οι άνθρωποι τους ονομάζουν υγιείς. Οι διάφοροι τσοπάνηδες, εντολοδόχοι του θεού, συνήθεις μεσολαβητές στα θεϊκά τα αλισβερίσια, απ’ τους σωρούς των πλανεμένων μονάχα εκείνους συγχωρούν που ικέτες επιστρέφουνε παρακαλώντας πως και πώς να τους δοθεί η άδεια να ξαναμπούνε στο μαντρί.
Επίγειος παράδεισος φαίνεται να ‘ναι η στρούγκα. Κυρίως η υποκρισία που μέσα της φτουράει η ανθρώπινη απαξία!
Μες στης υποκρισίας το χαβά όλα χωράνε στο μαντρί, ακόμη και το έγκλημα ανθρώπου κατά ανθρώπου, αρκεί το σύστημα να ευημερεί κι όλα να τα ‘χει ιδανικά κι αρκούντως βολεμένα. Όλα χωράνε στο μαντρί ακόμη κι οι καταχραστές κι οι βιαστές ακόμη, φύσης, ψυχών και σώματος, αρκεί στα φανερά όλα να μοιάζουν άγια, τι κι αν στο βάθος τους βρωμάνε! Τα πάντα εδώ επαφίενται στον ποιμενάρχη του καλού που είναι ο άτεγκός, μόνο για τους αδύνατους, των δυνατών ο νόμος. Αυτός ο νόμος πάντοτε που αδίστακτοι συνέχεια γράφουν του κόσμου οι ισχυροί.
Πάντως ο δόλιος ο Αλέξης δεν ξέκοψε απ’ το μαντρί ούτε γιατί ήταν δολοφόνος ούτε γιατί ήτανε καταχραστής. Αντίθετα κι εν σχέσει προς τα άλλα της στάνης του τα πρόβατα έντιμος πάντοτε υπήρξε, αν κι αγαθός στη πίστη του, αν το καλοσκεφτείς, ότι αλλάζουν οι ανθρώποι. Έτσι όμως που ήταν πραγματικά έξυπνος για τη φυγή του απ’ το μαντρί, όσο κι αν το ’ψαχνες καλά δεν είχε ανάγκη αυτός απ’ του τσοπάνου του τη δίκαια την κρίση. Αστεία ήταν και μικρά τα λάθη της ζωής του! Απλά κάποια στιγμή ξεχείλισε μέχρι τις τρίχες έξω από αηδία το μυαλό του, και από εκεί και πέρα έβγαλε το καπέλο του, πέταξε τη γραβάτα του και ξέκοψε μακριά απ’ το ποίμνιο των ανθρώπων αράζοντας για τα καλά επάνω στη πλατεία. Έτσι κι αλλιώς είχε προλάβει το κακό καλά να το γνωρίσει στα τόσα χρόνια που ‘χε ζήσει. Το πότε ο λύκος θα ‘φθανε από εκεί και πέρα ήταν το ελάχιστο γι’ αυτόν που είχε σημασία.
Για τους πολλούς έμοιαζε τώρα ο Αλέξης, σαν και να ήτανε καταραμένος, και μάλιστα εκ γενετής εδώ να καταντήσει!
Κάποιοι ενδιάμεσοι βεβαίως, είναι κι αυτό αληθινό, μάταια είχαν προσπαθήσει κάποιες ελάχιστες φορές να του αλλάξουνε μυαλά, μα εκείνος αμετάπειστος, έτσι που κύλησαν τα χρόνια, πλέον σοφότερος με τον καιρό, δύσκολα πια γινότανε έστω και λίγο να πιστέψει στα τετριμμένα αιώνια ανθρώπινα τερτίπια φιλανθρωπίας και αγάπης.
Αμετανόητος ο Αλέξης, ο Ραζής, πάνω στα βρώμικα παγκάκια του κέντρου της Αθήνας βίωνε πέντε χρόνια τους μακρινούς χειμώνες του, τις άνοιξες, και τα καυτά, τα ανυπόφορα τα καλοκαίρια, δίχως σεκλέτια και καημούς κι άσκοπες μεταμέλειες για τα μικρά τα λάθη του.
Ως είναι φυσικό τούτα τα πέντε χρόνια γνήσιας και πλέον συστηματικής και με πεποίθηση αλητείας, κάποια στιγμή αργότερα έφθασαν και περίσσεψαν στο τέλος και τον άδειασαν, από τα μέσα του, εντελώς ως προς αυτό που είχε υπάρξει πριν.
Από εκεί και πέρα έτσι διασχίζοντας σβησμένος και ψυχρός την φλογισμένη του την ερημιά, ελεύθερος από αιτίες μπερδεμένες και δισεπίλυτα αιτιατά, που οι νόμοι αγκυλωμένοι αιώνια με ηθική σαν λάστιχο, ουδέποτε τα λύνουν, έγινε και κατάλαβε το πιο απλό απ’ τα μυστικά της μοίρας του ανθρώπου, ήτοι αυτό, καθεαυτό το τελικό αδιέξοδο, το μόνο τελικά και αυταπόδεικτα αληθινό, την ίδια δηλαδή τ’ ανθρώπου την μικρότητα και την απύθμενη, στο τελικό το αποτέλεσμα της, τη ματαιότητά του επωνύμου εγώ. Μετά και απ’ αυτό συμμαζωμένος σαν κουβάρι δεν είχε άλλη επιλογή, πέρα από το άραγμά του, όταν το εύρισκε αδειανό, πάνω στο ίδιο πάντοτε το ξύλινο παγκάκι.
Ώρες πολλές κι ατέλειωτες πάνω σ’ αυτό, συχνά αναπαμένος, φιλοσοφώντας κάπου, κάπου συνειδητά κατάλαβε, πως τίποτα δεν χάνεται από το παρελθόν. Αντίθετα ξεδιάλυνε πως όλα τα ανάποδα και τα στραβά και τ’ άσχετα, τα πέρα κι απ’ τη βούλησή μας, τα όσα δηλαδή η κληρονομικότητα με πείσμα μουλαριού ποτέ της δεν τα λησμονά μηδέ τα συμψηφίζει, έρχεται πάντα η στιγμή που πόντο το πόντο τα μετρά σε κάθε νέα γενεά και τα φορτώνει απάνω της σαν παρακαταθήκη. Στα συμπεράσματα αυτά λιγάκι πριν εκτιναχθεί στον τόπο ετούτο εδώ, είχε ο Αλέξης βοηθηθεί, αν και με καθυστέρηση, κοντά στο τέλος της ζωής του από τις λεπτομέρειες που είχε μάθει τελικά απ’ όλα τα όσα αφορούσαν τριών γενιών Ραζέϊκων λάθη κι αμέτρητες βρωμιές. Μετά απ’ αυτά κι έτσι ακριβώς εδώ που τώρα είχε φθάσει, πίστεψε επί πλέον, πως απ’ τα λάθη των προηγούμενων δικών του γενεών, κι ιδιαιτέρως μάλιστα από των ίδιων του προγόνων την άκαμπτη αλαζονεία, αν κάτι θα τον διέσωζε ήταν μονάχα απ’ αυτόν τον ίδιο, η πληρωμή στο τίμημα να ‘ναι κι αυτός ένας Ραζής, με σμίκρυνση να φτάσει στο ελάχιστο, μέχρι ταπείνωσης και εξαφανισμού του επωνύμου εγώ του.
Έτσι λοιπόν σμικρύνοντάς διαρκώς τον έρημο του εαυτό, και ζώντας όπως ζούσε τώρα, -βάναυσα και εντελώς αντίσυμβατικά,- έφθασε να νομίζει, ότι ίσως κάποτε μπορούσε στο τέλος να εξαγνισθεί, να γίνει κάποτε και να γλιτώσει ολότελα από την αδιάκοπη, μες σ’ ένα αιώνα πριν, των επωνύμών του προγονών την αδηφάγα την κατάρα.
Βεβαίως κι ήξερε επί πλέον, το ότι, κανένα άνθρωπο, αν δεν το θέλει ο ίδιος, δεν τον γλιτώνουνε οι άλλοι. Έτσι το ίδιο πίστευε, ότι κανένας άνθρωπος δεν θα τον γλίτωνε κι αυτόν, αν πρώτα δεν τον γλίτωνε μόνον ο εαυτός του. Τότε και μόνο τότε του χρόνου τα μηνύματα θα ‘ταν ελεύθερα απ’ το παρελθόν κι αδέσμευτα απ’ τις ανάγκες του αύριο.
Όσο ελεύθεροι και να νομίζουνε πως είναι οι ανθρώποι, φοβούμενοι συνέχεια κι οι ίδιοι για την τύχη τους, την δυστυχία την μισούν όπου και να την συναντήσουν. Γι’ αυτό λοιπόν την προσπερνούν, κι εύκολα σαν και να ‘ναι η ξορκισμένη αόρατη, αν και δυο βήματα κοντά τους, σφαλίζοντας τα μάτια τους, αδιαφορούν και δεν την βλέπουν! Είναι κι ετούτος ένας τρόπος να μην αυτοκτονείς.
Μ’ αυτό τον τρόπο ακριβώς ανύπαρκτος ο Αλέξης, σαν και να ήτανε κι αυτός, γνωστός, μα ολότελα αγνοημένος απ’ όλους τους κατοίκους εκείνης της ελεύθερης κατά τα άλλα γειτονιάς, καθημερνά τον συναντούσες αδιαλείπτως στην πλατεία να κάνει τον αγώνα του μόνο και μόνο να επιζεί, τελείως βρώμικος, λιγδιάρης, κουρελής, συνέχεια πεινασμένος, πρόωρα γερασμένος, με πρόσωπο χλωμό, αυλακωμένο από βαθιές και ρυπαρές ρυτίδες.
Στη πάγια τούτη του λοιπόν την άσχημη κατάσταση κι έτσι διαρκώς ανάλλαγος όλες τις εποχές, και τούτη τη τυχαία μέρα -ένα Σαββάτο του Δεκέμβρη του 1998- ο Αλέξης ο Ραζής κάθονταν αδιάφορος και ανενόχλητος σχεδόν στις καιρικές συνθήκες, σ’ ένα απόμερο παγκάκι της χιονισμένης πρόσφατα πλατείας Κουμουνδούρου.
Όμως, όσο κι αν τώρα πια ο Αλέξης να ‘ταν συνηθισμένος σ’ απάνθρωπες κι ακραίες καιρικές συνθήκες, ιδιαιτέρως σήμερα το κρύο ήταν τσουχτερό. Ίδιο φαρμάκι μούδιαζε τις γέρικες αρθρώσεις του, που ’τανε μαζεμένες σε στάση λες αμυντική, σαν να φοβότανε μην σπάσουν, ολότελα αλύγιστες, στη παγωνιά εκτεθειμένες. Δειλά, δειλά για την αρχή και κάπου, κάπου στο καιρό, αλλά επί ματαίω εν τούτοις, με την ψυχρή ανάσα του χουχούλιαζε τα χέρια του. Είχε ξυπνήσει λίγο πριν απ’ τον υπαίθριο ύπνο του και νόμιζε ο ταλαίπωρος ότι με το χουχούλιασμα αυτό ίσως μπορούσε ανέξοδα να ζεσταθεί λιγάκι. Άδικος κόπος όμως. Γι’ αυτό κι αφ’ ότου γρήγορα τ’ άσκοπο της προσπάθειας το εννόησε για τα καλά, ξυπνώντας πια τελείως, έπαψε πια μ’ αυτό να ασχολείται κι έβγαλε απ’ το νου του ολότελα, όπως συχνά συνήθιζε να κάνει εδώ και πέντε χρόνια, το κάθε τι το άσχημο που ‘φθανε να τον ενοχλει˙ κι άρχισε αμέσως έπειτα ήρεμα να μονολογεί.
Πολλές φορές μονολογούσε, μα τώρα που τουρτούριζε έμοιαζε η φωνή του κυρίως μ’ αγκομαχητό.
«Ωχ.. Ωχ.. Σήμερα θα πεθάνουμε απ’ το πολύ το κρύο!.. Κι έπειτα τι να γίνει!.. Τι φταίει ο καιρός!» Είπε δυο τρις φορές περίπου απαθής, λες κι επαναπαυμένος μόνο απ’ τον ήχο της φωνής του κι όχι απ’ των ίδιων του λογιών το αγχώδες νόημα τους.
Μα ύστερα από λίγο και πάλι ηρεμούσε, μετά από τ’ αστεία αλματάκια που ‘κανε επί τόπου, κοιτώντας πάντα στα κλεφτά με φευγαλέο αίσθημα πικρής παρηγοριάς τις παρακάτω διάσπαρτες, σ’ όλο το κέντρο της πλατείας, όλο καπνό φωτιές.
Φωτιές που οι Κούρδοι είχανε ανάψει κυρίως με χαρτιά, και λίγες εύφλεκτες πολύ λεπτές σανίδες, από ξύλινα κιβώτια μεταφοράς, -ποιος οίδε ποιών παράξενων της κατανάλωσης άχρηστων αγαθών,- άδικα περιμένοντας, πέφτοντας πάνω τους σχεδόν, μπας και λιγάκι ζεσταθούνε˙ αν κι η προσπάθεια τους, άχρηστη στην ουσία της στο τέλος καταντούσε τελείως περιττή.
«
Που να με πάρει ο διάολος το κρύο το φοβάμαι! Πάντα φοβόμουνα το κρύο! Αλλά και τι μ’ αυτό! Πάντοτε έτσι ήμουνα κι όλα με φόβιζαν από παιδί. Από μικρός, θυμάμαι, φοβόμουν την ανέχεια, και την αντίδραση, γεμάτη ανησυχία, της μάνας μου σ’ αυτήν. Κι έπειτα σαν πήρα και μεγάλωσα πάντοτε ένοιωθα δειλός. Το μέλλον μου για προκοπή φοβόμουνα. Αργότερα, άμα και πρόκοψα λιγάκι κι αφού παντρεύτηκα μικρός, ολόιδια παιδευόμουνα συνέχεια τα βράδια σκεπτόμενος πολλές φορές το μέλλον της αγάπης μου για την γυναίκα μου, την Εριφύλη, που από παιδί είχα λατρέψει τόσο. Το μέλλον των παιδιών μου, στην σκέψη μου επίσης, ήτανε το μαρτύριο μου. Πάντα φοβόμουνα το κάθε τι. Το παρελθόν ολόκληρο μ’ είχε μπολιάσει με το φόβο˙ έτσι που ακόμα και το τώρα, όσο κι αν το προστάτευα, σαν επανάληψη μοιραία, ίδια με φόβου όχημα οδήγαγε στο αύριο το ίδιο φορτίο που ‘χε χθες . Άλλες φορές, σε νύχτες δίχως τελειωμό, πόσο το μέλλον γενικά τούτου του τόπου του άμοιρου δεν έρχονταν να με παιδέψει. Τόσα και τόσα τα κακά που από ανέκαθεν περνάει! Όλα με παίδευαν θυμάμαι. Κι άραγε γλίτωσα επιτέλους;
Τώρα, τουλάχιστον εδώ, νοιώθω λιγάκι παγωνιά, μα τίποτ’ άλλο πλέον. Συνήθισα, όπως μου μοιάζει. Έσβησε πια το παρελθόν! Νοιώθω πως είμαι αυτάρκης. Λεύτερος πια σχεδόν, απ’ όλα τα παλιά μου άγχη. Έπαψα να ‘χω εφιάλτες, ότι απέτυχα στις εξετάσεις.. Ότι τα άρθρα μου σχολαστικά, αδιάφορα διαβάζοντας τα, οι πολυάσχολοι κι οι φορτωμένοι αναγνώστες ίσως να τα ‘βρισκαν ανώφελα και πληκτικά.
Ακόμη τώρα σκέφτομαι ότι ακόμη κι η Εριφύλη.. την νύχτα εκείνη που έφυγα, ένα ερείπιο, απ’ το σπίτι.. γρήγορα τη ξεπέρασε και τράβηξε το δρόμο της ξανά με ευκολία. Και τα παιδιά μου πια, τώρα κοντεύουν να ‘ναι άνδρες. Γύρευε κι αν με σκέφτονται σταλιά!
Τίποτα πια δεν έμεινε από το παρελθόν˙ και από το τίποτα, τίποτα πια δεν με φοβίζει

Έτσι διαρκώς μονολογώντας, τέντωσε λίγο, λίγο το λυγισμένο του κορμί απλώνοντας τα χέρια του λες και φτερούγες να ‘τανε κι ήταν έτοιμος για να πετάξει. Έπειτα ξανακάθισε και πάλι τουρτουρίζοντας κι όμως μιλώντας συνεχώς αυτός κι ο εαυτός του.. Μπορώ και σκέφτομαι, χωρίς ετούτη τη στιγμή να χρειάζεται ξανά ν’ ανησυχώ για τίποτα. Το ίδιο επίσης το μπορώ και να μην σκέφτομαι καθόλου. Άμα το αποφασίσεις, όσο κι ατίθαση και κολπατζού, τσαχπίνα να ’ναι η μνήμη, ίδια ακριβώς κι αυτή, σα μια γυναίκα απατημένη, από τη κρίσιμη στιγμή που ’φτασες και ξεστόμισες κατάμουτρα εντελώς ότι την ξέγραψες οριστικά, κι ότι την παρατάς, γρήγορα φθάνει η ώρα της που από εκεί και πέρα για τα καλά, ίδια κι αυτή κι οριστικά σ’ έχει πατόκορφα, χεσμένο. Εύκολο το ν’ αδειάσεις. Άδειασα και ησύχασα. Τ’ άφησα όλα κι έφυγαν. Κι έτσι που τ’ άφησα και πήγαν τίποτα πια δεν με δεσμεύει˙ και νοιώθω τώρα αναπαμένος. Μονάχα απόφαση λοιπόν ήτανε το ν’ αδειάσω˙ και σαν την πήρα σίγουρα τέλειωσε πια για μένανε ο Γολγοθάς και σκέψεων μα κι όλων μου των ευθυνών. Ησύχασα για τα καλά, και αν μου λείπουν οι ανέσεις, έχει ο Θεός κι οι κάδοι των απορριμμάτων. Στα πεταμένα τα κουτιά όλο και κάτι βρίσκεις, μέχρι και απόσωσμα από βούτυρο κατσίκας, ν’ αλείψεις στο ψωμί σου. Άμα συμβεί και απ’ αυτό ξερό να βρεις κανα κομμάτι
Λιγάκι παραδίπλα του, εκείνη τη στιγμή, στα δεξιά του Αλέξη ένας παρόμοιος γέροντας, με όψη ήρεμη και αρκετά ευγενική, από ώρα ξύπνιος πριν, πετάει αποφασισμένος και ξεσκεπάζεται εντελώς τη βρώμικη κουβέρτα του, κι αργά, αργά, καβουριασμένος βέβαια και τούτος στην αρχή, ανασηκώνεται σε λίγο από το κρύο το παγκάκι. Δείχνοντας του Αλέξη τους κοιμισμένους ξένους, που ’ναι κατάχαμα πεσμένοι πάνω στις πλάκες της πλατείας σε τρίδιπλα χαρτόνια, από κουτιά τροφίμων, όρθιος πια ανασηκώθηκε κι αυτός και επί τόπου αδέξια ξεκίνησε να κάνει αστεία αλματάκια. Ίδιος με κλόουν ακριβώς, παίρνοντας εξεπίτηδες ύφος κατσουφιασμένο.
«Ούτε μια γόπα δεν αφήνουν. Είπε έτοιμος λες να κλάψει. Απ’ όπου να περάσουνε, σαν τις ακρίδες είναι. Σκέτη καταστροφή και πιο χειρότεροι από μας μου φαίνονται ετούτοι οι ξενόφερτοι! Άσε που είναι νέοι!.. Τούτοι, δερβίση μου, σα νταβραντίσουνε σε λίγο απ’ τ’ αποφάγια στα σκουπίδια, σίγουρα θα μας διώξουνε κι απ’ τα παγκάκια της πλατείας
«Έχω δυο γόπες φυλαγμένες, έλα να τις φουμάρουμε
«Έχω κι εγώ δυο ξεροκόμματα μες στη σακούλα.» Είπε ξαλαφρωμένος και πιο ευχάριστος πρώτη φορά ο γέρος. Ενώ ανοίγοντας αμέσως μια πλαστική σακούλα του ‘δωσε το ένα απ’ αυτά, αφού ο ίδιος φρόντισε μ’ αρπαχτικού λαχτάρα πρώτος να πάρει απ’ τον Αλέξη, την πιο μεγάλη γόπα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου σαν έμπειρος ταχυδακτυλουργός την έβαλε με πλήρη ικανοποίηση και μ’ έκδηλη πάνω στην όψη του ηδονή στα σουφρωμένα χείλη του, δίνοντας πλέον απαθής και μάλλον λίγο ειρωνικά συνέχεια στη κουβέντά του.
«Θα μας διώξουν! Ξανάπε τάχα απορημένος ο γέρος τώρα σκεφτικός. Και μ’ έκφραση παραδοχής, σαν και να το ‘χε μετανιώσει για ότι έλεγε πιο πριν, ξαναρωτήθηκε ο γέρος. Τάχατες, από πού;» «Μπας κι από εδώ επάνω!» Απόσωσε το λόγο του κουνώντας γύρω, γύρω κατ’ επανάληψη δυο φορές σ’ όλο το πλάτος της πλατείας αστεία χαχανίζοντας το παγωμένο του κεφάλι.
«Άντε ντε. Καλά το είπες μάγκα μου.!» Του ανταπάντησε ψωμογελώντας κι ο Αλέξης. Ενώ σκεφτόμενος για λίγο πιο σοβαρά μετά απόσωσε το λόγο του σαρκαστικά κι εμφαντικά ο ίδιος. «Ναι ακριβώς αυτό! Από το πουθενά
«Συγκάτοικε, ε, μη τα παραλές. Εμείς όλο και κάπου κάποτε έχουμε ν’ απαγκιάσουμε. Δεν χάθηκαν τα πάντα. Οι μπάτσοι μας ανέχονται κι ούτε να φτύσουν πάνω μας, από τη σιχασιά, δεν πλησιάζουνε κοντά μας. Όμως κοίτα κι αυτούς! Δημόσιο κίνδυνο τους θεωρούν! Ενώ δεν είναι τίποτ’ άλλο από σκιές ανθρώπων ξεθεωμένων απ’ την πείνα κι από την ερημιά! Στα σίγουρα, ετούτοι, έχουν λιγότερα απ’ εμάς. Ούτε πατρίδα έχουν, ούτε ταυτότητα δεν έχουν. Τουλάχιστον εσύ κι εγώ, όσο κι αν ξεχαστούμε κάποιος, απ’ τους πολλούς στο τόπο μας, μπορεί κάποια στιγμή έστω κι ελάχιστα, να μας προσέξει και να μας πει μια οποιαδήποτε κουβέντα, καλή, κακή στα σίγουρα. Το πιο συχνό, πολλές φορές μπορεί, να μας ρωτήσουν στη γλώσσα μας βεβαίως, κατά που πέφτει η Ομόνοια! Μα αυτούς έτσι κι αλλιώς αχρείαστους για οτιδήποτε τους αγνοούνε. Υπάρχουν δεν υπάρχουνε, είναι το ίδιο ανύπαρκτοι για όλους που τους βλέπουνε σαν και το κάκοσμο αέρα. Άντε περνώντας δίπλα τους αηδιασμένοι απ’ τη μπόχα φτύνοντας αδιάφορα να πουν, να ξεμπερδέψουνε.. Βρωμόκουρδοι!.. ή Βρωμαλβανοί!.. Κι έπειτα από λίγο τελείως τους ξεχάσανε. Είπε αγαθά μ’ ένα πικρό χαμόγελο κι έπειτα πάλι αλλάζοντας πιο σοβαρός γινόμενος συνέχισε να λέει. «Ετούτοι, σαν ξεκόψουνε απ’ τις ομάδες τους που ‘καναν, χαθήκανε ανώνυμοι και ξεγραμμένοι από παντού μέσα στο άγνωστο το πλήθος. Εμείς, ότι κι αν κάνουμε και όσες κι αν λέμε μαλακίες, είναι τουλάχιστον εδώ πάντα ο δικός μας.. τόπος. Δεν χάθηκαν τα πάντα
«Ο τόπος μας!» είπε ο Αλέξης σφίγγοντας το στόμα του πικρό κι έδειξε το παγκάκι. «Ποιος είναι ο τόπος σου, μου λες, άλλο από τούτο το παγκάκι
«Ά, όχι δα! Μην το τραβάς και τόσο μακριά. Υπάρχουν πράγματα που δεν ξεχνιούνται. Άμα το να ξεχνάς σε κάνει να θυμώνεις, τότε να ξέρεις τσίφτη μου, ότι δεν ξέφυγες ποτέ, απ’ το χειρότερο, το Φόβο! Ξενέρωτος μου φαίνεσαι! Φοβάσαι φίλε μου ακόμα. Ο άτιμος ο φόβος αργεί πολύ για να περάσει. Κι αν θα περάσει κάποτε!.. Αλλά να το θυμάσαι, με τον καιρό, αργότερα, θα ’ρθει και πάλι η ώρα, όπου καλύτερα θα ξαναδείς κι ίσως να καταλάβεις. Καλό ή κακό ότι κι αν κάνουν οι ανθρώποι, όλα τα θάβει ο καιρός και μόνο οι τόποι τους είναι αυτοί που απομένουν πάντα. Ότι κι αν λες γι’ αυτούς, αν και συνήθως μας πονάνε, ουδέποτε ξεχνιούνται!» Και πέφτοντας απότομα σε πιο βαθύτερη μες στο μυαλό του περισυλλογή, συνέχισε να λέει. «Κάποτε μάγκα μου, παλιά, σαν παλικάρι που ’μουνα στα δεκαεννιά μου χρόνια, άφησα το χωριό μου και πήγα και πολέμησα τους Γερμανούς επάνω αντάρτης στα βουνά. Στο πόλεμο και στον σεισμό νοιώθεις το πόσο μάταιος είσαι. Κι όμως όσα κι αν έτυχε να δουν τα μάτια μου και το μυαλό μου εκεί πάνω ελάχιστα με βοηθήσανε πραγματικά ν’ αλλάξω. Όταν αργότερα στον τόπο μας ξανάρθε η λευτεριά, γύρισα πίσω στο χωριό μου, παντρεύτηκα για λίγο, κι έφυγα πάλι μες στο χρόνο, μ’ έγκυο τη γυναίκα μου, να πάω μπροστάρης ο μαλάκας, εξόριστος στα ξερονήσια του Αιγαίου, απ΄ την αρχή ξανά να πολεμήσω για τα ιδανικά! Σαν γύρισα αργότερα, και μάλιστα στα δέκα χρόνια, βρήκα το σπίτι μου αδειανό, και το χειρότερο απ’ όλα δεν βρήκα στο κατώφλι του τον γιο μου να με περιμένει. Μέχρι κι αυτόν, η άχρηστη, τον είχε δώσει αμανάτι, από ενός χρονού παιδί, υιοθετημένο το φτωχό μακριά στην Νέα Υόρκη από ένα άκληρο ζευγάρι. Η ίδια ετούτη η χριστιανή, και μάλιστα από τότε, όπως εν τέλει έμαθα βολεύτηκε ισόβια εξασφαλίζοντας τα προς το ζην ως τα γεράματά της σ’ ένα επαρχιακό μπουρντέλο! Τι άλλο να φοβόμουνα από εκεί και πέρα! Όμως δόξα σοι να ‘χει ο Γιαραμπής κι ο αδελφός του ο χρόνος, τόσα και τόσα συνεχώς χειρότερα κακά κι από τα πιο χειρότερα ακόμη έχουν μες στα μανίκια τους και σαν τους θαυματοποιούς με όλα αυτά αυτοί ξέρουν καλά και να σε τυραννούν, μα το χειρότερο, μία ζωή κάνοντας σκάρτη την αλήθεια με της ελπίδας το όνειρο, σαν χαύνο να σε καθηλώνουν στη πιο δυσάρεστη συνήθεια της συνήθειας. «Το να ‘ναι αδύνατο σχεδόν, το να μην συμβιβάζεσαι, κι εύκολα να μην κατορθώνεις στου διάβολου την μάνα μια και καλή να ξεφορτώνεσαι το φόβο. Άυπνος χρόνια ολόκληρα και τρέμοντας τη θύμηση, σαν το ποντίκι την οχιά, γρήγορα το ‘ριξα στο αλκοόλ και να ‘μαι επιτέλους δίπλα σου ν’ απαγκιάζω. Τόσα πολλά, και τόσα λίγα πράγματι, πάντοτε θα υπάρχουνε σε κάθε τόπο εδώ. Κι έδειξε με το δάκτυλο μία το πάρκο ένα γύρω ενώ για μια στιγμή στο τέλος τ’ ακούμπησε, σαν να ’τανε μια κάνη ενός μικρού περίστροφου, στο κρόταφό του επάνω, στο πλάι απ’ τ’ άσπρο του κεφάλι. «Γι’ αυτό σου λέω σίγουρα πως τίποτα και δια παντός δεν χάνεται στο τόπο μας εδώ! Μονάχα αυτά τα παλικάρια, παρθένοι όπως ήτανε πάνω στα νιάτα τους σαν άγραφο χαρτί, οι τυχεροί ας πούμε, φεύγοντας απ’ το τόπο τους έριξαν μαύρη πέτρα και όλα τους τα παλιά τα ’γραψαν μια και έξω, και μάλλον για παντοτινά, στα τρύπια τα παπούτσια τους κι αν έχουν κι απ’ αυτά! Ποιος να το πει μπορεί, αν είναι ετούτο η τύχη τους, ή αντίθετα απ’ αυτό η πιο μεγάλη τους η δυστυχία! Πάντως ένα να ξέρεις, ετούτοι δεν φοβούνται!»
«
Κι εγώ που νόμιζα πως είχα πάψει να φοβάμαι!» Είπε ο Αλέξης σκύβοντας για λίγο το κεφάλι, σαν και να είχε ξαφνικά από τις σκέψεις του βαρύνει. Όμως αμέσως έπειτα και πάλι ξαλαφρώνοντας με ύφος πλέον σκωπτικό, μα μόνο στην αρχή, συνέχισε το λόγο του, σαν και ν’ απολογείται για ασήμαντη μια υπόθεση κάπου παλιά χαμένη. «Δύσκολος είσαι γέρο μου. Ξέρεις σημάδια μυστικά και που ακριβώς να τα τσιγκλάς! Αν είναι έτσι όπως τα λες, αν και δεν έχω πολεμήσει επάνω στα βουνά, από παιδί εν τούτοις, στον τόπο ετούτο εδώ, πολλές φορές παλιότερα το ίδιο πάλεψα κι εγώ. Άνθρωπος ήμουνα συνηθισμένος, και σαν τους άλλους τους πολλούς, ας πούμε ότι αγωνίστηκα μες στις μεγάλες πόλεις μέχρι να γίνω κάτι. Και μάλλον τα ’χα καταφέρει. Κι είχα γυναίκα που αγαπούσα από παιδί σχεδόν. Κι είχα αποκτήσει αργότερα δυο αξιολάτρευτα παιδιά. Μα εκεί που πίστευα πως όλα πήγαιναν καλά, πλάκωσε πρώτη η ιστορία μέσα μου χρόνια και χρόνια στοιβαγμένη, κι αμέσως σαν συνέχεια ήρθε και το χειρότερο˙ και μέσα απ’ τα τάρταρα της λησμονιάς σαν ψάρι πάνω απ’ το νερό ξεπήδησε ξενέρωτο το ξεχασμένο το Σαλώτο. Κι όλα από εκεί και πέρα ξανάρχισαν απ’ την αρχή στραβά να με πηγαίνουν άοπλο εντελώς και σαν σακούλι αδειανό από ελπίδες μάταιες και μαλακίες σαν κι αυτές, που ήτανε τα ιδανικά που έλεγες πριν λίγο, επάνω εδώ, σε τούτο το παγκάκι.»
«Νάτο λοιπόν αδέλφι μου, που τίποτα δεν χάνεται, μια και υπάρχει ο τόπος! Κάπου σ’ αυτό το τόπο, από ανέκαθεν πιστεύω, πάντα υπήρχε μια γωνιά να τεντωθείς, ν’ αράξεις! Να καμωθείς πως δεν φοβάσαι! Μα αν λες για Ιστορία, κάτι γι’ αυτή στα ξερονήσια, όταν βρισκόμουνα εκεί, μας μάθαιναν κουτσά, στραβά καθημερνά οι μορφωμένοι σύντροφοι, όμως και πώς να σου το πω, για το σαλώτο ειδικά, ουδέποτε τους άκουσα να λεν γι’ αυτό κουβέντα
.
«Α, μπράβο! Αλλά στο κάτω, κάτω της γραφής και τι να μάθεις τάχατες για ένα σκέτο τίποτα! Ένα δωμάτιο μεγάλο ήταν απλά αυτό. Ας πούμε ότι έμοιαζε σα το σαλόνι ενός μπουρδέλου, που πάω καμιά φορά όταν τα κονομάω, κι όταν ανίσχυρος στη μοναξιά θέλω κι εγώ να θυμηθώ λιγάκι τι χάρες και τι περίπου ζεστασιά έχει τ’ ανθρώπινο κορμί. Ένα δωμάτιο που λες ήτανε το σαλώτο, που μέσα εκεί μεγάλωσαν τέσσερα έρημα, μονάχα τους, παιδιά. Τέσσερα αδέλφια ήμασταν. Εγώ κι η δίδυμή μου, η δύστροπη και πάντα κακιασμένη Άννα ήμασταν μεγαλύτεροι. Τ’ άλλα τα δύο μου αδέλφια, ήταν η ενδιάμεση η αλλοπαρμένη κι αγαθή, μια νεραϊδούλα άσχημη, η αδελφή μου η Λίζα, κι εκείνος ο μικρότερος, ο γελαστός, ο όμορφος ο Θάνος, ο σχωρεμένος έπειτα, στις 17 Νοέμβρη του 74, της οικογένειάς μας ο ατίθασος αντάρτης. Δύσκολα χρόνια σίγουρα κυρίως για παιδιά που έπρεπε μονάχα τους να μεγαλώσουν δίχως τον ίσκιο του πατέρα, έστω και μες στο λαμπερό το περιβάλλον του Σαλώτου.
Τα πάντα εκεί μέσα φάνταζαν έγχρωμα και φωτεινά˙ και τίποτα το επίφοβο μες στο φυλακισμένο, ετούτο το δωμάτιο, από τον έξω χώρο δεν τάραζε την παιδική ανάγκη μας για μια απλή γαλήνη. Μες στο περίκλειστο σαλώτο οι λέξεις μούλικα ή και αγγόνια δολοφόνων ως δια μαγείας έχαναν την αρχική τους σημασία και ως ανύπαρκτες σχεδόν σβήνανε κάποτε για να χαθούν στο τέλος μέσα στο λήθαργο και μες στη λησμονιά που πάντα αναζητούσαμε. Τι κι αν οι ίδιες λέξεις έξω απ’ το σαλώτο μας ήτανε φοβερές και μας γεμίζανε ντροπή και σα συνέχεια αυτής μας πλημμυρίζανε με φόβο, οι ψευδαισθήσεις του Σαλώτου, που γένναγε εκεί μέσα στο ξυπνητό περίκλειστη μονάχα η μοναξιά, ήτανε αυτές που ‘φέρνανε συχνά και μόνο μες στον ύπνο μας τους πιο απαίσιους εφιάλτες.
Η Ιστορία, το σαλώτο, σαν παίζαμε κλεισμένα μες στον περίγυρο του ταπεινού σπιτιού μας, σίγουρα μας προφύλαγαν στο ξυπνητό καλά. Άλλο το αν συνέχεια και μέχρι τέσσερα χρονών, τη νύχτα ολομόναχοι, όλοι μας κατουρούσαμε στον ύπνο το κρεβάτι. Έτσι, τι κι αν μες στο Σαλώτο μας η μπόχα του κατρολαριού σου έτσουζε τα μάτια˙ όλα εκεί μέσα εν τούτοις τέλεια δουλεύανε για μας˙ και μόνο η Μάνα μας, έξω απ’ αυτό τα βράδια αποτελούσε πρόβλημα, μια κι απ’ την ανέχεια το περισσότερο καιρό αναγκαζότανε για να μας ζει να κάνει τη σαντέζα στο παρακείμενο στο σπίτι μας φανταχτερό καφέ σαντάν, που το διηύθυνε, και πάντα με μεράκι, ακόμα ατίθασος στους νόμους, κόντρα στα ήθη κι έθιμα του Ιωάννη Μεταξά, μουστακαλής, νταβραντομένος γόης κείνα τα χρόνια ο Βρώμας.
Τίποτα δεν μας έλειπε προπάντων το τραγούδι. Η μάνα μας ήταν «αηδόνι» έλεγαν, όλοι οι γείτονες στη γειτονιά σαν κουραζόνταν κάποτε οι ίδιοι να την λούζουν, απ’ το πρωί ως το βράδυ, που πήγαινε σ’ ένα τέτοιο μαγαζί, μ’ όλη τη λάσπη του ντουνιά. "Τι θες μ' εμέ να μπλέξεις" Το 'λεγε για κανένανε! Το λεγε για τον Μπάμπη! Όχι δεν το πιστεύω. Το λεγε στον αέρα. Αν και ανέκφραστη, φωνή αηδονιού η ψυχή της σου έλεινε τα γόνατα και πάγωνε το δάκρυ μας πριν ακουμπίσει πάνω της. Πάνω στην πιό απόλυτη του πόνου της τη πυρωμένη μοναξιά.
Κι όμως υπήρχε κι η χαρά. Όλα μες στο σαλώτο, σαν δεν κοιμόμαστε νωρίς από το κρύο αναγκασμένοι, λάμπανε κι ήτανε για μας ολόφωτα κι ονειρικά. Ακόμη και η φτώχεια!
Η Άννα μας, πολύ συχνά, τέτοιες βραδιές υπέροχες βάζοντας επάνω στο κεφάλι ένα στεφάνι από χαλκό και ένα χιτώνα πράσινο από βελούδο ξεφτισμένο, που ‘ταν συγχρόνως και μεσάλι, παρίστανε μια αρχόντισσα βυζαντινή κυρία και πάντα απαιτούσε να την φωνάζουμε Θεοφανώ. Επέμενε βεβαίως, «Πριγκίπισσα Θεοφανώ»! Γύρευε που το άκουσε, τόσο μικρή που ήταν! Από την άλλη η Λίζα, από τριών χρονών παιδί, σχεδόν ζωγράφιζε μετά μανίας, σ’ όποιο χαρτί κι αν εύρισκε, φιγούρες παιδικές και διάφορα αντικείμενα άσχημα παραποιημένα με χρώματα όλο και πιο εντονότερα, μέχρι που έμοιαζαν σχεδόν, στην εφηβεία της κυρίως, σαν κρέας άψητο, ωμά. Αργότερα Ο Θάνος, σχεδόν απ’ τα πέντε του, γέμιζε μ’ ένα μείγμα άμμου υγρής κι ασετιλίνης τενεκεδένια στρογγυλά κουτιά, κι αφού τους έβαζε μ’ ένα φυτίλι λαδωμένο από μακριά φωτιά περηφανεύονταν διαρκώς, πως έτσι θ’ ανατίναζε κάποια στιγμή μεγάλος, σαν θα γινόταν άνδρας, τους δίπλα απ’ το σπίτι μας κατοικοεδρεύοντας Γερμαναράδες
.
Μια και εμένα σίγουρα, από παιδί ακόμη, δεν με συγκίναγαν οι ηρωισμοί, το θέατρο κι η ελεύθερη απόδοση μέσα απ’ τα χρώματα του πάθους, κλεισμένος μέσα στο σαλώτο απεγνωσμένα έψαχνα συνέχεια σκυμμένος στις απειράριθμες σελίδες του «Λεξικού Πρωίας» μάταια να ‘βρω κάποιες αιτίες λογικές που να εξηγούν κι εμένα και τ’ αδέλφια μου˙ κυρίως όμως όλα αυτά που μες στα μάτια μου με σιγουριά μας έκαναν να μοιάζουμε όχι παιδιά, παιδιά, μα γέροντες παιδιά.
Πάντως να μην ξεχάσω κι ετούτο να σου πω, πως αν και το σαλώτο, δεν ήτανε κανένα ανάκτορο να φανταστείς, παρά ένα δωμάτιο απλό, παρ’ όλα αυτά για τα παιδιά εμάς, ήτανε μες στο σπιτικό μας, τέτοια η χάρη του, που μόνο μια Βασίλισσα, όπως η μάνα μου η Αφροδίτη, μπορούσε τόσο όμορφη κι όταν χαιρότανε αληθινά, τόσο δεμένα, αρμονικά να την αξιοποιεί. Συνήθως ήταν αυστηρή και πάντα απέναντι μας και στα καλά και στα κακά κυρίαρχη εκεί μέσα. Έλαμπε σαν την άνοιξη αυτάρεσκη διαρκώς. Και θύμιζε πολλές φορές φεγγάρι σε μια θάλασσα ανταριασμένη το χειμώνα. Το πιο πολύ καιρό έκρυβε μες στα μελένια μάτια της μια θλίψη αρχαία και κρυφή˙ κι όσο κι αν προσπαθούσε τ’ αντίθετο να δείχνει, έβγαζε κάπου κάποτε περίπου τσιτωμένες, λειψές και αφυδατωμένες, στο παστωμένο από μπογιές όμορφο πρόσωπο της, τις λίγες της χαρές. Συνήθως όμως έδειχνε τις πιο πολλές φορές τον πόνο το μεγάλο της, που από παιδί κι εκείνη, πάνω στο στήθος της και μέσα από ανάλογες ακραίες περιστάσεις, είχε κι ή ίδια φορτωθεί.
Σαν μια Θεά αρχαίας εποχής, και πάντα καθισμένη πάνω στο θρόνο της, το πλουμιστό ντιβάνι, αν δεν τραγούδαγε, που το ΄κανε συχνά, διάβαζε παθιασμένη Ρομάντζο, Θησαυρό κι ότι μελό τις θύμιζε, πως η ζωή δεν ήταν μόνο όπως ετούτη η αληθινή κι όπως η ίδια έρχονταν αδιάφορη για τον καθένα, μα ελεύθερη κι απ’ την ουσία της απαλλαγμένη, ένα αιθέριο όνειρο με τις αισθήσεις αγγιγμένο, τι κι έστω κι αν αυτό μέσα στο ψέμα του διαρκώς ποτέ δεν ήτανε η πραγματική ζωή. Ήταν η Μάνα μας που μας δασκάλεψε και κάποτε μας είχε μάθει, πως η πραγματικότητα δεν είναι πάντοτε αληθινή. Παρεννοούσε πάντοτε το ενδιάμεσο κι αυτή. Κι όσα τεμπέλιαζε να φθάσει τα ‘στελνε στ’ άπειρο σαν κρεμαστάρια μένοντας και πληρώνοντας όλα τα σφάλματά της, που πέρα απ’ την Ιστορία υπήρξαν άπειρα, πάνω στη γη. Σε γενικές γραμμές τέτοιο και κάπως έτσι υπήρξε το σαλώτο. Στο σύνολο του βέβαια εκείνο το σαλώτο ίσως και πρέπει να ‘τανε κάτι ακόμη πιο πολύ απ’ όμορφο˙ και κάτι περισσότερο από τρομακτικό. Αλλά και πάλι όμως μην παρασύρεσαι˙ και δεν χρειάζεται να φανταστείς τίποτα δήθεν το σπουδαίο. Ένα φτωχό δωμάτιο ανθρώπων ήταν το σαλώτο. Κι αν στο ’πα, στο ’πα μόνο και μόνο για να μάθεις, γιατί και με το δίκιο τους στα χρόνια σου οι σοφοί, που ασχολήθηκαν με τα ιδανικά, δεν είχαν κάτι και γι’ αυτό οι δόλιοι να σου πούνε. Τι διάολο να σου λέγανε, αφού ένα τίποτα σχεδόν ήτανε τότε το σαλώτο. Στο κάτω, κάτω της γραφής πράματα μεγαλύτερα, απ’ το σαλώτο εκείνο, είχανε τότε οι σύντροφοι μες στο ψωριάρικο μυαλό τους. Δεν είσαι ο μοναδικός. Κανείς δεν το ‘μαθε ποτέ, τι πάει να πει και τι ήτανε, σ’ όλο το μεγαλείο του και σ’ όλη τη μιζέρια του, εκείνο το σαλώτο. Ακόμη κι οι πιο έξυπνοι δεν είχανε ιδέα. Τι κι αν βεβαιωμένοι μ’ έπαρση τότε ‘λέγανε και σίγουροι σχεδόν πως την γνωρίζουνε φαρσί όλη την Ιστορία. Βλέπεις τους μπέρδευε διαρκώς και το ‘βλεπαν παράκαιρο και μάλιστα παράταιρο εντελώς το ιστορικό σαλώτο –«Πρώτα αγωνίζεσαι για το ψωμί και στο καιρό για τ’ άλλα!»– Έλεγαν και ξεμπέρδευαν, στα δύσκολα μη προχωρώντας παρακάτω, στο πως διορθώνονται αυτά.»
Κείνη την ώρα ακριβώς, λίγο μακρύτερα, από τους δύο γέροντες που συνεχίζαν την κουβέντα, ένας εικοσπεντάχρονος, εξαθλιωμένος Κούρδος, στα όρια της κατάρρευσης, στριμώχνονταν ασφυκτικά, σε μια άγρια κατάσταση, σε συμπλοκή σχεδόν, ανάμεσα βρισκόμενος σα τη σαρδέλα στο κουτί τελείως κολλημένος σε μία μεγάλη ομάδα ταλαίπωρων ομοεθνών του. Στο κέντρο ακριβώς τούτης της μάζωξης, που εντελώς σπασμωδικά κι άναρχα στον αέρα φαίνεται ετούτος να χειρονομεί κι ακατανόητα συνέχεια με αγωνία να φωνάζει, «Κύριος.. Κύριος…», βρίσκονταν περικυκλωμένος ένας μειλίχιος άνθρωπος περίπου εξηντάχρονος, Έλληνας άνδρας στριμωγμένος από τους άλλους όλους πιο περισσότερο αυτός. Με υπομονή μεγάλη ο άνδρας τούτος ο Έλληνας αγωνιζότανε συμπιεσμένος, μέσα από μία πλαστική, μεγάλη τσάντα και βαριά, διαρκώς και δυσκολότερα, συνέχεια να βγάζει φρέσκα ψωμιά του ενός κιλού, ενώ αμέσως έπειτα και δίχως να καθυστέρει τα πρόσφερε ακούραστος κι απτόητος απ’ τα εμπόδια˙ κι ούτε στιγμή δεν σταματούσε διόλου ολόχαρος διαρκώς να τα μοιράζει απλόχερα όπου μπορούσε ανάκατα στο πεινασμένο πλήθος. Στα όρια της λιποθυμιάς, κάτασπρος κι ιδρωμένος ο νεαρός ο Κούρδος, αν και με δυσκολία τέντωσε τα δυο του χέρια στο έπακρο μ’ ελπίδα κοντά να φθάσει ο δύστυχος το τελευταίο το ψωμί, εν τούτοις τελικά σε κλάσμα δευτερόλεπτου παραπατώντας λίγο δεν προλαβαίνει να το πάρει. Κάποιος, πιο ψωμωμένος απ’ αυτόν κι από το πλάι δίπλα του, παραμερίζοντάς τον, μέσα απ’ τα χέρια του το αρπάζει και σπρώχνοντας βιαίως όσους απέμεναν, γύρω απ’ τον Έλληνα, κραυγάζοντας τη νίκη του περιχαρής με το ψωμί το σκάει! Άναυδος στην αρχή ο εξαντλημένος Κούρδος κοιτάζει απελπισμένος μέσα στο φόντο του ουρανού την αναπότρεπτη φυγή του καρβελιού μακριά του˙ κι έπειτα ολοφάνερα στην όψη και στη δύναμη τελείως αποκαρδιωμένος, σερνόμενος αποχωρεί απ’ τον κλοιό τριγύρω του, δύσκολα τώρα προσπαθώντας να κρύψει την συγκίνησή του. Μετά από δέκα βήματα, ο νεαρός τρεκλίζοντας στα ισχνά του πόδια επάνω, άψυχος κι άρρωστος τελείως, περνώντας πλάι απ’ το παγκάκι που κάθονταν μέχρι τα τώρα οι δύο άντρες σιωπηλοί, φαίνεται να ‘ναι έτοιμος στα πόδια τους να σωριαστεί. Μα για καλή του τύχη ο Αλέξης, που ‘χε δει σ’ όλο το άπλωμά της τη προηγούμενη σκηνή, με το ’να του το χέρι του κάνει νεύμα να πλησιάσει, ενώ με τ’ άλλο τρέμοντας, συγκινημένος δυνατά, δίνει απλόχερα στον σαστισμένο Κούρδο το ξεροκόμματό του. Διστακτικός Ο Κούρδος κι ενώ απ’ την αρχή χαμογελάει δειλά, δειλά κι ισορροπεί λιγάκι αμέσως στη συνέχεια στα σίγουρα ευτυχισμένος, κάνοντας με το χέρι του γρήγορο ένα τεμενά, με τ’ άλλο παίρνοντάς το, τον ξεροκόμματο στα βιαστικά, το ‘χωσε όλο λαίμαργα μεμιάς μέσα στο στόμα. Συγκρατημένοι οι δύο άντρες, χωρίς στα φανερά από συγκίνηση να κλαίνε, μοναχικοί κι απόκοσμοι καθώς αποχωρίζονται παρόμοιοι στα βάσανα και τους καημούς, από τα μάτια και των δυο, βουβά, διακριτικά, ψήγματα ανθρωπιάς συμπυκνωμένης σπάνιας μέσα στο χρόνο ιστορίας, πάνω στα πρόσωπά τους, δυο δάκρια ελάχιστα, αργοκυλούν και καίνε.
Ο ξεπεσμός δεν είναι μια επώνυμη κατάσταση του ανθρώπου. Είναι το αποτέλεσμα μιας συνεχούς κατάστασης αδικίας, από άνθρωπο κατά του Ανθρώπου. Κανένας δεν ξεπέφτει εάν στην Ιστορία του δεν έχει αδικηθεί και ευτυχώς στο τέλος, όσο παράδοξο και να ‘ναι αυτό, κι εάν κι αυτός ο ίδιος δεν έχει αδικήσει.